Μιαν άλλη Ιουλιέττα

Λευκά και μαύρα πανιά, μια Ιουλιέττα καπετάνιος, το ταξίδι του Ταξιδιώτη της Αυγής, ο δρόμος για την άκρη του κόσμου...

My Photo
Όνομα: Αταλάντη Αντωνίου
Τοποθεσία: Derby, Derbyshire, UK

Και τι είν' το εγώ; Γυάλινο άγαλμα! Λίγα κοχύλια που μάζεψα είμ' εγώ, οι άνθρωποι που αγάπησα, ο καιρός που πέρασε, το κρεβάτι που πλάγιασα... Είμαι το ταξίδι μιας ζωής - κι αλλάζει η ρότα μου απ' τον άνεμο. Είμαι όλοι εσείς που παρελαύνετε στα όνειρά μου...

Τρίτη, Αυγούστου 07, 2007

Do.Po.Wri.Mo. 21 Ιουνίου - 21 Ιουλίου 2007 : Ποιήματα 26-30 Ιουνίου

[Ημέρα 6η.]

«Θέλω να...»

Κι εγώ θέλω, κι εγώ,
κι εγώ,
κι εγώ...
τ’ άστρα,
και τον δικό μας ήλιο
που τόσο μακρυά μας φάνταζε
παρά τη θέρμη και το φως του
που τον ονομάσαμε Μόνο,

κι όλα τα φτερωτά,
κι όλα τα τραγουδιστά,
κι όλα τ’ απλά,
τ’ απλούστατα,
τ’ απλωμένα ρούχα με το μαλακτικό
στο μπαλκόνι
και τις επιπλήξεις στα φανάρια
γιατί δεν πρόσεξα τη μικρή σου αρκετά.

~

Μεταιχμιακό

Κρύσταλλα σπάνε·
κρυώνω,
κράτα με.

Κυνήγησέ με·
κράτα με,
κράτα με.

Έρχομαι τρεκλίζοντας,
τρέχοντας,
τρομαγμένη και τρομερή,
με τρώγλες και τραγωδίες στα μάτια.

Τραγούδησέ μου·
τράβα με,
τράβα με,
σχίσε τα ρούχα μου και πέτα τα,
σχίσε το δέρμα μου και κατάπιε το,
βρες ό,τι έχει φτερά μέσα μου
και δώσ’ του
αθανασία,
κι αν όχι δώσ’ του
ευ–

θα γίνω μια οπτασία,
ένα σκουριασμένο ποδήλατο,
το τελευταίο σπίρτο από ένα παραμύθι με σπίρτα,
μια ερωτευμένη πόρνη με μαύρους κύκλους κάτω απ’ τον έρωτα.


[Ημέρα 7η.]

Tango

Ορυμαγδός ηπείρων που στοιβάζονται
η μια πάνω στην άλλη, η μια
πάνω στην άλλη
πάνω στην άλλη,
και χαριτωμένες
φατρίες συγκινήσεων
με χαμηλωμένα φώτα στα ζυγωματικά
και χαϊδεμένες πατούσες.

Τα φιόρδ διηγούνται την ιστορία μας
με χτενισμένα μαλλιά
που μακραίνουν γρήγορα,
πολύ γρήγορα,
και ξεχύνονται στη φωλιά του Κάστορα
ή σ’ ένα σπίτι με filmnet
και λευκά πλακάκια.

Τα μαλλιά μακραίνουν επιθετικά –
τα φοβάσαι –

κι εγώ που αλλάζω πρόσωπα
θέλω να χορέψουμε
χωρίς φως ανάμεσά μας.

~

Επιστολή

Απέραντη νεφέλη,
ακατάπαυστη,
αέναη νεφέλη,
θα σου διαλέξω τα ωραιότερα μήλα
από τον πάγκο με τις εποχές,
θα σου ζωγραφίσω ρίγες
σ’ όλες τις μπλούζες
και θα σφυρίζω σα νά ‘ξερα πώς σφυράνε
τ’ αστέρια.

Γι αυτό
θέλω να μου δωρίσεις
έναν ερωδιό –
τον θέλω επειδή έχει ωραία γράμματα
στο λαιμό του
και στο χρώμα του –

έναν ερωδιό μόνο για μένα.


[Ημέρα 8η.]

[Εσύ μη δίνεις σημασία.]

Ω, μ’ αγαπάει
με πέτρες και ξύλα
και με τον αέρα
που τα φέρνει στο σώμα
με βία.

Ή μάλλον
είναι αέρας, αέρας –
αέρας,
ρόδινη αύρα, λίβας,
βοριάς, περίτεχνες εκπνοές,
βοριάς και γαλάζια ποδήλατα
στον αέρα,
κρεββάτια με τούλια, καρέκλες με βελούδινα μαξιλάρια
στον αέρα,
παριζιάνικος αέρας
κλεισμένος σ’ ακριβά μπουκάλια,

ελπίδες που λιάζονται στο φως σα γάτες.

