Μιαν άλλη Ιουλιέττα

Λευκά και μαύρα πανιά, μια Ιουλιέττα καπετάνιος, το ταξίδι του Ταξιδιώτη της Αυγής, ο δρόμος για την άκρη του κόσμου...

My Photo
Όνομα: Αταλάντη Αντωνίου
Τοποθεσία: Derby, Derbyshire, UK

Και τι είν' το εγώ; Γυάλινο άγαλμα! Λίγα κοχύλια που μάζεψα είμ' εγώ, οι άνθρωποι που αγάπησα, ο καιρός που πέρασε, το κρεβάτι που πλάγιασα... Είμαι το ταξίδι μιας ζωής - κι αλλάζει η ρότα μου απ' τον άνεμο. Είμαι όλοι εσείς που παρελαύνετε στα όνειρά μου...

Πέμπτη, Οκτωβρίου 19, 2006

Μερικά απ' τα ποιήματα των τελευταίων ημερών

Ζωή

Μ’ αρέσει να παρακολουθώ τη ζωή να ζουζουνίζει,
να στριφογυρνά,
να υφαίνεται,
μ’ αρέσει να χαζεύω τα παιδιά,
τους σκίουρους, τα δέντρα,
τ’ απέναντι χέρια ν΄ανοιγοκλείνουν τις κουρτίνες
πρωί και βράδυ,
τ’ ανήσυχα βλέμματα των επιβατών στα λεοφορεία...

Μα πιο πολύ απ’ όλα μ΄αρέσει να τη βλέπω να γεννιέται –
να βλέπω χαμόγελα ν’ ανθίζουν,
μουσικές να παίρνουν τις πρώτες τους ανάσες,
κι εραστές να κάνουν βουτιές ο ένας στα μάτια του άλλου.

~

[16-10-2006, Derby, UK.]

-----

Λίγο ακόμα

Θα έρθω σε δυο μέρες, έρχομαι, φτάνω –
θα έρθω με τα μάτια μου γεμάτα με το φως
που σιγοφέγγει στα παράθυρα
των πύργων της προσμονής,
των υψωμένων εκεί, μεσα στις κόρες,
ανάμεσα στα ζεστά ποτάμια της ίριδας
πέτρα την πέτρα, μέρα τη μέρα·
θα έρθω με τα χέρια μου γεμάτα χρωματιστά πακέτα
και πεινασμένα χάδια,
με τα μαλλιά μου γεμάτα φωτιά,
κι εύχομαι να ‘μαι εγώ,
εγώ τ’ ακριβότερο απ’ όλα τα δώρα
που θ’ απιθώσω στην αγκαλιά σου.

~

[18-10-2006, Derby, UK.]

-----

Οι νύχτες

Έχουμε τώρα πια πολύ φως.
Έχουμε τόσο απ’ αυτό τ’ άλλο, τ’ αφύσικο φως
που σκιαχτηκαν τ’ αστέρια και κρύβονται τις νύχτες·
πάνω απ’ τις πόλεις κρέμεται θαρρείς μονάχα
ένας θολός κόκκινος θόλος...

Τότε που δεν είχαν τόσο φως
έπεφταν πιο νωρίς για ύπνο το βράδυ·
μα κάποιοι λίγοι, λίγοι μόνο, έμεναν ξάγρυπνοι
συντροφιά με τ’ αστέρια που ακόμα έλαμπαν άφοβα,
και προσπαθούσαν να ψηλώσουν σαν τον καπνό των κεριών
και να τα φτάσουν...

Δεν είχε τόσο φως τις νύχτες του Bach και του Michelangelo.

~

[19-10-2006, Derby, UK.]

-----

[Έγραψα και στις 17 του μηνός ένα, αλλά ξεκίνησε ως αγγλικό τραγούδι, και δεν είμαι σίγουρη γι αυτό ακόμη. Αργότερα...]



Τρίτη, Οκτωβρίου 17, 2006

Δεν προσπαθώ...

Υστεροφημία

Δεν επιδιώκω εγώ τις λέξεις·
τούτες είναι που με καταδιώκουν, με στοιχειώνουν,
με σαγηνεύουν σαν άλλες Σειρήνες
κι όλο τραγουδούν,
τραγουδούν, όλες μαζί μι’ αλφάβητη πολυφωνία,
τραγουδούν...

Δε μ’ αφήνουν σε ησυχία·
μήτε στο σκοτάδι μήτε στο φως μ’ αφήνουν –
δε σφαλίζουν τα γραμμένα τους βλέφαρα,
δεν κοιμούνται ποτέ, ποτέ,
δε διστάζουν μπρος σε λευκά χαρτιά,
δε σιωπούν,
μόνο μου τάζουν πως θα μου χαρίσουν, λέει,
αθανασία.

