Μιαν άλλη Ιουλιέττα

Λευκά και μαύρα πανιά, μια Ιουλιέττα καπετάνιος, το ταξίδι του Ταξιδιώτη της Αυγής, ο δρόμος για την άκρη του κόσμου...

My Photo
Όνομα: Αταλάντη Αντωνίου
Τοποθεσία: Derby, Derbyshire, UK

Και τι είν' το εγώ; Γυάλινο άγαλμα! Λίγα κοχύλια που μάζεψα είμ' εγώ, οι άνθρωποι που αγάπησα, ο καιρός που πέρασε, το κρεβάτι που πλάγιασα... Είμαι το ταξίδι μιας ζωής - κι αλλάζει η ρότα μου απ' τον άνεμο. Είμαι όλοι εσείς που παρελαύνετε στα όνειρά μου...

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 16, 2007

Do.Po.Wri.Mo. 21 Ιουνίου - 21 Ιουλίου 2007 : Ποιήματα 16-20 Ιουλίου [και ό,τι έχω γράψει από τότε ως τώρα]

[Ημέρα 26η]

Ένα απ’ τα λευκά λουλούδια
[ή νήματα]

Το λένε φούλια
τ’ ανάμεσο του γιασεμιού και τ’ αγιοκλήματος.

Το λένε φούλια·
είναι καιρός για ονόματα λουλουδιών τώρα,
να, τώρα που φυσάει κι αυτό το γλυκό αεράκι,
τώρα που μας κάνουν για ερωτευμένους σ’ ανθισμένες βεράντες –
όλες οι βεράντες είν’ η βεράντα στη Βερόνα –
κι είμαστε,
είμαστε,
σιωπή,
σιωπή,
τώρα σιωπή, Σειρήνες.

~

Στο φως

Κοιμήθηκα στ’ ανάμεσο του γιασεμιού και τ’ αγιοκλήματος
κι ήτανε και μια κόρη εκεί στο προσκεφάλι μου,
ωραία κι αγνή,
κι αμίλητη
σαν τις ασημοπρόσωπες τις διαλεχτές του Κλήδονα.

Νότες των αρωμάτων έντυναν κάθε καινούρια ανάσα μου,
κι η μαγεμένη κόρη έπλεκε πλεξούδα τα μαλλιά μου
με τ’ αστραφτερά δικά της.

Έμεινα εκεί,
μια μ’ ανοικτά μια με κλειστά τα μάτια να κοιτώ,
να προσπαθώ να ξεχωρίσω μυρωδιές
και χρώματα λουσμένα ασήμι σεληνιακό,
να προσπαθώ ν’ ακούσω τους αργούς και σιγανούς παλμούς της.

Κι ύστερα πήρε ο χρυσός να κρύβει τ’ ασημοστολίσματα
και ξύπνησα –
στην αγκαλιά του ξύπνησα,
πλεγμένα με τις ηλιαχτίδες τ’ ακατάστατα μαλλιά μου.

Ξύπνησα.
Όπου ‘χει ασήμι τ’ όνειρο που με συντρόφευσε τη νύχτα αυτή,
έχει χρυσό η αλήθεια μου.

[Ο ουρανός πού ‘χει φανερωθεί στα μάτια τα δικά μου
είν’ την ευγνωμοσύνη π’ αγαπά.]


[Ημέρα 27η και 28η]

Λίστα για το καλοκαίρι

i. Να κάνω τσουλήθρα στις ρίγες απ’ τα μπλουζάκια σου
όσο δε θα τα φοράς
και να βουτήξω στη θάλασσα.

ii. Να πάρουμε την απόχη
και να μην πιάσουμε πεταλούδες –
να τις κοιτάμε μόνο.

iii. Να μάθουμε τα τραγούδια
που σφυρίζει ο αέρας στους βράχους
για να τα τραγουδάμε το χειμώνα.

iv. Να χτίσουμε μια μικρογραφία αίσιου τέλους
στην άμμο.

v. Να μετράμε τα σινιάλα του φάρου
και να ονομάζουμε αδέσποτες γάτες και σκύλους
με ονόματα που δεν θα σκεφτόταν κανείς άλλος.

vi. Να στριφογυρνάμε στα λινά σεντόνια
κι αυτά να τρίζουν.