~

Απόψε

Σπρώχνω,
πετάω φωτοβολίδες στο τζάμι,
θυμάμαι ένα γέρο ζωγράφο
κι έναν καιρό που ζεσταίναμε κρουασάν με σοκολάτα
πάνω στο καλοριφέρ.

Ο Μοντεβέρντι κι ο Σαίξπηρ
με κοιτάζουν απ’τη χαραμάδα στην πόρτα που όλο κλείνω κι όλο ανοίγει
κι η άτιμη η πόλη δε βουΐζει αρκετά
για να διώξει τ’ άσπρα άλογα,
τη Βιολέττα και τους ποιητές
απ’ τα όνειρά μου.


[Ημέρα 9η.]

Πανσέληνος

I

Η Γκλόρια γλείφει απαλά το περίστροφό της πίσω απ’ τ’ αυτί
και βάζει το κρεββάτι της για ύπνο.

Είναι νωρίς ακόμα...

Βγαίνει στο μπαλκόνι.
Το φεγγάρι έχει γεμίσει·
το πιάνει με τα μακρυά της δάκτυλα
και το κατεβάζει πλάι της
για ένα τσιγάρο.

Η Γκλόρια σηκώνει το κόκκινο φόρεμά της
και κολλάει το σώμα της στα κρύα πλακάκια.

Σε λίγο η ανάσα της βαραίνει
και το φεγγάρι την κοιτάζει σιωπηλό
καθώς εκείνη κοιτάζει δυο πράσινα μάτια
μέσα στα κλειστά δικά της.

Τα πράσινα μάτια σκίζουν το φόρεμά της.

Η Γκλόρια συσπάται
και το φεγγάρι φυσάει τον καπνό στα μαλλιά της.

Τα πράσινα μάτια είναι στηλωμένα σε μια μεγάλη οθόνη.

Ο Ματτέο λερώνει την πλάτη του μπροστινού καθίσματος σ’ ένα drive in.


ΙΙ

Η Ρωξάνη ξυρίζει τα πόδια της βιαστικά στο μπάνιο χωρίς καθρέφτες.
Το ξυράφι γλυστράει κι ανοίγει ένα μικρό αυλάκι αίμα.

Η Ρωξάνη κλείνει τα μάτια κι αφήνει το νερό να παρασύρει το κόκκινο.
Το νερό κυλάει στο στόμα της κι ύστερα έξω ξανά.

Δεν νοιώθει όμορφη.
Νοιώθει ανακουφισμένη που κάτω απ’ αυτό το νερό δεν χρειάζεται να είναι όμορφη
για κανέναν.

Κανείς δεν είναι εκεί.
Κανείς δεν βαδίζει πια στο δρόμο των κοραλιών.

Ο Κριστιάν χαμογελάει και τα δόντια του λάμπουν στο φως του φεγγαριού.

Στο σαλόνι με τη λάμψη των κεριών ανακάλυψε στα μάτια μιας άλλης πως η Ρωξάνη
δεν ήταν ποτέ όμορφη.


[Ημέρα 10η.]

Προσφορά και ζήτηση

Την πρώτη φορά δε γδύθηκες –
μόνο όσο χρειαζόταν.

Ήσουν από τότε πόρνη·
θυμάμαι πουλούσες τα χείλη σου γονατιστή
για να σε χαϊδεύουν στα μαλλιά
κι άνοιγες τα πόδια σου
για να σε φιλούν στο στόμα.

~

Romanza

Τα τρένα μου φωνάζουν να φύγω,
καταλαβαίνεις;
Σφυρίζουν ακατάπαυστα.

Εγώ που σιχαινόμουν τις γριές που φτύνουν καταγής
φτύνω ψηλά στο καθαρό πρόσωπο της απαστράπτουσας αιωνιότητας
κι ο ουρανός μου επιστρέφει μπόρα.

Φτύνω·
θα με φιλήσεις τώρα;

~

[Το δεύτερο
και πιο σουρρεαλιστικό, και πιο σκληρό (όχι κατ' ανάγκην ταυτόχρονα, ή μάλλον συνήθως όχι ταυτόχρονα) – πενθήμερο του Do.Po.Wri.Mo. Έπονται άλλα τέσσερα.]

2 Comments:

Blogger Σαββας said...

Καλημέρα. Συνήθως δεν σχολιάζω ποιήματα άλλων για πολλούς λόγους.Ψάχνοντας ομως καιρό να βρω ενα ποιήμα να μου τραβήξει την προσοχη (ματαια όμως), διάβασα ενα δικό σας, το Προσφορά και ζήτηση. Είναι οτι καλύτερο και περιεκτικότερο εχω διαβάσει εδω και πάρα πολύ καιρό.Συγχαρητήρια.Αυτή είναι αληθινή ποιήση. Καλή συνέχεια.

8:57 π.μ.  
Blogger Atalante said...

Χαίρομαι που ένα απ' τα πολλά μηνύματα σε μπουκάλια έφτασε σε κάποιον προορισμό.

Σ΄ευχαριστώ.

4:07 μ.μ.  

Δημοσίευση σχολίου

<< Home