~

[15-10-2006, Derby, UK.]

Δευτέρα, Οκτωβρίου 16, 2006

Για τον φίλο μου τον Διονύση

Μια αληθινή ιστορία

Μέρες τώρα θέλω να πω μια ιστορία
για έναν άνδρα που θα μείνει για πάντα παιδί,
κι έναν άλλον που δεν υπήρξε ποτέ κάτι τέτοιο.

Είναι μια ιστορία καθημερινή,
απλή,
μα νομίζω πως σαν την τελειώσω
θα εύχεστε να ‘σασταν κι εσείς εκεί
να καμαρώσετε την αστρόσκονη
να νικά το χρόνο...

[Γιατί ήταν αυτό που λέμε ‘μεγάλος’
ο άνδρας που θα μείνει για πάντα παιδί,
και ‘νέος’ ‘κείνος ο άλλος,
ο στεγνός από μάγια.]

Πήγε λοιπόν ο πρώτος άνδρας
που θα τον λέμε ονειροταξιδευτή,
να ζητήσει μια ταινία από ένα μαγαζί,
μια ταινία απ’ αυτές που αλαφρώνουν την ψυχή
και χαϊδεύουν τις άκριες απ’ τα χείλη
φορώντας τους γλυκά χαμόγελα,
κι ο δεύτερος άνδρας γελούσε χαιρέκακα
καθώς του έλεγε πως αυτό που ζητά,
η Mary Poppins,
[όλοι σας την ξέρετε, όχι;]
«Δεν υπάρχει,
και δεν πρόκειται να ξανάρθει ποτέ.»
Ήταν πολύ ευτυχής, φαίνεται,
που δεν θα έδινε στον ‘ξεμωραμένο’
την όμορφη ανάσα που ζητούσε.

Τώρα θα περιμένατε να λυπηθεί
ο ονειροταξιδευτής μας,
ή να θυμώσει που με τόση σκληράδα τυλιγμένη
ήταν η απάντηση που πήρε –
μα είχε τρία αστέρια στις τσέπες του
και λίγη αστρόσκονη απ’ το προηγούμενο ταξίδι του
έλαμπε στα μάγουλά του
και στην άκρη της μύτης του,
κι έτσι χαμογέλασε...

Χαμογέλασε,
έβγαλε κάτι από την τσάντα του,
[ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις τι κρύβουν τα αιώνια παιδιά
μέσα στις τσάντες τους!]
ένα βιβλίο·
το έδειξε στον υπάλληλο
κι είπε:

«Θα ξανάρθει! Το λέει στο τέλος του τελευταίου βιβλίου της!»

Κάπως έτσι, λοιπόν,
νίκησε εκείνη τη μέρα
η αστρόσκονη το χρόνο.

~

[14-10-2006, Derby, UK]

Παρασκευή, Οκτωβρίου 13, 2006

Όλο φεύγω...

Στο δρόμο

Χρόνια τώρα παίρνω το σπίτι μου στην πλάτη
να κυνηγά κι αυτό μαζί μου έρωτες,
όνειρα, βιβλία,
και να τρέχει απ’ τους φόβους.

Μαζεύω και μαζεύω λιθαράκια και σιωπές
κι άντε πάλι στην πλάτη,
κι όλο βαραίνει ο σάκκος·
σε λίγο θε να μου ζητάνε ρίζες και σκεπή
τα καλοκαίρια...

~

Πέμπτη, Οκτωβρίου 12, 2006

Σημερινό

Το παράπονο

...μα είπες ‘νύμφη’,
‘νύμφη’ θέλησες κι είπες,
κι η νύμφη δεν είν’ όλο αέρα και φευγάτο φως,
δεν είναι καλογυαλισμένες λόγιες λέξεις,
δεν είναι ναοί χτισμένοι απ’ άνθρωπο,
δεν είναι μαρμάρινο άγαλμα,
δεν είναι ζωγραφιά,
είναι τα φύλλα,
είναι το χώμα,
το χώμα,
χώμα,
άγριο χώμα και φύλλα,
είναι τα λουλούδια,
τα κόκκινα φουστάνια από τις παπαρούνες
που ΄χουν τις ρίζες τους βαθειά
στο χώμα,
χώμα,
είναι τα λουλούδια,
μα όλα είναι λουλούδι,
όλα,
όλα,
όχι μόνο τ’ άνθη,
είναι κι οι μίσχοι,
ναι,
τα κοτσάνια,
ειν’ η υγρασία και τα ζουζούνια
είναι κι όλες οι πρασινάδες,
όλα που ‘ναι μελλούμενο
να γίνουν λίπασμα,
και πάλι απ’ την αρχή...

