Μιαν άλλη Ιουλιέττα

Λευκά και μαύρα πανιά, μια Ιουλιέττα καπετάνιος, το ταξίδι του Ταξιδιώτη της Αυγής, ο δρόμος για την άκρη του κόσμου...

My Photo
Όνομα: Αταλάντη Αντωνίου
Τοποθεσία: Derby, Derbyshire, UK

Και τι είν' το εγώ; Γυάλινο άγαλμα! Λίγα κοχύλια που μάζεψα είμ' εγώ, οι άνθρωποι που αγάπησα, ο καιρός που πέρασε, το κρεβάτι που πλάγιασα... Είμαι το ταξίδι μιας ζωής - κι αλλάζει η ρότα μου απ' τον άνεμο. Είμαι όλοι εσείς που παρελαύνετε στα όνειρά μου...

Κυριακή, Αυγούστου 12, 2007

Do.Po.Wri.Mo. 21 Ιουνίου - 21 Ιουλίου 2007 : Ποιήματα 1-5 Ιουλίου

[Ημέρα 11η.]

Sanctum

Τα ρόδα έκλαψαν αρκετά για τ’ αγκάθια τους,
πήραν τις ρίζες τους
και μετακόμισαν σ’ ένα βάλτο πιο πέρα.

Ακόμα περιμένω·
περιμένω τη μέρα –
όχι τη νύχτα, αυτή ήταν πάντα δικιά μου –
που θα γεννηθεί η Μαντόννα της Λάσπης,
τη μέρα που ο βάλτος θα γίνει ναός,
περιμένω να φυτρώσουν άγια δισκοπότηρα νούφαρα
και να επιπλεύσουν αναίσχυντα και πάναγνα γεμάτα εξόριστο φως.

~

Αδαμαντορύχος

Απ’ το να σκάβω
και να σκαλίζω ανάμεσα σε χώματα,
ρίζες,
ακαθαρσίες
και πιο βαθειά,
γέμισα μαύρο κάτω απ’ τα νύχια.

Πού και πού βέβαια
ξεθάβω διαμάντια,
ακαθορίστου σχήματος σκληρές αλήθειες,
όμως φοβάμαι μήπως μ’ εγκαταλείψουν
τρυπώντας τις φαρδυές τσέπες μου,
μήπως σπάσω τα δόντια μου πάνω τους,
μήπως κουβαλούν αρχαίες κατάρες,
ή μήπως απλά
δεν είναι ποτέ αρκετές.


[Ημέρα 12η.]

Après moi le deluge

Μια φορά το χρόνο
ερχόταν

και της επέτρεπε
να του φιλά τα πόδια
και τα χέρια,
προπαντός τα χέρια,
τα δάκτυλα
ένα-ένα,
τη μέσα μεριά απ’ όλες τις κλειδώσεις,
και τα βλέφαρα.

Έπειτα της χάριζε την ευκαιρία
να δείξει την ευγνωμοσύνη της
σκυφτή.

Κάποιες φορές,
όταν το επέλεγε,
την έκανε δικιά του
στο κρεββάτι το στρωμένο ρόδα
κι αγκάθια,
προπαντός αγκάθια,
κι αυτή ψιθύριζε προσευχές,
εκστατικές προφητείες,
ικεσίες,
άναρθρες εξομολογήσεις
κι ακατάληπτο φως.

~

Περί αντοχής

Είμαι κι εγώ
μια εύθραυστη μπαλλαρίνα
όμως δεν με πιστεύει
κανείς.

Μου εξαρθρώνουν τα άκρα
και φτιάχνουν σχήματα με το σώμα μου
στο γυαλισμένο ξύλινο πάτωμα,
κι εγώ ουρλιάζω
και κλαίω,
αλλά μου λεν πως είμαι ευλύγιστη,
δεν σπάω,
λυγίζουν τόσο τα πόδια
και τα χέρια μου,
αντέχω
ουρλιάζοντας,
κλαίγοντας –
αν δεν άντεχα θα είχα λέει άλλο πρόσωπο,
άλλα μαλλιά,
άλλο σώμα,
θα είχα λιποθυμήσει απ’ τον πόνο
ή δεν θά ‘χα πατήσει ποτέ σ’ αυτό το ξύλινο πάτωμα.


[Ημέρα 13η.]

Συναθροίσεις στο τέλος του δρόμου

Ξέρω πως σ’ ένα μικρό χωλ
εκεί που τελειώνει η Λένορμαν
εκπέμπει αδιάληπτα ένα παλιό ραδιόφωνο
δίπλα σ’ ένα πορτατίφ
που διεκδικεί κι αυτό
τη θέση του στο αέναο.