~

Φαντασιώσεις
[μερικές ακόμα]

Ι.

Αποζητώ
εκείνες τις στιγμές
που η εκπλήρωση του να
είμαι
ένα τυφλό ζωάκι
που ξεδιψά στις χούφτες σου
δεν περικλείει
ίχνος φόβου.

ΙΙ.

Μου γνέφεις·
χαμηλώνω.

Τώρα είμαι ένα ανοιχτό λουλούδι,
ένα άλικο στόμα
ανθισμένο γύρω απ’ το μεγαλείο σου.

ΙΙΙ.

Στέκομαι πίσω απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα.

Οι αναλαμπές απ’ τις φλόγες σου
ντύνουν σημασία
το κορμί που αναλώνεται σ’ αυτές –
γίνονται ο μανδύας που ποτέ δεν είχε –
και βάφουν χρυσό το πρόσωπό μου
μεσ’ απ’ τη χαραμάδα.

Συγχέω αυτή τη χαραμάδα
με τη χαραμάδα που κοιτάζει στο φως
πέρα απ’ τις πύλες του Παραδείσου.

(Δεν τα κατάφερα να φτάσω τις 30 μέρες. Τελείωσα το Do.Po.Wri.Mo. με τέσσερα λιγότερα ποιήματα. Ελπίζω να με συγχωρείτε. Εγώ με συγχώρεσα, και... μου έδωσα άδεια. Δεν θα κάνω σύντομα άλλον μαραθώνιο παραγωγικότητας, δεν νομίζω πως έγκειται εκεί πια κανένα πρόβλημα. Θα εστιάσω αλλού - ή και απλώς πουθενά.)



[Ιούλιος]

Regeneration

Είν’ οι φορές
που με κάνεις αθάνατη,
κι είναι κι οι άλλες φορές,
αυτές που είμαι αθάνατη
για να μου τρυπάς τα πλευρά
με παγερές τρίαινες,
για να μου τρυπάς την κοιλιά
με σκληρά δάκτυλα,
για να με ματώνεις
και ν’ ανασταίνομαι,
και να νοιώθω πως εσύ, εσύ μ’ ανέστησες,
και πάλι απ’ την αρχή.

~

Κόκκινη πανσέληνος

Εμένα το φεγγάρι μού ξεγλιστρά,
με δένει με σχοινιά και με τραβά όπου δείχνει το αίμα.

Ήθελα τα δικά σου δάκτυλα να μου το κατεβάσουν,
να το μερέψουν,
να μη μ’ ορίζει πια –
μόνο ‘σύ να μ’ ορίζεις –
κι έπειτα να το κλείσω μες στο στόμα
και να φυσήξω δυνατά πυγολαμπίδες,
να σκορπίσει πέρα η νύχτα.

Ήθελα και δεν έβρισκα –
κι αντί για σένα μ’ απαντούσαν ψεύτικες φωνές
και με παραπλανούσαν.

Κι ύστερα σ’ έψαξα στον ύπνο που ήρθε δύσκολα
και δε σε βρήκα,
και πήγα να σ’ αναζητήσω στα έγκατα της γης,
στα νήματα των αργαλειών
και στα φταιξίματά μου.


[Αύγουστος]

Black Hawk Down

Καθ’ ένας
με μερικές τρεμάμενες λέξεις
φορτωμένες στις τελευταίες ανάσες του.

Αν κάποιος τις ανακάτευε και τραβούσε κάποιες σαν κλήρο
από ένα πεσμένο κράνος
για να τις φυσήξει σε κάποια απ’ τα χείλη που ξεμακραίνουν
δεν θα πήγαιναν χαμένες –
μοιάζουν όλες,
ίδιες όλες,
όλες τρεμάμενες,
όλες οι τελευταίες
αγκαλιάζουν το οικείο.

