Μιαν άλλη Ιουλιέττα

Λευκά και μαύρα πανιά, μια Ιουλιέττα καπετάνιος, το ταξίδι του Ταξιδιώτη της Αυγής, ο δρόμος για την άκρη του κόσμου...

My Photo
Όνομα: Αταλάντη Αντωνίου
Τοποθεσία: Derby, Derbyshire, UK

Και τι είν' το εγώ; Γυάλινο άγαλμα! Λίγα κοχύλια που μάζεψα είμ' εγώ, οι άνθρωποι που αγάπησα, ο καιρός που πέρασε, το κρεβάτι που πλάγιασα... Είμαι το ταξίδι μιας ζωής - κι αλλάζει η ρότα μου απ' τον άνεμο. Είμαι όλοι εσείς που παρελαύνετε στα όνειρά μου...

Τετάρτη, Μαρτίου 28, 2007

Δώδεκα ποιήματα, από τις 5 μέχρι τις 11-3-2007.

«πάω να ξαπλώσω, καπιτάν

Όταν κάποιος ανακαλύπτει
ένα από τα ονόματά μου,
ακόμα κι ονόματα που αποκαλύπτονται και σε μένα
για πρώτη φορά,
ένα αστέρι
λάμπει
εκεί –

~

ΔΓ/ΔΑ
[Κάπως έτσι αρχίζουν οι άνθρωποι να μην εύχονται
όταν σβήνουν κεράκια;]

Την ευτυχία που τη χτίζεις σκαλί-σκαλί
κάθε μέρα
σκαλί-
σκαλί,
την είχα.

Ήθελα την άλλη,
τη σα-σφαίρα-φωτός,
τη σαν-κομήτη-που-σου-μπαίνει-στο-στόμα,
τη σα-βροχή-από-πυροτέχνημα-στα-χρώματα-της-φωτιάς-που-δεν-καίει-μα-
δροσίζει-
ζεσταίνειδροσίζειζεσταίνει...

Μη με ρωτάτε
πώς είμαι –
είμαι.

Δε βλέπω καθαρά ακόμα,
βλέπω εκείνο το μαύρο με τις λάμψεις
που έρχεται μετά
από το τετ-α-τετ με τ’ ολοκαύτωμα.
Προσπαθώ να βήξω να ξεκολλήσει απ’ το λαιμό μου ο κομήτης –
καμμιά φορά βήχω αίμα,
καμμιά φορά γρήγορο φως –
αλλά δεν έχω βήξει ακόμη καί τις εννιά ουρές του.
Προσπαθώ να συνηθίσω την εικόνα μου στον καθρέφτη
διάστικτη από τα εγκαύματα της βροχής –
τόπους-τόπους κάνουν όμορφα σχήματα.

Ήρθε η άλλη,
ήρθε – κι έφυγε.

Μη με ρωτάτε
τι θέλω

να κρυφτώ τώρα,
δεν ξέρω τώρα,
να μην,
να,
να –

δεν ξέρω τώρα.

~

Να ξανανοιώσω εγώ

Τόσο πολύ φοβάμαι το λίγο μέσα μου
που άκου τι σκέφτηκα:

θα είναι τύχη αν γίνω ο συμβιβασμός κάποιου άλλου
που θα λάμπει –
λάμπει όμως άραγε κανείς απ’ τους συμβιβασμένους;

~

Μονόλογος σε β’ πρόσωπο

Μου έκλεψες
τη μια και μοναδική ευκαιρία
που έχει ο καθ΄ένας μας
να παραδοθεί τέλεια,
άνευ όρων,
γελώντας χρώματα.

Τώρα ο τύπος με το καπέλο
και το βρεμμένο τσιγάρο στα δάκτυλα
που περνάει τη διάβαση
προς τα ‘δώ
μπορεί να κρατάει μαχαίρι –
όχι, όχι απ’ τα ηδονικά,
πού φωτιά τώρα για ηδονές,
απ’ τ’ άλλα.

Τώρα στην επόμενη γωνία
μπορεί να τελειώνει ο δρόμος
σε σκουριασμένο φράχτη,
τώρα δεν ξαπλώνω πια στον αέρα με κλειστά μάτια
στο «παιχνίδι εμπιστοσύνης»
ούτε αφήνω κανέναν να μ’ οδηγήσει,
τώρα ή τα χώματα ή το τίποτα –
και ξέρεις πόσο το φοβάμαι το τίποτα.

~

Η αλφαβητική ταξινόμηση

Όταν κάνω κλικ στο σπιτάκι
στην οθόνη
βγαίνει η αρχική σελίδα που έχω φτιάξει
με το Google ντυμένο Mozart,
τη Wikipedia,
το imdb,
ρολόι,
ημερολόγιο,
τον καιρό,
το gmail μου,
το art-of-the-day,
το word-of-the day,
το babelfish για καμμιά προχειρότητα –
βρίσκεις μέχρι και σπίτι να νοικιάσεις στη Χάγη με το babelfish,
χωρίς να ξέρεις λέξη ολλανδικά,
αλλά δεν θα επιτρέψω σ’ αυτό το ποίημα
να πάρει τον κατήφορο
και να γίνει θύμησες
πριν το τέλος που του επιφυλάσσω –
και ένα to do list.