Κάθε κάποτε
μαζεύονται εκεί μερικοί τραγικοί ήρωες
κι ακούν τη μουσική
απ’ την αυλή του Βασιλιά Ιανού
άοπλοι και σιωπηλοί.

Οι καμέλιες δεν κουράζονται ποτέ να τραγουδούν·
έχει ξημερώσει χίλιες φορές από χτες.

~

Την ενδεκάτη ημέρα

Σήμερα
είσαι γυναίκα·
λεπτή,
χαμένη μέσα σε λευκό ανδρικό πουκάμισο
και μαύρο φαρδύ παντελόνι,
χλωμή,
ξανθή,
με μαύρους κύκλους κάτω απ’ τα μάτια.

Καπνίζεις έμμονα·
βρέχει.

Δεν καταλαβαίνεις
σε τι θα μπορούσε να χρησιμεύει
μια ομπρέλλα.

Τα κοντά μαλλιά σου είναι πάντα ακατάστατα,
κι η ευγενής προφορά σου πάντα τ’ αντίθετο απ’ αυτό.

Σήμερα
η τέλεια μοναξιά σου
μου εξασφαλίζει
την τέλεια απώλεια.

Ξαπλώνω στο πάτωμα του γραφείου σου
και μαζεύω σκόνες
και στάχτες.

Ξέρω, αγαπάς τις βιολέττες –
όμως δεν θά θελες νά ‘χεις ποτέ κήπο.


[Ημέρα 14η.]

Η νύμφη
[σ’ έναν άλλο κόσμο]

Όταν πια έπεσε δροσερή η νύχτα
τα μαλλιά της είχαν ανθίσει
αλλά το σκοτάδι
που ήταν πάντα επιεικές με το φαίνεσθαι
συνομωτούσε εναντίον της
αυτή τη φορά.

Μόνο η μυρωδιά πρόδιδε
την ύπαρξη των ολοπόρφυρων ανθών
μέσα στο χαλκό των μαλλιών της
και στο τρυφερό πράσινο των μίσχων και των φύλλων.

Κρίμα που σ’ αυτή τη μαγεμένη χώρα
κανείς δεν είχε μύτη·
είχαν μόνο κάτι πελώρια μάτια
που δεν σταματούσαν ποτέ να κοιτούν.

~

Πρόποση

Πέντε ποτήρια
κι ένα κρεμαστό ποδήλατο
που θυμίζει τους κρεμαστούς κήπους της Βαβυλώνας
συνθέτουν ένα παρόν
που επιθυμώ να μείνει παρόν,
δηλαδή να γίνει μέλλον,
τόσο πολύ...


[Ημέρα 15η.]

Οικιακά

Σου είχα πει να καθαρίζεις πιο συχνά.

Τώρα παραπονιέσαι για τη σκόνη που βρήκες
κάτω απ’ το χαλί
και για τ’ άπλυτα μες στη ντουλάπα.

Όχι τίποτε άλλο,
αλλά είσαι κι αλλεργικός στη σκόνη,
και τα ρούχα που στέκονται ένα βουνό εκεί μέσα
σου πάνε πολύ.

~

Υποθέσεις

Νομίζω πως βρήκα ποιο είναι το πρόβλημα·
κανείς απ’ τους δυο μας δεν θέλει να μεγαλώσει.

Εγώ θέλω να ξεφορτώσω πάνω σου
όλο το φορτίο των αποφάσεων,
και προπαντός αυτό της ολόφωτης ευτυχίας
και της αιτίας της –
να σου χαρίσω δηλαδή
το κατά τ’ άλλα πολύτιμο δώρο του εαυτού μου –
κι εσύ δεν είσαι κορόιδο να θέλεις,

ένας εαυτός που φλερτάρει με την καταστροφή
[ένας επικείμενος θάνατος,
μια μεγάλη ερώτηση,
ένα τσουβάλι ανασφάλειες]
σου φτάνει και σου περισσεύει.

Αντ’ αυτού θέλεις να κλωτσάς άδεια κουτάκια κοκακόλας αμέριμνος
και να περιμένεις πράγματα που δεν υπάρχουν –
αυτό έκανες και πριν άλλωστε,
απλώς είχες βιαστεί να ορίσεις το ανύπαρκτο,
κι εκείνο βιάστηκε να σε διαψεύσει υπάρχοντας.

Κι εγώ;
Εγώ άκουσα τόσα «μη» ως παιδί
που η ξεγνοιασιά μου δεν έχει να κάνει διόλου με κουτάκια κοκακόλας –
έχει να κάνει μόνο με την απαγόρευση του να τα κλωτσάω.

~

[Το τρίτο πενθήμερο του Do.Pο.Wri.Mo. Έμειναν άλλα τρία, θα ανεβάζω ένα κάθε Κυριακή.]