Μόνο τα παιδιά,
μόνο τ’ ασυλλόγιστα παιδιά σκοτώνουν
κι όλοι είναι παιδιά σαν σβήνει το φως.

(Για την ομώνυμη ταινία.)


~

Εικασίες

Νομίζω
πως μια στις τόσες πεταλούδες
παίρνει αυτό που λαχταρά –
χωρίς κρυφές παγίδες,
χωρίς αιφνίδια τέλη παραδομένα στις φλόγες.

Νομίζω πως
κάπου εκεί, στο κέντρο του φωτός,
υπάρχει ένα επιεικές σημείο,
ένας ήσυχος, ήσυχος ύπνος...
ένα μάτι σαν αυτό του κυκλώνα,
ένα μάτι χρυσό μ’ έναν απόηχο του πράσινου,
ένα ακίνητο μεσημέρι μερωμένο απ’ τα φύλλα των δέντρων.

Νομίζω πως ίσως,
ίσως να χωρά εκεί η σκιά μου.

~

The Donnadio

Τίποτα δεν αγάπησα περισσότερο απ’ το λαμπερό πάτημα του μετέωρου ποδιού του μαθητή
στο επόμενο σκαλί προς τον όποιον ήλιο,
απ’την ώρα που η προοπτική της επίτευξής του ξεπροβάλλει σπιθίζοντας
ανάμεσα σε δάκτυλα που αγγίζονται αληθινά –
ερωτευμένα, θαρρώ –
κάπου μέσα στις σπείρες του κόσμου.

Τίποτα δεν αγάπησα περισσότερο απ’ τους ανθρώπους.

(Για τον Νίκο Σπανό, τη διαδικασία της μάθησης, και κάθε χαρισματικό δάσκαλο.)


~

Εκπλήρωση

To μελάνι μου
μπορεί όλο κι όλο δρόμο ν’ ανοίγει
για να περάσει το φως.

~

Περί ετεροπροσδιορισμού

Ζώντας ανάμεσα σε πουλιά
πρωτοθέλησα να πετάξω.


[Σεπτέμβριος]

Το τέλος του τέλους του κόσμου

Έχω την αίσθηση πως δεν μπορώ πια να φέρω το τέλος του κόσμου
με μια σύσπαση του προσώπου –
ούτε καν για μένα –
πως δεν τελειώνει πια έτσι εύκολα ο κόσμος,
πως καταφέρνει και συνεχίζει,
πάντα συνεχίζει,
ακόμα κι αν είναι μόνο μέσα στην ιδρωμένη παλάμη μου,
στους δείχτες απ’ τ’ ανύπαρκτο ρολόι μου που το λένε Τοκκάτα
και στις φαινομενικά αυτάρκεις εκρήξεις μου που μ’ αφήνουν μακάρια άδεια
κάτω από σεντόνια ή παπλώματα,
ανεξαρτήτως καιρού.

Δεν μπορώ πια να σημάνω τις καμπάνες,
να κάνω μαύρο σαν την άβυσσο τον ουρανό
και να τον σκίζω με φλόγες –
τέτοιον τρόμο δεν [θέλω να] προστάζω πια.

~

Εκμυστήρευση

Πάμε σε μιαν άκρη,
πάμε σε μιαν ήσυχη άκρη χωρίς πολλά-πολλά χρώματα δικά της,
θέλω να σου μιλήσω κάπου που τα μάτια σου να μην κοιτούν εδώ κι εκεί,
κάπου που να μην έχει τίποτα να σ’ αποσπάσει –
να μ’ ακούσεις καλά θέλω
και να μ’ ακούσεις φοβάμαι...

Έχω δρόμο μπροστά μου για τη γιατρειά.

