Μιαν άλλη Ιουλιέττα

Λευκά και μαύρα πανιά, μια Ιουλιέττα καπετάνιος, το ταξίδι του Ταξιδιώτη της Αυγής, ο δρόμος για την άκρη του κόσμου...

My Photo
Όνομα: Αταλάντη Αντωνίου
Τοποθεσία: Derby, Derbyshire, UK

Και τι είν' το εγώ; Γυάλινο άγαλμα! Λίγα κοχύλια που μάζεψα είμ' εγώ, οι άνθρωποι που αγάπησα, ο καιρός που πέρασε, το κρεβάτι που πλάγιασα... Είμαι το ταξίδι μιας ζωής - κι αλλάζει η ρότα μου απ' τον άνεμο. Είμαι όλοι εσείς που παρελαύνετε στα όνειρά μου...

Κυριακή, Ιανουαρίου 22, 2006

Έμπνευση

Έτσι ήταν πάντα κι έτσι θα ναι.

Πηγάδια που στον πάτο τους κρύβουν κοιμώμενα όνειρα,
κοίτες από σκοτάδι, μελανιασμένα μέρη, βογκητά που ως πάνω δεν ηχούν -
εκεί γεννιέται το νερό μας το καθάριο.

Φυτρώνει απ’ τ’ απλωμένο χέρι που χτυπιέται για σχοινί το λουλούδι μας,
πίνει από το νερό της πτώσης, μεγαλώνοντας ευγνωμονεί,
και μας τραβάει ψηλά διψώντας για τον ήλιο.

Εκείνα τα σκοτάδια που γεννούν το φως

Γράφω…
Όλο γράφω.
Σκαλίζω παλιά μηνύματα,
φυσάω τη σκόνη από παλιά τετράδια,
συλλογίζομαι τους αναστεναγμούς
- τους δικούς μου ή των γύρω μου -
και γράφω.

Κι εσύ δε γράφεις πια.
Όλο έρχεται το τέλος κι όλο δε γράφεις.
Δε ρίχνεις δεύτερη ματιά σε παλιές σου λέξεις,
δεν ξέρεις τάχα πώς.
Δε δίνεις άφεση, συγχώρεση για μια φορά και στον εαυτό σου,
αυτόν που ταλανίζεις πιότερο από κάθε άλλον.

-

Ξέρεις τι βλέπω εγώ;
Μαλλιά κυμματιστά και μια σειρήνα σαν κι εμένα.
[Κι έλεγαν οι σειρήνες από σειρήνες δε φοβούνται…]
Βλέπω χείλη πικρά, σα δαγκωμένα, βλέπω να καμπυλώνουν από πείσμα
που ‘χασαν κείνο το αιμάτινο το ουράνιο τόξο της θυσίας.
Βλέπω δάκρυα από θάλασσα, πλέκουν το εγκώμιο του άγιου πόνου,
παρακαλούν της ιερής απώλειας το χέρι να σαλέψει,
να τα χαϊδέψει, να χτυπήσει ακόμα δυνατότερα,
βαθειά, χωρίς ανάσα, ανηλεώς να τα βουλιάξει
μήπως και βρουν το δρόμο για κείνα τα σκοτάδια που γεννούν το φως.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 16, 2006

Ολόφωτα απομεινάρια απ' αστέρια

Δεν είδα την προειδοποίηση,
θαμπώθηκα στ' αλήθεια, δεν την είδα.
Δεν παραπονούμαι πως την έκρυψες,
απεναντίας την φανέρωνες με λέξεις που έλαμπαν κόκκινες
σαν δυσοίωνοι φάροι...

Και δεν ξέρω πού σταματουν
τα παιχνίδια
δεν ξέρω πού σταματά
το βλέμμα σου να ναι τέχνη,
πού σταματά το πείραμα
και πού το κρύο την ψυχή σου ξεμακραίνει.

Δε φανταζόμουν το σφίξιμο,
τη μέγγενη γύρω απ' το λαιμό μου.
Δεν σε φοβόμουν κι ας το ζητούσες.
Μόνο γελούσα, γελούσα διάφανα
και θαμπωμένη κατάπινα χούφτες αστέρια.

-

Κοίτα με τώρα, ανεβαίνω τις σκάλες του φάρου.
Κοίτα, και χαμογέλα, χαμογέλα...
Κοίτα, τ' αστέρια πέφτουν απ' το στόμα μου
σαν με χτυπάς,
σκαλί παρά σκαλί,
ένα για κάθε χτύπημα.