[Τη βλέπω τη νύμφη σου,
εδώ, στον καθρέφτη,
και τ΄ατημέλητα μαλλιά της
μαρτυρούν το λάθος σου.]

Τετάρτη, Οκτωβρίου 11, 2006

Ποίημα που γεννήθηκε απ' τα δάκρυα της χαράς

[Σας παρακαλώ, διαβάστε πρώτα το ποίημα στο link, διαβάστε το πριν διαβάσετε το δικό μου. Το δικό μου δεν είναι παρά μιαν απάντηση που κρατάει την ανάσα της κι εύχεται να 'ναι αντάξια του ποιήματος στο οποίο απαντά...]

~

Η απάντηση

Κάθε σου σ’ αγαπώ θε να το ξεπληρώσω μ’ ένα ποίημα,
και κάθε σου πανώρια λέξη μ’ εκατό δικιές μου·

κι αν είναι όλες τους φτωχές,
κι αν είναι ταπεινές και σκονισμένες,
μην τις αποπάρεις...
εγώ τις ονειρεύτηκα αντάξιες των φτερών σου –
αγγέλους με φτερά δε λεν αυτούς που φέρνουν τ’ άγγιγμα του σύννεφου
σε γυμνά πόδια που πατούν πα’ στο βρεμμένο χώμα
και σε τσαλακωμένα, ξέμπλεκα μαλλιά
δεμένα με τις παπαρούνες;

Η μεγαλύτερη τιμή που μ’ αποδώθηκε
είναι που μ΄αποκάλεσες νύμφη δική σου,
και τ’ ομορφότερο απ’ όλα τα τραγούδια μου
είν’ ένας ψίθυρος που ‘χει απάνω του καβάλα τ’ όνομά σου.

~

[11-10-2006, Derby, UK.]

Δυο χτεσινά ποιήματα, μπορεί κάποτε να τα πειράξω λίγο, δεν ξέρω

Ήρθαν στον ύπνο μου

Παντού γύρω μου γυναίκες-φαντάσματα.
Παντού γύρω μου μάτια ορθάνοικτα,
μάτια κουρασμένα,
μάτια μισάνοικτα...

Παντού γύρω μου φωνές που δε μεγαλώνουν,
φωνές που στάζουν αίμα
κι όμως κρατούν ακόμα το παιδικό τους χρώμα–
φυλακισμένες φωνές:

«Γιατί να μεγαλώνουν τα λευκά κορίτσια;
Γιατί τα μαλακά τους δάκρυα να γίνονται στριγκές κραυγές;

Γιατί να γίνονται γκρίζα από μαύρα τα μαλλιά τους;
Γιατί να μη ζητούν μπαλόνι και μαλλί τ΄αγγέλου πια τις Κυριακές;»

-----

Χαραμάδες κι ανοιχτές ψυχές


Αυτό το δωμάτιο έχει παράξενους τοίχους:
θαρρείς πως μπάζει πάντα παγωνιά όταν πονάμε,
κι όταν γελάμε μπάζει γιασεμιά
και καλοκαίρια...


σαν την ψυχή μας μοιάζει έτσι που δεν έχει πόρτες:
τη μια μπάζει αναθυμιάσεις που βρωμούν καμμένο λάστιχο,
κι άλλοτε πάλι μπάζει άρωμα απ’ τα τριανταφυλλένια σύννεφα.


-----

10-10-2006, Derby, UK.

[Το πρώτο είναι πειραματικό για μένα, δεν γράφω σε τέτοιο στιλ. Και μην ξεχνάτε πως κάνω napowrimo - 30days/30poems. Δεν μπορώ να γράφω συνέχεια στο δικό μου στιλ, όχι κάθε μέρα. Απαιτεί συγκεκριμένο χρώμα έμπνευσης. M.]

Πάμε μια βόλτα με τ' αερόστατο

Πάμε μια βόλτα με τ’ αερόστατο

Σήμερα η οθόνη δε με κρατά,
το σπίτι δε με κρατά,
είναι μια απ’ αυτές τις μέρες που χορεύω μόνη
ρίχνοντας κλεφτές ματιές στον καθρέφτη·
είναι μια μέρα απ’ αυτές που απαιτούν ελαφράδα,
που μου τραβάνε επίμονα τα μαλλιά
και μου βγάζουν τη γλώσσα
ζητώντας τους ήχους της εφηβείας μου.

