Μιαν άλλη Ιουλιέττα

Λευκά και μαύρα πανιά, μια Ιουλιέττα καπετάνιος, το ταξίδι του Ταξιδιώτη της Αυγής, ο δρόμος για την άκρη του κόσμου...

My Photo
Όνομα: Αταλάντη Αντωνίου
Τοποθεσία: Derby, Derbyshire, UK

Και τι είν' το εγώ; Γυάλινο άγαλμα! Λίγα κοχύλια που μάζεψα είμ' εγώ, οι άνθρωποι που αγάπησα, ο καιρός που πέρασε, το κρεβάτι που πλάγιασα... Είμαι το ταξίδι μιας ζωής - κι αλλάζει η ρότα μου απ' τον άνεμο. Είμαι όλοι εσείς που παρελαύνετε στα όνειρά μου...

Κυριακή, Νοεμβρίου 04, 2007

Από τα τέλη του Σεπτέμβρη ως σήμερα

No more

Stop bugging me.
I don’t know any stories, I don’t tell stories; anyone can tell better stories than I do.
The only story I know is my own story
and I keep telling it over and over again,
changing names, houses, cities, words, metaphors –
never changing sun or sky.

Go away.
I don’t want to tell breathtaking stories, you see,
nobody’s fascinated by happy endings nowadays.

Leave me be.
I’ve been saving my words for wishes –
I’ve been wishing for a hammock, a Christmas tree, light-thirsty windows and
a pair of eyes fixed enough in mine to call home.

[19.9.2007, Θεσσαλονίκη.]

~

Ite, missa est.

Κόσμε με τα μεγάλα μάτια,
παγιδεύεις φευγαλέες πεταλούδες στις κρεμάμενες κορδέλες σου,
κι άκακες αράχνες στα μαλλιά σου.
Ο καθρέφτης σου δείχνει πάντα το Βορρά,
κι ένα ψηλό κυπαρίσσι στολισμένο κοχύλια·
το μυστικό σου καλειδοσκόπιο δείχνει τα χίλια πρόσωπα της αβύσσου·
ο μεγενθυντικός φακός σου δείχνει μια τρίχα απ’ τα μαλλιά της Χιονάτης
πεσμένη σ’ έναν απ’ τους χωματόδρομους του Παραδείσου.
Μυρίζεις φρέσκια φωτιά και μωρουδιακά φανελάκια.
Έχεις γεύση από κυριακάτικο παγωτό
κι από νύχτες σ’ ένα καζίνο με ζωηρά φώτα, όπου σ’ τα παίρνουν όλα...

Κόσμε με τ’ άγουρα χείλη,
ο ορίζοντάς σου γράφει ένα μεγάλο κύκλο γύρω απ’ τα ρόδα
και τα φιλιά μου,
δένει τις λέξεις που μάταια ως τώρα πόθησα,
τυλίγεται απειλητικά γύρω απ’ τον πύργο που παλεύω να σηκώσω ως το πρόσωπό σου
στερώντας μέτρα απ’ τον κήπο του.

Κόσμε με την ανάσα που αλλάζει χρώματα,
κάποτε θα σου χαρίσω ίσα μ’ εκατό φορές τη γόνιμη στάχτη που κατάπια στην αγκαλιά σου,
ίσα μ’ εκατό φορές πιο πλούσια και λαμπερή,
γεμάτη με λάμψεις από δάκρυα
κι υγρές άκριες από χαμογελαστά χείλη.

Κόσμε που μέσα σου γεννώ,
μες στα δεσμά σου θα πνεύσω λίγη απ’ την πνοή σου –
αυτήν την ίδια που με σπρώχνει να τα σπάσω –
κι άγγελοι και πυγολαμπίδες στάζοντας μελάνη θα πάρουν το δρόμο για τον ουρανό.

[26.9.2007, Den Haag.]

~

Ανακαίνιση

Με παίρνει ο ύπνος μέσα σε στρείδια
και νοιώθω μαργαριτάρι
και μετά φοβάμαι
γιατί μερικές λέξεις πήραν κάποτε χρώματα τρομακτικά
και δεν τις ξαναβάψαμε από τότε.

~

Ερώτηση απ’ τα βάθη και τα χρόνια

Κοιτάζω το πρώτο μας φως
κι αναρωτιέμαι:
τ’ είναι αυτό το φύσημα μου
που με κάνει να θαρρώ πως είμ’ αναλλοίωτη
ενώ παίρνω σχήμα
από χίλια φυσήματα
κι αέρηδες,
από κάτι περασμένες θάλασσες
και κάτι γόνιμες παρεξηγήσεις;

~

Διαπίστωση

Σαν γνήσιος άνθρωπος
θέλω να βάλω χέρι κι εγώ
στο ξόρκι της αλλαγής.

