Μιαν άλλη Ιουλιέττα

Λευκά και μαύρα πανιά, μια Ιουλιέττα καπετάνιος, το ταξίδι του Ταξιδιώτη της Αυγής, ο δρόμος για την άκρη του κόσμου...

My Photo
Όνομα: Αταλάντη Αντωνίου
Τοποθεσία: Derby, Derbyshire, UK

Και τι είν' το εγώ; Γυάλινο άγαλμα! Λίγα κοχύλια που μάζεψα είμ' εγώ, οι άνθρωποι που αγάπησα, ο καιρός που πέρασε, το κρεβάτι που πλάγιασα... Είμαι το ταξίδι μιας ζωής - κι αλλάζει η ρότα μου απ' τον άνεμο. Είμαι όλοι εσείς που παρελαύνετε στα όνειρά μου...

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 09, 2007

Do.Po.Wri.Mo. 21 Ιουνίου - 21 Ιουλίου 2007 : Ποιήματα 11-15 Ιουλίου

[Ημέρα 21η]

Συγγνώμη

Δεν είχαμε λευκά σεντόνια –
δεν είχαμε για παράνυμφους εκατό πανώρια άλμπατρος
να μας δροσίζουν με τις φτερούγες τους
και να μας πάνε ψηλά,
πιο ψηλά…

Μα αυτό ήταν χτες,
τότε,
τώρα έχω αργαλειό,
τώρα έχουμε,
έχουμε,
μπορούν και τ’ αγόρια να υφάνουν –
μήπως και τα κορίτσια δεν ιππεύουν;

Έλα,
θα σου μάθω να φτιάνεις στρωσίδια και σκεπάσματα
ιπτάμενα,
θα σου δείξω χιλιάδες νήματα
νά ‘χεις να διαλέγεις –
λευκά όλα τους,
το καθ’ ένα τους ένα διαφορετικό λευκό.

~

Χρονισμός

Κάθε μέρα ξημερώνει.

Μια απ’ αυτές τις μέρες, λοιπόν,
θα ξυπνήσουμε αρκετά νωρίς
και θα δούμε τη χαραυγή –

ή απλά ο ήλιος θα μας χαϊδέψει ταυτόχρονα
τα βλέφαρα
και θα ξυπνήσουμε αγκαλιά στο φως.


[Ημέρα 22η]

Είθε να κάνουμε μαζί
τον κύκλο

Ευωδιάζεις
ζεστές νύχτες μιας εποχής που ήταν
και που ίσως ξανάρθει.

Φέρνεις μαζί σου
παράλογα
οικείους ψιθύρους
από τα μπροστινά καθίσματα
του αυτοκινήτου –
ψιθύρους ακατανόητους σχεδόν
μα τόσο, τόσο γνώριμους,
ψιθύρους που ακούγονται λίγο πριν τον ύπνο,
εκεί, στο ευάλωτο
μεταίχμιο
που παίρνει όλα τα σχήματα,
χρόνια πριν
ή και χρόνια μετά...

~

Όχι μόνο μαύρο και κόκκινο

Τ’ αυγουστιάκο κρασί
χύνεται στο χώμα.

[Γεννήσαμε όμορφα μαχαίρια
με κοφτερά ονόματα,
δε νομίζεις;]

Ο νους μου καλπάζει
και το κορμί μου λικνίζεται μαζί του.

Διασχίζουμε τα καυτά πλακάκια,
την καυτή άμμο,
τα καυτά βράχια,
και καταλήγουμε στο βότσαλο σκαλισμένο σταυρό
που ιδρώνει στο χρισμένο χέρι σου.


[Ημέρα 23η]

Ναυάγιο στην ακροθαλασσιά μιας νύχτας

Κάποιος πέταξε στο νερό
σωσίβια·
ένας άλλος φυσούσε νευρικά τον καπνό του
όπως πάντα,
και μουρμούριζε πως έτσι κι αλλοιώς
δεν θα τη γλυτώσει κανείς.

Εσύ αγαπούσες τις φράουλες·
όχι για τη γεύση τους,
μόνο για τις δροσοσταλίδες πάνω τους,
και για το θελκτικό τους χρώμα.

Τους τις πετούσες μία-μία
και μόνη η λαχτάρα
έβαφε τις γλώσσες τους κόκκινες
και καθιστούσε τα σωσίβια
παλιά, παρατημένα παιχνίδια.

Ώρα να σβήσω το κερί.

~

Το μωβ που υποφέρει

Πέρασες
από τον κήπο με τις βιολέττες
κι είδες και κάποιες μαραμένες –
συγγνώμη,

δεν μπορώ ν’ αναιρέσω
την εντροπία,

δεν μπορώ να λευκάνω
κάθε μελανό σημείο,
κάποτε και τα δάκτυλα
θα κοιμηθούν,
κι αυτά
κάποτε.

[Πάντως τελευταίες
θα μείνουν οι λέξεις.]


[Ημέρα 24η]

Η κυρά του σπιτιού με το φως

Είναι μια ψυχή
μέσα στο χρώμα των τοίχων,
μέσα στους πόρους απ’ το ξύλο της ναρνιανής ντουλάπας
και στ’ αστραφτερό του καθρέφτη.

Έχει βρει καταφύγιο
στη μυρωδιά των βιβλίων –
όλα υπογεγραμμένα,
λίγα άκοπα ακόμα –
στις ευφάνταστες κουρτίνες,
στα τραπέζια από μάρμαρο
και νοσταλγία,
στις φωτογραφίες ενός μικρού αγοριού
και στην ήρεμη σκόνη
στο πάτωμα.

(Αφιερωμένο στην Έλλη Μαρμαρά.)


~

Μοναξιαρχία

Έφεραν στη Βασίλισσα
μερικές σιωπές ακόμα.

Το συνηθίζουν τις ημέρες των γιορτών –
έτσι γεννήθηκε και το έθιμο
των βουβών πυροτεχνημάτων
που σχίζουν τον ουρανό
κάθε φορά τόσα όσα και τα χρόνια της,
κάθε χρόνο την ίδια, ολόιδια μέρα.


[Ημέρα 25η]

Η φωνή των κεκτημένων

Δεν έχω να σου απευθύνω κάτι –
μ’ έχεις δει να κοιμάμαι
με γυμνά χέρια,
κι ακόμα
μ’ έχεις πνίξει
εκεί
στον ύπνο.

Γνωρίζεις καλά
τη μυρωδιά απ’ τα παρακάλια μου,
γνωρίζεις τις αρμονικές
των νυσταγμένων μου εξομολογήσεων,
τα ονόματα με τα μικρά χεράκια
που βασανίζουν τα όνειρά μου
και την πεισματική μου πίστη
πως θα δω τον ήλιο
κάθε επόμενο πρωί.

~

Παύση

Ένα νανούρισμα θέλω –
ξέρεις κανένα;

Ένα νανούρισμα για μένα.

Να μου το τραγουδήσεις θέλω,
να με κοιμίσεις,
εσύ, εσύ να με κοιμίσεις –
να προλάβεις τα μάτια μου που κλείνουν πια.

~

[Η πρότελευταία δόση του Do.Po.Wri.Mo. - άλλη μια Κυριακή και τελειώσαμε.]