Μιαν άλλη Ιουλιέττα

Λευκά και μαύρα πανιά, μια Ιουλιέττα καπετάνιος, το ταξίδι του Ταξιδιώτη της Αυγής, ο δρόμος για την άκρη του κόσμου...

My Photo
Όνομα: Αταλάντη Αντωνίου
Τοποθεσία: Derby, Derbyshire, UK

Και τι είν' το εγώ; Γυάλινο άγαλμα! Λίγα κοχύλια που μάζεψα είμ' εγώ, οι άνθρωποι που αγάπησα, ο καιρός που πέρασε, το κρεβάτι που πλάγιασα... Είμαι το ταξίδι μιας ζωής - κι αλλάζει η ρότα μου απ' τον άνεμο. Είμαι όλοι εσείς που παρελαύνετε στα όνειρά μου...

Σάββατο, Νοεμβρίου 15, 2008

Το υπόλοιπο του 2007

Of specialization

I like to think that it is not sloth;
it is that if I go close enough to a particular rose garden,
or ship,
or city,
or sea,
I will no longer be able to hover above it all.

~

Διάνοιξη

Είναι νύχτα
και μοιάζει κάπως μ’ άλλες ατυχείς νύχτες.
Κάθομαι εδώ
με πιο πολύ ηλεκτρικό φως απ’ όσο θα ήθελα πάνω απ’ το κεφάλι μου
και συλλογίζομαι τις πιθανές μου αντιδράσεις
σε μια νύχτα σαν αυτή.

Δεν φαίνεται να μπορώ ν’ αποφασίσω
αν θα πρέπει να ενδώσω στις αδιαμφισβήτητα γνώριμες κι απατηλές κόκκινες καμπάνες,
ή αν θα πρέπει να νοιώσω μακρύ και δυνατό το λαιμό μου
και να τις διώξω μακρυά, μαζί χρώμα και ήχο, αποφασίζοντας πως αδιαφορώ.

Αν είχα βέβαια ενδώσει,
σίγουρα θα διάβαζες στη θέση αυτού κάποιο άλλο ποίημα,
κι αν είχα όντως αδιαφορήσει δεν θα έπρεπε να υπάρχει καμμιά τέτοιου είδους μαρτυρία
για μια ακόμα νύχτα απ’ αυτές τις ατυχείς.

Φαίνεται λοιπόν πως αποφάσισα ήδη ν’ ανοίξω μ’ αυτές τις λέξεις ένα δρόμο κάπου στη μέση,
και πως ούτε να κοιμηθώ μπορώ,
ούτε να πάρω τους δρόμους καπνίζοντας όπως μόνο ένας μη-καπνιστής μπορεί
και τραγουδώντας στο φεγγάρι σαν άνθρωπος που ήταν κάποτε λύκος.

~

Τι μου είπε.

Πάψε, πάψε να ονειρεύεσαι.
Έχω ροδόλευκα ευαίσθητα χέρια.
Είσαι βαρειά, ακόμα να το καταλάβεις;
Για ρίξε μια ματιά στον κρύο καθρέφτη...
Όχι, το χρυσάφι δεν είναι βαρύ, είναι μαλακό κι ελαφρύ,
εσύ είσαι σίδερο και μολύβι και πέτρες και χώματα κι υδράργυρος απ’ την άκρη του κόσμου.
Πάψε να κλαίς, άσε με ήσυχο.
Νόμιζες πως δεν μπορώ πια να μη χαϊδεύομαι στα χέρια σου;
Εν τάξει, δεν θα σε ξαναπείσω πως μπορείς να κοιμάσαι με το χαμόγελο στο στόμα,
αλλά κι εσύ πάψε,
πάψε να ονειρεύεσαι.

Αύριο θα μετανοιώσω και θα σου ζητήσω συγγνώμη,
αλλά να μην ονειρευτείς.
Αύριο θα σου ζητήσω το γάργαρο γέλιο σου,
αλλά κοίτα να μην είναι πολύ αληθινό, μη σου ξεφύγει καμμιά αυταπάτη.
Να γίνεις χελώνα –
αυτές κουβαλάνε το σπίτι τους στην πλάτη τους.

[6.11.2007, Den Haag.]

Αισιοδοξία

Μπορώ να φανταστώ τ’ αστέρια στον ουρανό τις νύχτες με τα σύννεφα.
Εσύ;

[23.11.2007, Den Haag.]

Πέρα απ’ το πέρασμα

Ο ύπνος μ’ άρπαξε απ’ τα δάκτυλα των ποδιών
δαγκάνοντας σαν πουλί που μόλις άρχισε να βγάζει δόντια –
σ’ έναν κόσμο όπου όλα τα πτηνά έχουν δόντια,
μια και δυο και τρεις σειρές,
και ξέρουν να μιλούν με στριγκές, βραχνές φωνές.

