Μιαν άλλη Ιουλιέττα

Λευκά και μαύρα πανιά, μια Ιουλιέττα καπετάνιος, το ταξίδι του Ταξιδιώτη της Αυγής, ο δρόμος για την άκρη του κόσμου...

My Photo
Όνομα: Αταλάντη Αντωνίου
Τοποθεσία: Derby, Derbyshire, UK

Και τι είν' το εγώ; Γυάλινο άγαλμα! Λίγα κοχύλια που μάζεψα είμ' εγώ, οι άνθρωποι που αγάπησα, ο καιρός που πέρασε, το κρεβάτι που πλάγιασα... Είμαι το ταξίδι μιας ζωής - κι αλλάζει η ρότα μου απ' τον άνεμο. Είμαι όλοι εσείς που παρελαύνετε στα όνειρά μου...

Κυριακή, Απριλίου 29, 2007

Δεκατέσσερα ποιήματα, από τ' αβάσταχτο μέχρι σήμερα.

Ένα ταξίδι ακόμα

Η πικρή αλήθεια είναι πως
δεν χρειάζομαι ολόκληρο το πρωί για να πακετάρω.

Μια βαλίτσα είν’ όλη κι όλη,
πάντα μια βαλίτσα ήταν,
ακόμα κι όταν έπρεπε να πακετάρω δύο,
εκείνες τις δυο βαλίτσες με τα ρούχα τα χρωματιστά ασορτί
χωράει σε μια βαλίτσα το σπίτι μου,
πάντα χωρούσε,

χωράει σε μια βαλίτσα που όσο πάει συρρικνώνεται:
όσα περισσότερα μπορώ να χωρέσω εγώ,
τόσα λιγότερα εκείνη.

Θέλω ν’ αφήσω μερικά πράγματα εδώ
για να με περιμένουν όταν θα γυρίσω.
Θέλω ν’ αφήσω τις ελπίδες εδώ,
να μη μπλέκονται στα πόδια μου
όταν συναντηθούμε –
μα πιο πολύ θέλω να τις αφήσω εδώ
για να τις βρω με την επιστροφή...

για νά ‘ναι ακόμα.

~

[30-3-2007, UK.]

-----

Σαν

Είσαι αυτή
που πλαγιάζει
και κυλιέται
και λαχανιάζει
με τις εικόνες

[μόνο]

και
είσαι αυτή
που στάζει
παρομοιώσεις –

κι αφού
βλέπεις μέσα στις σταγόνες
το φτάρνισμα του πρώτου ήλιου

κι αφού
ο ήλιος είναι σαν
μπουκιά φαγητό που δεν έκαψε τη γλώσσα
αλλά καίει καθώς κατεβαίνει
τον οισοφάγο

κι αφού
έχει σκοτάδι σ' όλους τους δρόμους
και τα καλώδια είναι σαν δρόμοι
και φεύγουν πολλά καλώδια
απ' τους ξύλινους στύλους
του ηλεκτρικού

κι αφού
φεύγουν σαν ραδιοκύματα
προς όλες τις κατευθύνσεις
τυλιγμένα στο ακαθορίστου χρώματος
σκουρωπό ορατό

κι αφού
το ορατό είναι σαν
το πρώτο ραντεβού
και την πρώτη φορά
με το υπαρκτό

τότε
σίγουρα θα βρεις
κάτι
σαν
σαν
σαν
τον κόσμο που
έπεσε

«μαμάαα; έπεσε!»

έπεσε;
γλίστρησε –
σαν
τον κόσμο που
ερρίφθη.

~

[30-3-2007, UK.]

-----

Lux perpetua

Όταν πάψεις να νοιώθεις
πως όταν κλείνεις τα μάτια
παύει να υπάρχει το φως,
τότε θα το αντιληφθείς ως είναι:
αιώνιο, εκεί.

~

[2-4-2007, UK.]

-----

Η τώρα πραγματικότητα

Θέλω να πέσουν αυτά τα τείχη,
να γκρεμιστούν,
να κατακάθεται η σκόνη τους
και νά ‘ναι ο ήλιος με το μέρος μας.

Θέλω να μου επιτραπεί να θέλω
χωρίς αντάλλαγμα,
κυρίως χωρίς αντάλλαγμα τα λογικά μου...