Στο μυαλό μου κυλούν κορίτσια που δεν υπήρξαν ποτέ,
κορίτσια με χρυσά χαμόγελα και λευκά δόντια,
με γάργαρα μαλλιά και πεταλούδες,
μ’ ελαφρυές ανάσες και με μαγικά ραβδιά.

Στον ύπνο μου έρχονται και κυμματίζουν,
έρχονται κι είναι γέλια μεγάλα κι ανοιχτά,
είναι τα κορίτσια των βιβλίων,
τα κορίτσια με τα λουλούδια στα μάτια,
με τα ροζ κοκκαλάκια·
τα κορίτσια που κοιμούνται στους κοιτώνες
και ξενυχτούν μ’ ανώδυνα φιλιά που μόνο σα φαντασίες τους υγραίνουν τα χείλη,
τα κορίτσια με τα λυγερά σώματα
που δεν τ’ αγγίζει κανείς.

Κάθονται πάνω στο στέρνο μου
και φλυαρούν·
οι φωνές τους θροΐζουν στο πάτωμα,
τα νυχτικά τους,
φύλλα θροΐζουν στο δέντρο με το ξύλινο σπιτάκι
που τους έχουν χτίσει βασιλιάδες για να παίρνουν τσάι
κεντώντας γέλια, γέλια...

Έρχονται τα γλυκά κορίτσια που δεν αγαπούν,
και χορεύουν στην κοιλιά μου,
έρχονται τα κορίτσια που δεν αγαπούν
κι η απαλή σάρκα των ποδιών τους
μου σχίζει με γέλια και λάμψεις τα σωθικά.

~

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 09, 2007

Do.Po.Wri.Mo. 21 Ιουνίου - 21 Ιουλίου 2007 : Ποιήματα 11-15 Ιουλίου

[Ημέρα 21η]

Συγγνώμη

Δεν είχαμε λευκά σεντόνια –
δεν είχαμε για παράνυμφους εκατό πανώρια άλμπατρος
να μας δροσίζουν με τις φτερούγες τους
και να μας πάνε ψηλά,
πιο ψηλά…

Μα αυτό ήταν χτες,
τότε,
τώρα έχω αργαλειό,
τώρα έχουμε,
έχουμε,
μπορούν και τ’ αγόρια να υφάνουν –
μήπως και τα κορίτσια δεν ιππεύουν;

Έλα,
θα σου μάθω να φτιάνεις στρωσίδια και σκεπάσματα
ιπτάμενα,
θα σου δείξω χιλιάδες νήματα
νά ‘χεις να διαλέγεις –
λευκά όλα τους,
το καθ’ ένα τους ένα διαφορετικό λευκό.

~

Χρονισμός

Κάθε μέρα ξημερώνει.

Μια απ’ αυτές τις μέρες, λοιπόν,
θα ξυπνήσουμε αρκετά νωρίς
και θα δούμε τη χαραυγή –

ή απλά ο ήλιος θα μας χαϊδέψει ταυτόχρονα
τα βλέφαρα
και θα ξυπνήσουμε αγκαλιά στο φως.


[Ημέρα 22η]

Είθε να κάνουμε μαζί
τον κύκλο

Ευωδιάζεις
ζεστές νύχτες μιας εποχής που ήταν
και που ίσως ξανάρθει.

Φέρνεις μαζί σου
παράλογα
οικείους ψιθύρους
από τα μπροστινά καθίσματα
του αυτοκινήτου –
ψιθύρους ακατανόητους σχεδόν
μα τόσο, τόσο γνώριμους,
ψιθύρους που ακούγονται λίγο πριν τον ύπνο,
εκεί, στο ευάλωτο
μεταίχμιο
που παίρνει όλα τα σχήματα,
χρόνια πριν
ή και χρόνια μετά...

~

Όχι μόνο μαύρο και κόκκινο

Τ’ αυγουστιάκο κρασί
χύνεται στο χώμα.

[Γεννήσαμε όμορφα μαχαίρια
με κοφτερά ονόματα,
δε νομίζεις;]

Ο νους μου καλπάζει
και το κορμί μου λικνίζεται μαζί του.

