Μιαν άλλη Ιουλιέττα

Λευκά και μαύρα πανιά, μια Ιουλιέττα καπετάνιος, το ταξίδι του Ταξιδιώτη της Αυγής, ο δρόμος για την άκρη του κόσμου...

My Photo
Όνομα: Αταλάντη Αντωνίου
Τοποθεσία: Derby, Derbyshire, UK

Και τι είν' το εγώ; Γυάλινο άγαλμα! Λίγα κοχύλια που μάζεψα είμ' εγώ, οι άνθρωποι που αγάπησα, ο καιρός που πέρασε, το κρεβάτι που πλάγιασα... Είμαι το ταξίδι μιας ζωής - κι αλλάζει η ρότα μου απ' τον άνεμο. Είμαι όλοι εσείς που παρελαύνετε στα όνειρά μου...

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 30, 2006

Χτεσινοβραδυνό

Μιαν άλλη Ελένη
[ήμουν κι εγώ στη Δίκη της Τροίας]

Στα πλαστά μάτια του χρισμένου αρχαγγέλου της μίας και μόνης ώρας
καθρεφτίζονται τα χρυσά μαλλιά σ’ όλη τους τη γύμνια,
τα πολυτραγουδισμένα μαλλιά-γλώσσες που δε γνώρισαν ποτέ τη ντροπή·
καθρεφτίζεται το χρυσό κεφάλι
με το λαιμό που περιφρονεί τους ανθρώπους –
καθρεφτίζεται εκείνη που άγγιξε με τα χείλη της τη Μεγάλη Θεά στον καθρέφτη
εκείνη που ήπιε τ’ ασήμι που δεν μπόρεσε παρά να βαφτεί τη μορφή της
και δε γεύτηκε κρύο,
γεύτηκε ένα φιλί που έμοιαζε με κόκκινη κερένια σφραγίδα
λειωμένη απ’ τα ζεστά, πεινασμένα χέρια των θερινών βράχων.

Στα πλαστά μάτια του χρισμένου αρχαγγέλου της μίας και μόνης ώρας
καίει η μία και μόνη φλόγα που κατατρώει κι αψηφά:
καίει εκείνη.

«Εκείνη...»,
ψιθυρίζουν όλοι·
μόνο η άλλη σωπαίνει.

Η Άλλη,
μιαν άλλη Ελένη:
εκείνη που τα γόνατά της λύνονται
σιγά-σιγά,
που τα σφιγμένα της δάκτυλα λύνονται
σιγά-σιγά,
που οι κόμποι των αναστεναγμών της λύνονται
σιγά-σιγά,
σιγά-σιγά...
σα γρίφος βγαλμένος από σκοτεινή συνωμοσία που ‘χει περάσει
μέσα απ’ τα χίλια χρωματισμένα κρύσταλλα των χίλιων αιώνων.

Τη βλέπω –
κι έχει στο στήθος της μιαν οργή μελανή, σιγανή, μυστική,
μιαν οργή που δε μοιάζει σε τίποτε με τα βαμμένα πορφυρά λοφία των φρουρών,
με ‘κείνη την άγρια, ζωηρή τους μανία που όλο σβήνει,
‘κείνη που όλο την ξεχνούν μεμιάς καθώς ξερνούν γροθιές φωτιάς
σαν άλλοι δράκοι.

Μένει ακίνητη –
κι έχει σκιές πίσω απ’ τα μάτια·
δεν ακουμπά πουθενά,
θυμάται μόνο τους ήχους των ονείρων ψηλαφιστά
και περιμένει σιωπηλά την ετυμηγορία
που ακόμα να ‘ρθει...


-----

28-9-2006, Derby, UK.

Το ποίημα έχει να κάνει με τη Δίκη της Τροίας και κάποια άλλα ποιήματα της Ραψωδίας.

[Σ' ευχαριστώ για την έμπνευση, ερμίνα.]

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 29, 2006

Δυο αγγλικά τραγουδοειδή πραγματάκια

Zero
[not Zoro, for they have almost nothing in common]


There’s a man we all know
and he knows about cookies,
he knows about death and denial and lightnings.

He knows how to talk, and he knows how to lie,
he knows he won’t die of plain pain – neither vain,
he won’t sit down and die like these elves
in the tales full of fairies and glory.

He’s a man of great strength,
he got rid, years ago, of self-pity,
and he sheds not a tear,
he knows all about clouds and their lining.

He knows all about hormones
[how the brain is a show
of electrical brilliance],
he knows walking is good,
knows about comfort food
and he knows all the tricks
of humanity’s desparate millions.

Still,
there are days like this day,
dry of sound,
dry of all that has meaning,
when he wishes he‘d cry
useless tears,
when he wishes he could
still deny
all that is
with a teenager’s passion for freedom.

He dances and dances
and he knows that the wind will
blow restless,
he knows that his mood
has a great lot to do
with the weather,
with sex,
with his good-natured x
whom he dumbed for the best,
for a luminous actress –
but he doesn’t know, really,
how to use all this strength,
all this knowledge which leads
to no revelation,
to no fancy or magnificent meaning,
and all he can do is just listen to them,
while pretending to pray

...and they always say:
“Well, you can still, of course, dream about flying.”

-

26-9-2006, Derby, UK.

-----

Guess what


So,
you want me to write
about zeroes and ones,
about filthy, fanged streets
full of quitters and I-don’t-give-a-fuckers;

you want me to cling to my pen
and in shame represent
the next gen,
full of angry, vain, false ‘nothing matters’?