Με τράβηξε δυνατά κι ύστερα πια δεν ήταν ύπνος,
ήταν μόνο πουλί, κι έπειτα μόνο πελαργός,
κι έπειτα μόνο μεγάλες φτερούγες,
κι έπειτα μόνο λευκό κύμμα
και με ξέβρασε σε μιαν ούτε μικρή ούτε μεγάλη ακτή ενός νησιού
μέσα σ’ ένα απ’ τ’ αλλόκοτα όνειρα μιας απογευματινής σιέστας του Θερβάντες.

Έσταζα θάλασσα στην άμμο κι έβλεπα γύρω μου να ξεφυτρώνουν πατημασιές
σαν άγρια λουλούδια που βιάζονται να γεννηθούν,
παράξενες στο σχήμα και στο βάθος και στον αριθμό των δακτύλων.

Έντεκα βήματα πιο πέρα –
ήξερα πολύ καλά πως ήταν έντεκα –
ένας πελαργός που έμοιαζε γνώριμος βάδιζε νευρικά κρατώντας ένα μεγάλο κλειδί στο χέρι
κι οι ουρές του φράκου του ανέμιζαν απ’ τη φούρια.

Τίποτ’ άλλο δεν ανέμιζε.
Λίγο αργότερα πέρασε απ’ το μυαλό μου η σκέψη πως στο νησί αυτό δεν υπήρχε αέρας,
ή πως σε νησιά σαν κι αυτό δεν υπάρχει αέρας,
ή πως τέτοια νησιά δεν υπάρχουν,
ή κάτι τέτοιο.

Όταν οι πατημασιές άρχισαν ν’ απομακρύνονται τις ακολούθησα
για να βρεθώ πέρα απ’ τη θάλασσα,
πέρα απ’ την άμμο και τους αμμόλοφους που ως τότε δεν αποτελούσαν μέρος του τοπίου,
πέρα,
στον κήπο με τα σπασμένα αγάλματα.

Δεν είδα ούτε έναν ανεμόμυλο.

Είδα τον Έρωτα να κρατά απ’ τα μαλλιά το σμαραγδένιο κεφάλι της Αφροδίτης,
έρημα χέρια από μάρμαρο κι από λάσπη,
μικρές ραγισματιές και χάσματα βαθειά σε χιτώνες και πέπλα,
ξύλινα σπαθιά
κι ένα κρυστάλλινο πέος που γυάλιζε στ’ ακίνητο φως,
ξεκομμένο από τ’ αστραφτερό σώμα κάποιου ξεχασμένου ή κι ανύπαρκτου θεού.

[30.11.2007, Den Haag.]

Μινιατούρες, κι άλλες

Δεν θα μιλήσω για τον ύπνο πάνω στη θάλασσα
και για το πώς με ξύπνησε κύμμα και πικρός αφρός.

~

Έχουμε όνειρα τόσο όμοια που όταν τα βάζουμε αντίκρυ είναι σα να κοιτιούνται σε καθρέφτη.

~

Γι αυτές τις στιγμές το έχω.
Το φυλάω στα χέρια μου και το κοιτώ λιγάκι διστακτικά.

Το κρατώ...
το αναλλοίωτο, το ζεστό, το γερά θεμελιωμένο, το δεμένο,
το γεμάτο μάλλινα κουβάρια και ήχους πέννας που γραντζουνάει το κιτρινωπό χαρτί.

~

Θέλω αυτά,
αυτά που έχω ήδη.


~

Κρίση πανικού

Ο αέρας τελειώνει με ρηχές ανάσες που δε φτάνουν να γεμίσουν τα βάθη
όπου δε φτάνει η λογική.

Η εικόνα θολώνει,
το φως τελειώνει,
οι πεταλούδες της νύχτας νικούν και σκιάζουν τα πάντα εκτός απ’ το φόβο.

~

Απολογισμός

Η έπαρση δεν έχει χτυπήσει την πόρτα ακόμη –
όχι ακόμη.

Δεν θέλω να έρθει η ώρα που θα το κάνει
γιατί θα σηματοδοτήσει προδοσία απ’ την πλευρά της μνήμης μου.

Διαβάζω το αίμα,
νωπό ή ξεραμένο,
και δεν νοιώθω καμμιά περηφάνεια που κολύμπησα μέσα του.

Θυμάμαι πως δεν βγήκα καθαρή,
μόνο ζωντανή,
και πως ούτε καν αυτό δεν ήταν δικό μου κατόρθωμα.

[Τέλη φθινοπώρου, αρχές χειμώνα, Den Haag.]