Διασχίζουμε τα καυτά πλακάκια,
την καυτή άμμο,
τα καυτά βράχια,
και καταλήγουμε στο βότσαλο σκαλισμένο σταυρό
που ιδρώνει στο χρισμένο χέρι σου.


[Ημέρα 23η]

Ναυάγιο στην ακροθαλασσιά μιας νύχτας

Κάποιος πέταξε στο νερό
σωσίβια·
ένας άλλος φυσούσε νευρικά τον καπνό του
όπως πάντα,
και μουρμούριζε πως έτσι κι αλλοιώς
δεν θα τη γλυτώσει κανείς.

Εσύ αγαπούσες τις φράουλες·
όχι για τη γεύση τους,
μόνο για τις δροσοσταλίδες πάνω τους,
και για το θελκτικό τους χρώμα.

Τους τις πετούσες μία-μία
και μόνη η λαχτάρα
έβαφε τις γλώσσες τους κόκκινες
και καθιστούσε τα σωσίβια
παλιά, παρατημένα παιχνίδια.

Ώρα να σβήσω το κερί.

~

Το μωβ που υποφέρει

Πέρασες
από τον κήπο με τις βιολέττες
κι είδες και κάποιες μαραμένες –
συγγνώμη,

δεν μπορώ ν’ αναιρέσω
την εντροπία,

δεν μπορώ να λευκάνω
κάθε μελανό σημείο,
κάποτε και τα δάκτυλα
θα κοιμηθούν,
κι αυτά
κάποτε.

[Πάντως τελευταίες
θα μείνουν οι λέξεις.]


[Ημέρα 24η]

Η κυρά του σπιτιού με το φως

Είναι μια ψυχή
μέσα στο χρώμα των τοίχων,
μέσα στους πόρους απ’ το ξύλο της ναρνιανής ντουλάπας
και στ’ αστραφτερό του καθρέφτη.

Έχει βρει καταφύγιο
στη μυρωδιά των βιβλίων –
όλα υπογεγραμμένα,
λίγα άκοπα ακόμα –
στις ευφάνταστες κουρτίνες,
στα τραπέζια από μάρμαρο
και νοσταλγία,
στις φωτογραφίες ενός μικρού αγοριού
και στην ήρεμη σκόνη
στο πάτωμα.

(Αφιερωμένο στην Έλλη Μαρμαρά.)


~

Μοναξιαρχία

Έφεραν στη Βασίλισσα
μερικές σιωπές ακόμα.

Το συνηθίζουν τις ημέρες των γιορτών –
έτσι γεννήθηκε και το έθιμο
των βουβών πυροτεχνημάτων
που σχίζουν τον ουρανό
κάθε φορά τόσα όσα και τα χρόνια της,
κάθε χρόνο την ίδια, ολόιδια μέρα.


[Ημέρα 25η]

Η φωνή των κεκτημένων

Δεν έχω να σου απευθύνω κάτι –
μ’ έχεις δει να κοιμάμαι
με γυμνά χέρια,
κι ακόμα
μ’ έχεις πνίξει
εκεί
στον ύπνο.

Γνωρίζεις καλά
τη μυρωδιά απ’ τα παρακάλια μου,
γνωρίζεις τις αρμονικές
των νυσταγμένων μου εξομολογήσεων,
τα ονόματα με τα μικρά χεράκια
που βασανίζουν τα όνειρά μου
και την πεισματική μου πίστη
πως θα δω τον ήλιο
κάθε επόμενο πρωί.

~

Παύση

Ένα νανούρισμα θέλω –
ξέρεις κανένα;

Ένα νανούρισμα για μένα.

Να μου το τραγουδήσεις θέλω,
να με κοιμίσεις,
εσύ, εσύ να με κοιμίσεις –
να προλάβεις τα μάτια μου που κλείνουν πια.

~

[Η πρότελευταία δόση του Do.Po.Wri.Mo. - άλλη μια Κυριακή και τελειώσαμε.]

