Μιαν άλλη Ιουλιέττα

Λευκά και μαύρα πανιά, μια Ιουλιέττα καπετάνιος, το ταξίδι του Ταξιδιώτη της Αυγής, ο δρόμος για την άκρη του κόσμου...

My Photo
Όνομα: Αταλάντη Αντωνίου
Τοποθεσία: Derby, Derbyshire, UK

Και τι είν' το εγώ; Γυάλινο άγαλμα! Λίγα κοχύλια που μάζεψα είμ' εγώ, οι άνθρωποι που αγάπησα, ο καιρός που πέρασε, το κρεβάτι που πλάγιασα... Είμαι το ταξίδι μιας ζωής - κι αλλάζει η ρότα μου απ' τον άνεμο. Είμαι όλοι εσείς που παρελαύνετε στα όνειρά μου...

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 05, 2007

Do.Po.Wri.Mo. 21 Ιουνίου - 21 Ιουλίου 2007 : Ποιήματα 6-10 Ιουλίου

[Ημέρα 16η]

Άγρια των άστρων μουσική

Δεν κοιμάμαι·
τα πόδια μου καίνε.

Μόλις επέστρεψα από μιαν άγρια γιορτή,
μια σκοτεινή λειτουργία
με φόντο τα προαιώνια άστρα –
ένα συνοθύλευμα νυχτερινών χάλκινων στιγμών
που προκαλούσαν την αήττητη εντροπία.

~

Ακούω την αγάπη

Απόκαμα ανάμεσα στα πόδια,
πάνω στο χώμα –
έπεσα.

Γύρω μου τα σώματα οικεία,
ζεστός κλοιός,
ζεστό καλοκαίρι,
αιώρες που κρέμονται απ’ άστρο σ’ άστρο.

Κοιμήθηκα·
ευχαριστώ.

Δεν με ποδοπάτησε κανείς.

(Τα ποιήματα αυτής της μέρας σχετίζονται με τη συναυλία του Αγγελάκα στο Gagarin Open Air Festival στον Άγιο Κοσμά, όπως θα έχετε μάλλον καταλάβει ήδη.)


[Ημέρα 17η]

Σαν παραμύθι

Είναι μια κόρη σ’ έναν πύργο ψηλό,
μια κόρη έβενο ντυμένη,
που έχει τον ήλιο δέκα χρόνια να δει,
και τίποτα δεν περιμένει.

Έχει σχεδόν ξεχάσει πως κάποτε, μακρυά
σκαρφάλωνε στα πιο ψηλά των δέντρων μέρη
μονάχα για να πιάσουνε κουβέντα ψιλή
κάθε ζεστό, φωτεινό μεσημέρι...

Τον πύργο τον τυλίγει σύγνεφο κακό,
μαύρο σαν του φραγμένου πηγαδιού τα ζοφερά παλάτια
κι όχι σαν και τη νύχτα με τις μυρωδιές
και τα μυριάδες άστρα για μάτια.

Να κοιμηθεί σαν πλαγιάζει δαιμόνια ξυπνούν
και ταλανίζουν το λιγνό κορμί της,
και κάθε που ξυπνά στέκεται στο παράθυρο
κι αυτό το μαύρο τίποτα αγριεύει μαζί της.

Μας μοίραναν οι μοίρες λέει μαζί,
μα εγώ ψυχανεμίζομαι τη μέρα να χαράζει,
κι εκείνη ατενίζει στα τυφλά τη σιωπή
κι όλο και πιο βαθειά ο κόρφος της ρημάζει.

~

Ραψωδία

Το ξέρω, ξέρω,
ήταν ερημιά μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι,
πυρηνικός χειμώνας,
ψηλάφισμα στο χιόνι με καμμένα δάκτυλα,
μάτια τυφλά μαυρισμένα απ’ την έκρηξη.

Και τώρα δεν τ’ ανοίγεις πια
τα μάτια,
κάθε φως είναι
γεννήτορας ασφυκτικής σιωπής·
και τα χείλη
κι αυτά σφιγμένα,
μια γραμμή,
μια ίσια γραμμή
παράλληλη του φόβου.

(Τα ποιήματα αυτής της μέρας είναι γραμμένα για τη Ραψωδία, και αφιερωμένα σ' αυτήν. Το πρώτο είναι απόπειρα με μέτρο και ομοιοκαταληξία, όπως βλέπετε. Απεχθάνομαι αυτού του είδους το μέτρο και αυτού του είδους την ομοιοκαταληξία στα ελληνικά, ειδικά όταν τα γράφω εγώ.)