Όμως δεν είν’ ακόμα καιρός –
χρειάζομαι άλλα απ’ αυτά που θέλω,
ο ήλιος υπάρχει και τη νύχτα ακόμα,
απ’ την άλλη μεριά,
και τα τείχη κρατούν έξω
το επίπονο εγώ μου
και κρατούν μέσα εμένα
μη γλιστρήσω υγρή μέσα στο χώμα,
σκέτα δάκρυα απ’ αυτά που έπινες απ’ τα μάτια μου,
μην ξεχυθώ αχόρταγη,
σκέτη φωτιά, καταπίνοντας το δρόμο μου
και σβήνοντας στο τέλος –

τελειώνουν κάποτε όσα καίγονται, βλέπεις,
και παν μαζί μ’ αυτά που καίνε.

~

[2-4-2007 (most probably), UK.]

-----

Επιστρέφουσα

Αντ’ αυτού
συναντώ μηχανές πολέμου.

Ονειρεμένες σερπαντίνες γίνονται καταπέλτες
και χορεύουν αλύπητα –
ξέρουν,
ξέρουν.

Και το μωβ έπεσε.
Και το πράσινο κατέβηκε στο χαλί
και δένει με τις αλλαγμένες κουρτίνες.

Το πρώτο πληθυντικό,
κατάφρακτο,
με γλείφει σαν κύμμα
που κολλάει την επιστρέφουσα γλώσσα του
στον ζωντανό βράχο
που κάθε αιώνια μέρα
δεν αντέχει πια,
δεν αντέχει πια...

στον ζωντανό, αιώνιο βράχο
τη δεύτερη,
τρίτη,
τριακοστή όγδοη
ζωντανή, αιώνια ημέρα:

σήμερα,
σήμερα,
σήμερα,
σήμερα.

Πάντα.

~

Τρεις γωνίες

Δυνητικά:

Τ’ αστέρια έχουν πέντε χέρια,
πέντε πιασμένα χέρια
με μπλεγμένους τρόπους,
μπλεγμένους μοναδικά
σαν τους χειροποίητους κόμπους
του χαλιού στον τοίχο.

Όμως, στα μαύρα:

Τ’ αστέρια είναι μόνο μνήμες
ενός πεισματάρικου σύμπαντος
με αφόρητη μνήμη –
αυτά τ’ αστέρια.

Μα ίσως:

Μα ίσως...

~

Πιστέψτε με

Μα σε πιστεύουμε
με χαμόγελα
και σκληρά γέλια
και παραστάσεις της άμυνας

και σε πιστεύουμε
με χαραγμένα νύχια,
με παραστάτη τον ήλιο
και κάτι δύσκολους ψιθύρους
να ψάχνουν το ρόλο τους.

~

Στη σπηλιά

Φορούσα
την ίδια μαύρη ρόμπα
κι είχα δεμένο το ίδιο σχοινί
στη μέση –
ήμουν ο ίδιος
μοναχός μοναχός.

Το ίδιο φως –
πάντα το ίδιο φως –
γλιστρούσε στα νερά
τρυπώνοντας απ’ τις χαραμάδες
στα ψηλά των βράχων
και μου έλεγε τα νέα
χαϊδεύοντάς με οικεία.

~

Συνάντηση

Και μ’ ένα νεύμα
ειπώθηκαν όλα –
δυνατά κι αδύνατα,
και μας τριγύριζαν
σαν κολλώδης αέρας
και τ’ αναπνέαμε
για να τα πάρουμε μέσα μας,
μιας κι έξω μας δεν τα μπορούμε

ακόμα.

ή
«ακόμα;»
ή και
απλώς
«δεν».

~

Διάρκεια

Αντέχει πιο πολύ
στον αμείλικτο χρόνο
αυτό που ο αμείλικτος χρόνος
στεφάνωσε με αγκάθια
για να μην τον ντροπιάσει...

~

Κάτι σαν δίλημμα

Δεν το χρειάζομαι το χαμηλωμένο φως εγώ,
σου λέω,
κι ας μ’ αγαπούν οι χρυσές εκπομπές των κεριών –
δεν καραμελώνω τη φωνή μου.

Ή θα φύγεις από εδώ
εγκαταλείποντας την α-λήθεια
[η οποία θα πέσει ευθύς
στην άδεια από σένα
μα όχι κι απ’ τους κρυστάλλους της
αγκαλιά μου],
γονατίζοντας μπροστά απ’ το είδωλο
του πιο σκληρού απ’ τους θεούς
που επινόησε η ανθρωπότητα
[κάτι ήξεραν που τού ‘δωσαν φτερά
και προπαντός μορφή παιδιού...],

ή θα μείνεις
να κοιτάς,
να κοιτάς
μέχρι να μάθεις
να εκπνέεις
ομορφιά
και να φτιάχνεις
δύσκολα χρώματα.