Πάμε μια βόλτα...

Χώρεσα τόσες ζωές μέσα σε μια τόση-δα μικρούλα,
ως τώρα
και θέλω να σε ταξιδέψω σ’ όλες,
μα πρέπει κι εσύ να με βοηθήσεις λίγο, λιγάκι,
να γεμίσεις τα μάγουλά σου αέρα,
να μ’ αφήσεις να σου γαργαλήσω τις πατούσες
όπως η ζέστη της φωτιάς θα γαργαλά το γελαστό μας αερόστατο,
ν’ αφεθείς,
να μη φορέσεις τη ζώνη σου,
να φορέσεις ένα χαζό, πολύχρωμο καπέλο,
και να μου υποσχεθείς πως θα λατρέψεις ό,τι κι αν σου δείξω από ψηλά
πριν ακόμα τ’ αντικρύσεις.

-----

9-10-2006, Derby, UK.

Κυριακή, Οκτωβρίου 08, 2006

Μερικά ποιήματα ερωτικού περιεχομένου που τώρα πια είναι ένα

Φαντασιώσεις
[οι της απωλείας...]


Ι

Όλα είναι κόκκινα εδώ.
Όλα είναι χρυσά εδώ.
Όλα τρεμοσβήνουν·
τρεμοσβήνω κι εγώ μαζί τους.

Έχεις φορέσει αυτό το στέμμα στα μαλλιά,
το στέμμα που με κάνει να σωπαίνω από λέξεις
για ν' ακουστεί ο θρίαμβός σου
μέσα στους αναστεναγμούς μου·
έχεις ντυθεί το φως των κεριών
κι ο πόθος μου στολίζει ακόρεστος τη φορεσιά σου -
είν' η πιο μεγάλη φλόγα απ' τις φλόγες.

[Κάθεσαι στο θρόνο της εγκατάλειψής μου
και κρατάς το σκήπτρο του φόβου μου...]

Η μέρα θα τελειώσει μαζί μου όταν εσύ το θελήσεις.

Όλα είναι κόκκινα εδώ.
Όλα είναι χρυσά εδώ.


ΙΙ

Οι τοίχοι είναι στολισμένοι
με τα σταυρωμένα σώματα
όλων όσων τόλμησαν να σε θελήσουν.
Ο αέρας είναι αρωματισμένος
απ' τις κραυγές και τ' αναφυλλητά
μιας φοβισμένης κόρης
που η μόνη της ελπίδα και παρηγοριά
είναι να παραδωθεί απαλά, σεμνά,
στην τυρρανία σου...

Η ψυχή μου κατεβαίνει
όλο και πιο χαμηλά,
χαμηλά,
κι είμαι ολάκερη
ένα σκοτεινό, υγρό δοχείο
για την εκούσια απελπισία μου.


ΙΙΙ

Μετρώ τους αναστεναγμούς·
μετρώ τα σώματα που σε ξεσηκώνουν:
τα γυμνώνω και τα βάζω στη σειρά,
τους αφαιρώ τα στολισμένα τους ονόματα·
είναι μονάχα χείλη, δόντια και γοφοί
που περιμένουν στωικά
την τιμωρία σου.


ΙV

Πίσω απ' τις γρίλλιες
των μισόκλειστων ματιών μου
είμαι σκυμμένη
σαν το διψασμένο αγρίμι στην πηγή
πάνω απ' το επίκεντρο του ωραίου πόθου σου,
κι εσύ, στεφανωμένος,
με κρατάς σφιχτά
απ' τα μαλλιά μου πού 'χουν γίνει φλόγες
απ' τις φλόγες μας,
ως που να λυτρωθείς
ποτίζοντάς με
δέος.

-----

[Γραμμένα μεταξύ 4-10-2006 και 8-10-2006.]

Μερικές μινιατούρες

Αλλαγές

Κάποτε λέγαμε την ώρα στρέφοντας το βλέμμα στον ήλιο ή στ’ αστέρια.
Τώρα πια κοιτάμε το ρολόι ή το κινητό μας –
κι αν εγώ σήμερα δεν κοιτώ κανένα απ’ τα δυο,
είναι γιατί βλέπω τριγύρω μου τα στόρια των μαγαζιών να κλείνουν:
είναι 5:00.


[6-10-2006, Derby, UK.]

~

Η γνωστή βεντέττα

Μου την έφερε και πάλι ο χρόνος·
με κατάφερε και μένα να πω:
«Ένας μήνας είναι, δεν είναι τίποτε...»,
και να ξεχάσω πως είναι κάτι παραπάνω από κάτι –
είναι ένας από τους μετρημένους μήνες
που μου αναλογούν.