[Ημέρα 18η]

Μανδύες

Στροβιλίζονται
ξέφρενα
γύρω μου,
σέρνονται
γύρω απ’ τα πόδια μου,
με τυλίγουν
σαν καταδικά μου
κουκκούλια
ή σαν φριχτοί ιστοί αράχνης,
ή και σαν χέρια
μανδύες,
μανδύες στα βασιλικά χρώματα,
παραπετάσματα φωτιάς
ή ουρανού,
ή χλοερής ζώσας γης –
καταρράχτες από ήλιο,
ρυάκια από δέκα μικρά φεγγάρια,
από δέκα μικρά γιασεμιά,
από δέκα μικρά
περιστέρια,
δέκα λειωμένα μεσημέρια...

Ξέφρενα
αγγίζω,
ξέφρενα
αγγίζονται τα ελεύθερα χέρια –
δεν θα παραπατήσω τυλιγμένη ήλιο,
δεν θα σωριαστώ,
δεν θα βουλιάξω μόνη
στις ψιθυριστές
στενάζουσες βιολέττες
του δικού μου.

~

Σιωπηλή γνώση

Κι όμως
δεν ανήκεις για πάντα στο χάος.

Μόνο οι φόβοι σου ανήκουν εκεί.


[Ημέρα 19η]

Δυο πιθανές εκβάσεις της τέταρτης εξομολόγησης
[που δεν ήρθε ακόμα]

I

Χίλιες χιλιάδες σελίδες
από μαλακό κιτρινωπό χαρτί
γεμάτες μεσημέρια
και χαμογελαστές διαθλάσεις
ακουμπούν η μια στην άλλη
και φτάνουν το φεγγάρι.

Το φιλούν στα χείλη
του νοητού ασημένιου του προσώπου
κι έπειτα αφήνονται στον αέρα
άφοβες
να χορεύουν ως την πρώτη ανατολή.

II

Σ’ έναν άλλο κόσμο
ο χορός τους ταράσσεται από τον ήχο ενός πυροβολισμού.

Ο κυνηγός της νύχτας αστοχεί –
μόνο μια φορά.

Ο αέρας μυρίζει κόκκινο
κι η σελίδα με τις ομορφότερες λέξεις
ματώνει το χώμα.

~

Λευκή αναμονή

Οι γλάροι είναι πάντα μεγαλύτεροι απ’ ό,τι τους περιμένουμε·
κι ομορφότεροι.

Θυμάμαι τους ήχους τους
και τους συγχέω με τον ήλιο του κόσμου.

Καμμιά φορά
το φως στα μάτια σου είναι τόσο δυνατό
που νομίζω πως ξημέρωσε.

Όχι ακόμα.


[Ημέρα 20η]

Ναι, [έρωτας].

Μεταλάβαμε
το μαγεμένο νερό
απ’ το δρόμο του ολόγιομου φεγγαριού
και μας ξελόγιασε,
μας γέμισε τα μάτια αντανακλάσεις
κι αλμυρούς κρυστάλλους
που αντιφέγγιζαν άστρα κι ουρανό,
κι άμμο,
και κοράλια,
και νότες,
νότες, Θεέ μου,
και φοβισμένους ηδονικούς ψιθύρους
για το κατ’ εικόνα
κι ιδίως για το καθ’ ομοίωσιν...

«Θαλασσόνερο»,
είπες,
κι είπε
«Και τώρα;»
κι εγώ
γυμνώθηκα αλλοπαρμένη
και κολυμπώ στο ασήμι
ανασαίνοντας όσο λιγότερο μπορώ.

~

Στα ύψη [των συννέφων]

Δεν έχει σκάλες
να κατεβαίνουν απο ‘δώ.

Έχει μόνο πάνω,
κι άλλο,
κι άλλα χρώματα,
κι άλλους ουρανούς,
κι άλλον αέρα –

έχει ή πιο πάνω,
ή τη μάταιη βουτιά στο κενό.

~

[Τελικά δεν τα κατάφερα να ανεβάζω πενθήμερα κάθε Κυριακή. Θα βάλω τις δυο τελευταίες δόσεις τις δύο επόμενες Κυριακές, όμως. Bear with me.]