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 05, 2007

Do.Po.Wri.Mo. 21 Ιουνίου - 21 Ιουλίου 2007 : Ποιήματα 6-10 Ιουλίου

[Ημέρα 16η]

Άγρια των άστρων μουσική

Δεν κοιμάμαι·
τα πόδια μου καίνε.

Μόλις επέστρεψα από μιαν άγρια γιορτή,
μια σκοτεινή λειτουργία
με φόντο τα προαιώνια άστρα –
ένα συνοθύλευμα νυχτερινών χάλκινων στιγμών
που προκαλούσαν την αήττητη εντροπία.

~

Ακούω την αγάπη

Απόκαμα ανάμεσα στα πόδια,
πάνω στο χώμα –
έπεσα.

Γύρω μου τα σώματα οικεία,
ζεστός κλοιός,
ζεστό καλοκαίρι,
αιώρες που κρέμονται απ’ άστρο σ’ άστρο.

Κοιμήθηκα·
ευχαριστώ.

Δεν με ποδοπάτησε κανείς.

(Τα ποιήματα αυτής της μέρας σχετίζονται με τη συναυλία του Αγγελάκα στο Gagarin Open Air Festival στον Άγιο Κοσμά, όπως θα έχετε μάλλον καταλάβει ήδη.)


[Ημέρα 17η]

Σαν παραμύθι

Είναι μια κόρη σ’ έναν πύργο ψηλό,
μια κόρη έβενο ντυμένη,
που έχει τον ήλιο δέκα χρόνια να δει,
και τίποτα δεν περιμένει.

Έχει σχεδόν ξεχάσει πως κάποτε, μακρυά
σκαρφάλωνε στα πιο ψηλά των δέντρων μέρη
μονάχα για να πιάσουνε κουβέντα ψιλή
κάθε ζεστό, φωτεινό μεσημέρι...

Τον πύργο τον τυλίγει σύγνεφο κακό,
μαύρο σαν του φραγμένου πηγαδιού τα ζοφερά παλάτια
κι όχι σαν και τη νύχτα με τις μυρωδιές
και τα μυριάδες άστρα για μάτια.

Να κοιμηθεί σαν πλαγιάζει δαιμόνια ξυπνούν
και ταλανίζουν το λιγνό κορμί της,
και κάθε που ξυπνά στέκεται στο παράθυρο
κι αυτό το μαύρο τίποτα αγριεύει μαζί της.

Μας μοίραναν οι μοίρες λέει μαζί,
μα εγώ ψυχανεμίζομαι τη μέρα να χαράζει,
κι εκείνη ατενίζει στα τυφλά τη σιωπή
κι όλο και πιο βαθειά ο κόρφος της ρημάζει.

~

Ραψωδία

Το ξέρω, ξέρω,
ήταν ερημιά μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι,
πυρηνικός χειμώνας,
ψηλάφισμα στο χιόνι με καμμένα δάκτυλα,
μάτια τυφλά μαυρισμένα απ’ την έκρηξη.

Και τώρα δεν τ’ ανοίγεις πια
τα μάτια,
κάθε φως είναι
γεννήτορας ασφυκτικής σιωπής·
και τα χείλη
κι αυτά σφιγμένα,
μια γραμμή,
μια ίσια γραμμή
παράλληλη του φόβου.

(Τα ποιήματα αυτής της μέρας είναι γραμμένα για τη Ραψωδία, και αφιερωμένα σ' αυτήν. Το πρώτο είναι απόπειρα με μέτρο και ομοιοκαταληξία, όπως βλέπετε. Απεχθάνομαι αυτού του είδους το μέτρο και αυτού του είδους την ομοιοκαταληξία στα ελληνικά, ειδικά όταν τα γράφω εγώ.)