Well,
I’ll be me instead:
I’m the girl who can tell
who is worthy of her care
by the smell of their mothers’ clothes softener –
I’m the girl who sees people’s
invisible wings,
[I can also see halos,
soft paws,
and Rossetti’s muse living and breathing]
and, guess what,
you won’t like me,
[and neither I you]
‘cause I thrive in a world that beams meaning,
and we’ll gladly part ways;

there are numerous people out there
who can always safekeep you from dreaming.

-----

27-9-2006, Derby, UK.

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 12, 2006

Ποιήματα γραμμένα κατά τη διάρκεια της διαμονής μου στην Ολλανδία

Koninklijk Conservatorium

Φαντάζει στ' αλήθεια γκρίζα η καινούρια σου κατοικία
όταν κανείς την πρωτοβλέπει,
γκρίζα κι ουδέτερη,
σαν κάτι να περιμένει...

κι έλεγα στην αρχή πως ίσως να περίμενε πολλές θελήσεις,
πολλές ανάσες,
πολλά μάτια λαμπρά κι αλαφροΐσκιωτα
να μαζευτούν και να σηκώσουν ζωηρές σημαίες,
να σηκώσουν τ' αναλόγια, τα όμποε και τις βιόλες,
να σηκώσουν τις μουντές της πέτρες μια-μια,
να τους αλλάξουν χρώμα
και να τις απιθώσουν κάτω απ' τα γαλάζια κομμάτια
του εδώ ουρανού –
μα λάθευα:

Ήταν εσένα που περίμενε
σαν ανέγγιχτος καμβάς,
σαν άδειο φόντο·
αλλοιώς τι εξήγηση να δώσω για τα τόσα έξαφνα χρώματα;

-

Den Haag, 25-8-2006.

-----

Prima Vista
[ ή 'Meeting Johann Jakob Froberger through the hands of Iason M.' ]

Aλλο ένα απόγευμα σιγά-σιγά σκουραίνει
καθώς τα δάκτυλά σου ακολουθούν τα μάτια σου
που αναλαμβάνουν να οδηγήσουν, έμπειρα πια,
σημάδι-σημάδι,
ν' ανοίξουν το δρόμο για το κρουστό ξάφνιασμα,
για την παλλόμενη επόμενη ανακάλυψη...

Τα τζάμια του παραθύρου γίνονται σιγά-σιγά καθρέφτες
καθώς οι ζωηρές ιδέες αψηφούν το χρόνο και μας αγγίζουν:
πρώτα φανερώνονται σε σένα
κι αμέσως πολεμούν μαζί σου,
τις βλέπω να κερδίζουν έδαφος,
να σε καταλαμβάνουν –
μα οι καθαρές κι οξείες γωνιές του μυαλού σου
δε γίνονται εύκολα έρμαια της έξαψης·
φτάνει η στιγμή που η μουσική ρέει στ' αυτιά μου
και σας βρίσκει ισόπαλους,
θριαμβεύει,
κι έτσι μ' αγγίζουν - τελευταία - τα μακρυνά μαντάτα,
μου αποκαλύπτονται κι εμένα τα περασμένα νέα
καθώς γνωρίζω κάτω απ' τον ουρανό που μας σκεπάζει, μαύρος πιά,
άλλον έναν άνδρα που σε πείσμα του ίδιου αυτού ουρανού,
του χρόνου, που οι νότες του τολμούσαν με περισσό θάρρος να παρακάμπτουν,
νίκησε γι' άλλη μια φορά τη σιωπή
θυμίζοντάς μας πως έχει ξεγελάσει μια για πάντα το θάνατο.

-

Den Haag, 8-9-2006.

-----

Τα πρακτικά

I

Μαζευτήκαμε εδώ σήμερα επτά άνθρωποι – ή μάλλον
μαζεύτηκαν έξι, κι εγώ σαν να περισσεύω –
για να γεμίσει ένα δωμάτιο μουσική:

Ένα βιολί,
ένα τσέλλο,
ένα όμποε,
ένα φλάουτο,
ένα φαγκόττο,
εσύ στο τσέμπαλο –
κι εγώ που λυπηρά σωπαίνω.

Παρηγοριέμαι στην ιδέα πως ίσως κάποτε
να τραγουδώ πια μαζί τους
ή απλώς κουλουριάζομαι κάτω απ'το βάρος του συμβιβασμού μου
αποδεχόμενη πως ίσως κι όχι,
ίσως αυτό να μη συμβεί ποτε.

[Θα 'θελα να 'μαι κι εγώ ένας ήχος μέσα στους τόσους.]

II

[Aραγε μ' έχεις ξεχάσει εσύ;
Είμαι αόρατη, με κρύβουν τ' αναλόγια
κι ο αέρας που πάλλεται...]

Αν τα όνειρα ήταν λύτρωση,
αν εκεί έβρισκαν όλα τα προβλήματα
μια κάποια λύση,
θα ονειρευόμουν άλλο ένα ζευγάρι φτερά –
μαύρα, λευκα...
εδώ δεν έχει σημασία –
μα δεν είν' έτσι πάντα·
εξ άλλου φαίνεται να 'χουν για λίγο κοιμηθεί
κι αυτά,
μαζί με τις ελπίδες...

[Δεν σε βλέπω από 'δώ.]

Αν μπορούσα να ξεκλειδώνω κι εγώ τα μελανά σημάδια
δεν θα ντρεπόμουν ν' αναπνεύσω
σ' αυτό το δωμάτιο που οι εκπνοές συνοδεύονται πάντα
από ωραίους ήχους,
σ' αυτό το δωμάτιο που με διώχνει τόσο μακρυά σου
όσο κοντά σου θέλω να 'ρθω.

-

Den Haag, 9-9-2006.