Όσο για μένα,
ξέρεις,
δεν θέλω να μαρτυρήσω.

~

[10-4-2007
με 16-4-2007, Αθήνα.]

-----

Deja vu

Ένα κόκκινο ημιδιάφανο μαντήλι καλύπτει το φως του τοίχου –
είναι σαν το δικό μου,
σαν το δικό μου
τότε,

πριν
πάρει φωτιά.


Το κατάπιναν οι φλόγες
αλλά δεν έπαψε να δένεται κόμπος στο λαιμό μου,
το καταπίνουν,
δεν παύει,
δεν τελειώνει –

το ίδιο κόκκινο φως να ζωγραφίζει πλεχτές μάσκες από σκιά
σε γνώριμα, ή όχι και τόσο, πρόσωπα,
το ίδιο κόκκινο να μυρίζει τώρα λογιών-λογιών καπνούς
που γίνονται παράλογα γιασεμιά,
παράταιροι κόκκοι άμμου,
ασύγχρονες καταφάσεις,
μαλλιά σε κορμιά,
αυθάδικες μπούκλες,
ξανά
και ξανά
και ξανά

και ξανά.

~

[21-4-2007, Αθήνα.]

-----

Κι εσύ

Είσαι κι εσύ
μικρή
μεγάλη
μικρή-μεγάλη
θάλασσα και νερό στο ποτήρι
με σχήμα,
ναι,
με σχήμα απ' το ποτήρι

μα θάλασσα.


Και το ποτήρι,
ξέρεις,
είναι και χωρίς εσένα,
ναι,
είναι πάλι, είναι πάντα,
ποτήρι χωρίς εσένα

μα άδειο.

~

[Για το κουμέλι.]

-----

Δεν μπορώ

Καμμιά φορά
ξεπετάγονται μουσικές από 'κει που δεν τις περιμένω
και βρίσκουν κοιμισμένες τις βαθειές, αργές μου ανάσες,
το ευλαβικό μέτρημα ανάποδα απ' τα εκατό,
ενενηνταενιά, ενενηνταοκτώ, ενενηνταεπτά, ενενηνταέξι...
και τους τοίχους μου.

Με χαϊδεύουν απαλά,
απαλά
κι αχ απαλά με πιάνουν στον ύπνο

και δεν μπορώ τότε,
δεν μπορώ να μη σ' αγγίξω τότε,
κι ας μη σ' αγγίζω,
δεν μπορώ να μη σου φτιάξω τσάι με μέλι και φως,
δεν μπορώ να μην ανοίξω την πόρτα με το ένα πόδι κρατώντας το δίσκο,
δεν μπορώ να μη βάλω τα μαλλιά σου, πάντα τα μαλλιά σου, πάντα, πάντα, πίσω απ' τ' αυτιά,
δεν μπορώ, δεν μπορώ να μην φέρω τις γραμμές και τις λακκούβες του προσώπου σου
στ' ακροδάκτυλα της μνήμης μου,
δεν μπορώ, δεν μπορώ, δεν μπορώ να μην μπορώ.

~

[25-4-2007, London.]

----

Άργησα και πάλι, αλλά νά 'μαι.

5 Comments:

Blogger Balidor said...

Άργησες αλλά με πολύ υλικό!

11:37 μ.μ.  
Blogger Atalante said...

Δεν είχα ιδέα ότι με διαβάζεις!

Ναι, τελευταία αργώ και ανεβάζω μετά πολλά. Δώδεκα πριν, δεκατέσσερα τώρα, κτλ.

Ελπίζω να σ' αρέσουν.

11:34 π.μ.  
Blogger Balidor said...

Ναι περνάω συχνά πυκνά, χεχεχε,
μαθαίνω διαβάζοντας :)

10:41 μ.μ.  
Blogger Φωτούλα Τζιώντζου said...

Εγώ αφήνω μια πρόσκληση για ταξίδι που νομίζω ότι θα θέλεις να κάνεις. Θα περάσεις απο το "σπίτι" να την πάρεις;
Καλό σου βράδυ μικρή μου, σήμερα

6:04 μ.μ.  
Blogger Atalante said...

Αργοπορημένη, αλλά θα δεχτώ την πρόσκληση.

4:58 μ.μ.  

Δημοσίευση σχολίου

<< Home