Κοίτα, κάμει σινιάλα κατακόκκινος ο φάρος,
σπείρες από σκαλιά θολά γεμίζουνε τα μάτια μου,
πέφτουν λυμμένα, χαλασμένα τα μαλλιά μου,
λερωμένα από αίμα
και στολισμένα θαρρείς μ' ολόφωτα απομεινάρια απ' αστέρια.


Κυριακή, Ιανουαρίου 01, 2006

Έξι ποιήματα, Αθήνα, 26-12-2005

Καταρράκτης

Είν' ένα βλέμμα φοβισμένο
που 'χει σκαρφαλώσει στα μάτια σου,
στο μέτωπό σου, στους δρόμους έκφρασης
που κάποτε θα γίνουν ρυτίδες...
Είν' ένα βλέμμα που πότε-πότε υπάρχει
και πότε-πότε χάνεται.

Μια λάμψη σαν αγριμιού μικρού φωτιά
γλιστράει στις γραμμές του προσώπου,
χαϊδεύει τα χείλη σου,
τα ξεσηκώνει σε δειλά χαμόγελα,
σε αμήχανες κινήσεις, ανεπαίσθητες, τα παρασέρνει.

Είναι σα να φοβάσαι τα λόγια,
την έκστασή μου που σαν μέσα μου πια δε χωρεί,
ξεφεύγει, κρέμεται με το 'να δάκτυλο
κι ύστερα πέφτει καταρράκτης πάνω σου,

μ' ορμή ξεσπά,
μ' ορμή υποσχέσεις δίνει.



-----

Το σπίτι με το φως

Στο σπίτι με τα σκαλιστά έπιπλα
αντηχεί μουσική τα πρωινά, τα βράδυα
- σταματάει, σαστίζει το τίποτα.

Φέρνει μαζί του μνήμες ήχου ο άνεμος,
σαλεύει η σιγή,
τρυπώνουν απ' τις χαραμάδες, κρυφά,
οι ανθισμένες φωνές
- κι αναδεύουν το χρόνο.


-----

Θέλησα

Ζήλεψα από σένα το άσπρο εκείνο πέπλο,
ζήλεψα τον ζεστό πυρήνα,
εκείνον που τραβάει κοντά τις πεταλούδες
που αγαπούν το φως, το φως μέσα στη νύχτα.

Ζήλεψα τη φωνή σου που όλο χαϊδεύει, όλο ξυπνά,
ιδέες αλλοιώτικα δοσμένες ξυπνά,
πρωτύτερα κρυμμένες, μαγεμένες - ξένες.

Θέλησα και τα χείλη σου τα γραμμένα,
τα δόντια τα λευκά,
τη γλώσσα σου
κι ό,τι το στόμα σου προφέρει θέλησα,
ζεστό, γλυκό.

Τα δάκτυλα που ταξιδεύουν θέλησα,
που ξέρουν να ομορφαίνουν και τη μουσική ακόμα,
τις φωτεινές σου ανάσες,
το χρυσαφένιο χρώμα σου...

Όλα τα ζήλεψα,
τ' αγάπησα όλα.

-----

Όχι πάντα εδώ
[Άσλαν]

Είδες;
Δεν είναι ήμερος ο κόσμος,
δεν είν' τ' αστέρια πυγολαμπίδες.
Είναι φωτιά, που δεν παρακαλεί πριν κάψει,
κι είν' ο κόσμος θεριό, ελεύθερο θεριό,
που χει πανώρια τη χαίτη.

Φεύγει...
Κι έχουμε ο ένας το χέρι του άλλου
για όταν θα μένει μόνο του ήλιου το βασίλεμα.

-----

Ένα παιχνίδι

Σ' έβλεπα να κινείσαι
σα μαριονέττα που της φύσηξαν πνοή.
Είχες ένα χαμόγελο παιδιού στα χείλη,
μια υποψία θριάμβου μισοκρυμμένη στα μάτια,
κι αφηνόσουν.

-----

Μικρή αλήθεια

Μη σε γελά ο θυμός,
μη φοβάσαι.

Είναι που φεύγω τώρα, σύντομα,
κι έρημος φαντάζει ο δρόμος
δίχως το συντροφικό μας ξύπνημα.