[7-10-2006, Derby, UK.]

~

Περί ορισμού

Αν ποίηση είναι όντως το να ξεγυμνώνεις την ψυχή σου,
τότε θα γράψω ακόμη ένα ποίημα:

Φοβάμαι.


[8-10-2006, Derby, UK.]


Άλλος ένας ποιητικός διάλογος

Απάντηση στη «Σκόνη» της ερμίνας

Θα έπρεπε να το φοβάμαι·
αντ' αυτού,
θα τ' ονειρευτώ
και θα κρατώ κάτω απ' το μαξιλάρι μια πέννα
και λίγο κίτρινο χαρτί –

κι όταν ξυπνήσω, θα κρατώ
ένα χάρτη
στις κρυφές γωνιές του μυαλού μου,
κι έπειτα θα ρίξω φως
και θα ξεγυμνώσω ξεδιάντροπα
όλες αυτές τις κρυψώνες,
γιατί...

αυτό το σκοτεινό μέρος,
με τη λεπτεπίλεπτη λευκή σκόνη
που ξεχωρίζει πάνω στα μαύρα πέπλα,
που διεισδύει σ' όλους τους πόρους,
που παρασύρει αδίστακτα
σε μιαν ασφυκτική, ακαταμάχητη αγκαλιά,
αυτήν την βαθειά,
αρχαία γη
θέλω να την αγγίξω.

-----

3-10-2006, Derby, UK.

[Το ποίημα είναι απάντηση στη Σκόνη της Ραψωδίας.]

Ένα γενέθλιο δώρο για τον Rikochet

Lupine

He’s the youngest among us;
still, he can recognize
a thousand shades of grey
through eyes which
in this their youth
you would expect
to see the world
in black and white.

He’s the youngest among us;
still, he makes me feel
his wings grow on my back,
then he makes me feel
the wings
[now my wings]
snap
in milliseconds,
then he makes me
fall
[his fall]
and never forget the bang.

He’s the youngest among us;
still, he knows all too well
that a year more
is a year less –
that’s what makes me fear...
[and hold him dear]

He said:
“Let’s walk the whole road ‘till its end;
the steps are only measured by one’s perception.”
and he accelerates
feeding his wrath to entropy
through frantic motion,
inhaling sea water
and open skies.

-----

2-10-2006, Derby, UK.

[Δωράκι για τα γενέθλια του
Ρίκου, με αναφορές σε ποιήματά του.]

Inspired by the movie called 'Elizabethtown'

Elizabethtown

What we owe to ourselves
is not jumping up and down
to an unfamiliar beat
in some gym or club;
what we owe to ourselves
is to forget that tomorrow is a Monday
and dance in the rain.

We have no need for grey walls and plastic gloves,
extra safety from human touch –
lest we feel pain.

What we must all have
is at least three stars in each pocket,
three tiny suns
lighting the one-of-a-kind paths of our skin,
warming our hands every time they feel dark
and need a place to hide.

-----

1-20-2006, Derby, UK.

Κυριακή, Οκτωβρίου 01, 2006

Ποίημα, χτες τη νύχτα.

Μερικές λέξεις για την ερμίνα

Οι πιο όμορφοι δρόμοι είν’ οι δικοί σου,
αυτοί που τους χτίζεις καθώς τους περπατάς,
αυτοί με τις πλάκες που ηχούν διαφορετικά η μια απ’ την άλλη
σαν τις πατάς –
κάθε φορά με διαφορετική αγωνία φωλιασμένη στην καμάρα
του πέλματός σου.

Δε με ρωτάς, μα τα ερωτηματικά σφυρίζουν
σαν αδικοχαμένα ατμοκίνητα τραίνα,
και σου απαντώ:

Δεν ξέρω τι με κάνει
να θέλω να σπρώξω στο γκρεμό
όλους τους ανθρώπους
με τ’ αόρατα φτερά στην πλάτη·
Ίσως να φταίει που θέλω να βλέπω πολλά χαμόγελα,
πολλά πολύχρωμα μάτια,
πολλούς στρογγυλεμένους αντίχειρες,
πολλές λακούβες πίσω απ’ αυτιά και κάτω από λευκούς λαιμούς
στον κόρφο τ’ ουρανού,
καταμεσής στ’ αεικίνητα σύννεφα...

Δεν ξέρω τι κάνει λίγα από τα πολλά φιλιά ν’ ανθίζουν.

-----

29-9-2006, Derby, UK.