Να μην ξεχάσω να σημειώσω,
λοιπόν,
να πάψω να ταξινομώ την ποίηση
αλφαβητικά στο φάκελο,
ή καλύτερα να πάψω να βάζω
την ημερομηνία
πρώτη-πρώτη στ’ όνομα κάθε αρχείου,
ή μάλλον να τα βάλω σε φακέλους
ανά χρονιά,
γιατί όπως πήγαινα τώρα ν’ ανοίξω
ένα απ’ τα σημερινά
είδα πως σαν χτες
πριν ένα χρόνο
στο λεοφορείο από το Dorset στο Derby –
εκείνη τη μέρα που σα να μας είχε φιλήσει ο ουρανός
με το φως στον καθεδρικό του Westminster
και τ’ αόρατα αγοράκια με το αιθέριο τραγούδι τους –
έγραφα για την πνοή σου
χαμένη στ’ όνειρο
με τις ηλιαχτίδες.

~

ρα λα λα

Λέω να ερωτευτώ τον εαυτό μου
και να μ’ ερωτευτεί κι αυτός,
να μου χαρίσει την έκσταση του δεν-είμαι-χωρίς-εσένα
κυριολεκτικά –
έτσι γι αλλαγή.

[Κουλουριασμένη στην έξω μεριά
απ’ το διπλό κρεββάτι
με κουνώ ρυθμικά,
και μου τραγουδώ
παντοτινές υποσχέσεις:
«Και θά ‘μαι δυνατή
μα κι απαλή,
πάντ’ άπιαστη
μα πάντα εκεί,
ρα λα λα....»]


‘Ετσι κι αλλοιώς εγώ μόνο βλέπω το Donnadio
στις καμπύλες των μαλλιών και στο λευκό μήκος των δακτύλων,
εγώ μόνο βλέπω το φως στις πίσω-πίσω άκριες του ορατού,
εκεί στους κροτάφους μου και στ’ αραιά μόρια του αέρα,
τα μυρωμένα απ’ την ανάσα του αυριανού λιποτάκτη...

κι όταν το καταπίνω,
έτσι που είναι παντού,
καίω τη γλώσσα μου,
κι όταν σβήνει
εγώ,
εγώ είμαι που το σβήνω –

όταν δεν έχει αυθάδες θαύμα να φωτίσει πια,
όταν έχει για τα καλά διαβεί η ώρα της τρεχάλας,
όταν έχουν σιμώσει οι στάχτες
και περιμένουν τ’ αναπόφευκτο φύσημα να τις σκορπίσει.

[«ρα λα λα...»]

~

Ή ίσως και όχι

Κι όταν
νικά η ασχήμια
σκέπτομαι πως καλύτερα έτσι –
πρόλαβε κι έγινε αυτονόητη για σένα η ποίησή μου
και δεδομένες οι λάμψεις των κεριών στα μάτια μου.

Καλύτερα έτσι –
φαντάσου να ερχόταν η μέρα
που θα βαριόμουν νά ‘ρχομαι στις συναυλίες σου,
«ναι, τραγουδάει σήμερα ο δικός μου, αλλά πού να τρέχω...»,
που στα μάτια σου θά ‘βλεπα
απλώς μάτια.

~

Variations on a theme by reality

I

Whispers:

“She?
A... α cynic?”

Yes, dear.
It’s far better to lay dormant
than dead.

II

I was granted the absolute mazochistic experience.
It sucks –

and that’s coming from a mazochist.

III

I know what will go last:

This damn feeling I have every time I finish a poem.
Somehow something inside me still waits for your critique.

~

Αποτυχημένη προσπάθεια

Πήγα να σου δείξω την αιωνιότητα
στις κλωστίτσες τις λεπτεπίλεπτες
και στα φιλιά,
διαβάζοντας
τη σπηλιά σου με το νερό
και τις σκαλιστές βιβλιοθήκες στα βράχια,
μπαίνοντας αργά-αργά με τη βαρκούλα,
βυθίζοντας βαθειά τα κουπιά...

Τελικά μου έδειξες εσύ.
Mου έδειξες το μηδέν που το φως που εκπέμπεις
κρύβει με μαεστρία,
μου έδειξες πώς πέφτουν τα παλάτια,
πώς επιζεί κανείς αναπνέοντας χώμα,
πώς θριαμβεύει το τώρα ξεκοιλιάζοντας το πάντα.

~

Resolution

Odd numbers don’t work.
No, wait;
even numbers don’t work either.

Farewell,
and thank you for the endorphins.

I will keep the long dashes,
my newfound tolerance towards major keys
and my hair in curls –

yeah, definitely the long dashes.