[Ημέρα 18η]

Μανδύες

Στροβιλίζονται
ξέφρενα
γύρω μου,
σέρνονται
γύρω απ’ τα πόδια μου,
με τυλίγουν
σαν καταδικά μου
κουκκούλια
ή σαν φριχτοί ιστοί αράχνης,
ή και σαν χέρια
μανδύες,
μανδύες στα βασιλικά χρώματα,
παραπετάσματα φωτιάς
ή ουρανού,
ή χλοερής ζώσας γης –
καταρράχτες από ήλιο,
ρυάκια από δέκα μικρά φεγγάρια,
από δέκα μικρά γιασεμιά,
από δέκα μικρά
περιστέρια,
δέκα λειωμένα μεσημέρια...

Ξέφρενα
αγγίζω,
ξέφρενα
αγγίζονται τα ελεύθερα χέρια –
δεν θα παραπατήσω τυλιγμένη ήλιο,
δεν θα σωριαστώ,
δεν θα βουλιάξω μόνη
στις ψιθυριστές
στενάζουσες βιολέττες
του δικού μου.

~

Σιωπηλή γνώση

Κι όμως
δεν ανήκεις για πάντα στο χάος.

Μόνο οι φόβοι σου ανήκουν εκεί.


[Ημέρα 19η]

Δυο πιθανές εκβάσεις της τέταρτης εξομολόγησης
[που δεν ήρθε ακόμα]

I

Χίλιες χιλιάδες σελίδες
από μαλακό κιτρινωπό χαρτί
γεμάτες μεσημέρια
και χαμογελαστές διαθλάσεις
ακουμπούν η μια στην άλλη
και φτάνουν το φεγγάρι.

Το φιλούν στα χείλη
του νοητού ασημένιου του προσώπου
κι έπειτα αφήνονται στον αέρα
άφοβες
να χορεύουν ως την πρώτη ανατολή.

II

Σ’ έναν άλλο κόσμο
ο χορός τους ταράσσεται από τον ήχο ενός πυροβολισμού.

Ο κυνηγός της νύχτας αστοχεί –
μόνο μια φορά.

Ο αέρας μυρίζει κόκκινο
κι η σελίδα με τις ομορφότερες λέξεις
ματώνει το χώμα.

~

Λευκή αναμονή

Οι γλάροι είναι πάντα μεγαλύτεροι απ’ ό,τι τους περιμένουμε·
κι ομορφότεροι.

Θυμάμαι τους ήχους τους
και τους συγχέω με τον ήλιο του κόσμου.

Καμμιά φορά
το φως στα μάτια σου είναι τόσο δυνατό
που νομίζω πως ξημέρωσε.

Όχι ακόμα.


[Ημέρα 20η]

Ναι, [έρωτας].

Μεταλάβαμε
το μαγεμένο νερό
απ’ το δρόμο του ολόγιομου φεγγαριού
και μας ξελόγιασε,
μας γέμισε τα μάτια αντανακλάσεις
κι αλμυρούς κρυστάλλους
που αντιφέγγιζαν άστρα κι ουρανό,
κι άμμο,
και κοράλια,
και νότες,
νότες, Θεέ μου,
και φοβισμένους ηδονικούς ψιθύρους
για το κατ’ εικόνα
κι ιδίως για το καθ’ ομοίωσιν...

«Θαλασσόνερο»,
είπες,
κι είπε
«Και τώρα;»
κι εγώ
γυμνώθηκα αλλοπαρμένη
και κολυμπώ στο ασήμι
ανασαίνοντας όσο λιγότερο μπορώ.

~

Στα ύψη [των συννέφων]

Δεν έχει σκάλες
να κατεβαίνουν απο ‘δώ.

Έχει μόνο πάνω,
κι άλλο,
κι άλλα χρώματα,
κι άλλους ουρανούς,
κι άλλον αέρα –

έχει ή πιο πάνω,
ή τη μάταιη βουτιά στο κενό.

~

[Τελικά δεν τα κατάφερα να ανεβάζω πενθήμερα κάθε Κυριακή. Θα βάλω τις δυο τελευταίες δόσεις τις δύο επόμενες Κυριακές, όμως. Bear with me.]