-----

[Οι μονοί αριθμοί δε δουλεύουν.
Όχι, περίμενε·
ούτε οι ζυγοί δουλεύουν.

Αντίο,
και σ’ ευχαριστώ για τις ενδορφίνες.

Θα κρατήσω τις μεγάλες παύλες,
την νεοευρεθείσα ανοχή μου απέναντι στις μείζονες τονικότητες
και τις μπούκλες στα μαλλιά μου –

ναι, σίγουρα τις μεγάλες παύλες.]

~


Άμλετ ή Οφηλία, λοιπόν;

Πάνε δυο χρόνια,
κι ήρθε η ώρα να σου απαντήσω:

Άμλετ.

Γιατί άλλοι αραδιάζουν φούμαρα γι’ αυτοχειρίες,
κι άλλοι τα ψιλοκουβεντιάζουν με το θάνατο.
Γιατί σε βολεύει να λατρεύεις Οφηλίες
όταν δεν σου ζητούν τίποτα πια,
όταν απλώς δεν είναι πια,
όταν μένουν μονάχα ιδέες επιπλέουσες,
ηδονικώς επίπονα λουλούδια –
αντανακλάσεις σου με λίγο αλλαγμένα τα χρώματα
στα νερά της άγνοιας.

Ναι,
όσο αναπνέουν
δεν είναι τέλειες –
ακόμα κι αν ξυπνούν ωραίες
κάθε πρωί
έχουν τσίμπλες στα μάτια.

Μόνο πριν αναπνεύσουν,
πριν,
στο μύθο και στο πυροτέχνημα,
εκεί, στον κόσμο των ιδεών –
κι όταν πια πάψουν.

Είν’ εύκολο ν’ ανάβεις κερί
στη μνήμη ενός εξαίσιου φαντάσματος
μπροστά από ένα όμορφο πορτραίτο.

Τό ‘ξερα απ’ την αρχή
πως αυτή θά ‘ταν η απάντηση,
αλλά ήσουν βλέπεις αβάσταχτα όμορφος
κι είμαι γνωστή τζογαδόρος...

~

Τ’ αβάσταχτο

Ήρεμα τώρα.
Μην τον χτυπάς τον τοίχο,
μη βρε τον τοίχο,
μη – κι έχει ακούσει μύρια τόσα ψιθυριστά.
Μην το πονάς το χέρι σου,
μη το χεράκι,
μη – κι έχει αγγίξει τα μαλλιά των αγγέλων.

Σώπα...
Σιγά-σιγά με το λυγμό σου,
όμορφα,
όμορφη νά ‘σαι πάντα,
μας βλέπει ο ουρανός.

Σώπα,
σώπα τώρα.
Να λες ευχαριστώ που σ’ έχουν λούσει
απαλά,
σχολαστικά.
Να λες ευχαριστώ που σ’ έχουν πλύνει –
άλλοι δε γνώρισαν το φως μέσα στο στήθος.

Σώπα,
σώπα τώρα...
Σσσς.
Σώπα, σώπα, σώπα τώρα.
Σώπα ψυχή μου,
σώπα τώρα.

Ξέρω που τα δάκτυλα αγγίζαν παιδικά
και σίγουρα συνάμα,
ξέρω.
Ξέρω που μέτραγες την ευτυχία σου με τις σαπουνάδες,
την ξέρω τη φωνή π’ ακούς αντί για τη δική σου
σα διαβάζεις.
Ήμουν εκεί και ξέρω,
σώπα,
σώπα τώρα.

Σώπα ψυχή μου και δεν μπορώ να σ’ αγκαλιάσω,
αλλοιώς θα τό ‘κανα κι ας ξέρω που θα μ’ έδιωχνες.
Σώπα, εγώ, να, εγώ θα σ΄έλουζα
μα έχουμε ίδια τα χεράκια
και μόνο μπούκλες καθαρές μπορώ να σου χαρίσω,
δεν μπορώ παράδεισο.

Σώπα, σώπα,
σώπα να κλαις,
σώπα, μας βλέπει ο ουρανός,
όμορφα να πονάς,
γλυκά να πονάς,
όμορφα,
γλυκά να πονάς.

~

[5/3/2007 - 11/3/2007, UK]

Συγγνώμη για την καθυστέρηση της ανανέωσης του blog. Θα προσπαθήσω να είμαι πιο συνεπής από 'δω και πέρα
ξεχάστηκα.

2 Comments:

Blogger Φωτούλα Τζιώντζου said...

"ναι, σίγουρα τις μεγάλες παύλες"
Όμορφη νύχτα Αταλάντη...

9:03 μ.μ.  
Blogger Unknown said...

Όμορφα τα ποιήματα σου... Έχεις πρόσκληση για παιχνίδι... Στο blog μου, στο post 21/5/2007:)

2:40 μ.μ.  

Δημοσίευση σχολίου

<< Home