~

Περί ταύτισης

Η μουσική χαμογελά περισσότερο
εκεί ψηλά
όταν θυμίζει εαυτούς
κι αγγιγμένες σκιές.

~

Ευτυχία I

Θέλω να τραβάμε τις ουρές απ’ τους κομήτες
κι αυτοί να μας κυνηγούν.

~

Ευτυχία ΙΙ

Μόνο να μην ξεχνάμε να πίνουμε νερό όσο πετάμε.

~

Εσένα Ι

Εσένα·
γιατι κλαις έτσι όπως κλαις.

~

Εσένα ΙΙ

Εσένα·
και στο δροσερό
και στο ζοφερό
δάσος.

[12.10.2007, Den Haag.]

~

And all the stones I’ve thrown

Πάνω
απ’ το νερό,
κάτω
απ’ τη θάλασσα,
σ’ ένα μέρος όπου κανείς δεν αποφεύγει τον ήλιο,
αφήνω τις αντανακλάσεις του να με τυφλώσουν για λίγο
καθώς με ζεσταίνει.

Πίσω
τ’ αυτοκίνητα δε μ’ ενοχλούν·
είναι κομμάτι των ήχων της φύσης
μας–

και τα φύλλα,
τα φύλλα βρίσκουν μόνα το δρόμο τους
ανάμεσα στ’ άλλα φύλλα.

Δεν είμαι σίγουρη για τη μνήμη,
για την αγάπη.

Θυμάμαι,
αλλά όλα τα φύλλα μοιάζουν μεταξύ τους,

κι ήταν και κάτι στιγμές
όπου όλα φώναζαν
ανάσταση.

Εγώ,
εγώ,
εγώ,
εγώ·

τώρα,
τώρα,
τώρα,
τώρα.

Αλλάζω,
αλλά ζω.


Ζω άλλα.

(Τίτλος από τους στίχους του Friends are evil των Jesu.)


~

Έκπτωτη

Για να κρατήσω δίπλα μου
το φως
σκοτείνιασα τα μάτια μου
ναι μην το σκιάζει που με καίει και με τυφλώνει
και σκιάχτηκα,
κι έγινε αργά τ’ απόγευμα το μεσημέρι,
και νερωμένα κυλούν τα χρώματα
και το κρασί.

~

[ρώτα τη σκόνη]

Λες ότι μπορείς και σου φυσάνε μπουρμπουλήθρες στ’ αυτιά με μακρυά καλάμια μακρυά τρομακτικά δάκτυλα μέχρι να λυγίσεις σαν καλάμι
μου είπαν πως τα καλάμια δε σπάνε
τα δάκτυλα σπάνε
μου είπαν
μου είπαν πως μπορώ
μπορείς
πώς μπορεί κάτι διάφανο να γίνει κόκκινο
πως μπορεί κάτι διάφανο να γίνει κόκκινο
κόκκινο
διάφανο
κόκκινο
κόκκινο
λες ότι μπορείς
και γίνεται κόκκινο
κόκκινο
αλλάζεις
αλλά ζεις
ζεις άλλα–

(Έμπνευση και τίτλος από το «ρώτα τη σκόνη» του Γ. Ρίκου.)


[14.10.2007, Den Haag.]

~

Ο έρωτάς του

Χείλη γεμάτα κι απαλά φυσούν,
σερπαντίνες πετούν,
ανοίγουν με την ανάσα.

Είναι μια ανάσα ντυμένη κορίτσι,
ντυμένη γιορτή,
κλείνει το μάτι και μου γνέφει ν’ ακολουθήσω,
τρέχει ανάμεσα σε καθρέφτες που τ’ αλλάζουν όλα,
τρέχει και καμμιά φορά παραπατά στο φόρεμά της,
τρέχει και την ακολουθώ.

Γνέφει σιωπή με το δάκτυλο
μέσα στους χίλιους ήχους,
σωπαίνω και την ακολουθώ,
και τρέχει,
και μου κρύβεται καμώνοντας πως φοβάται,
μα στ’ αλήθεια φοβάται,
για να μου φανερωθεί μ’ ένα γέλιο
πίσω από κάποια κουρτίνα.

Κι όταν κουραστώ να τρέχω σταματώ,
γλιστρώ στο γυαλισμένο πάτωμα και σωριάζομαι,
κοιτώ τα γύψινα λουλούδια στο ταβάνι
και τις άκρες των μαλλιών μου που γίνονται σερπαντίνες,
κι όταν κουραστώ να σωπαίνω φωνάζω τ’ όνομά της
και δεν μπορεί να μ’ αρνηθεί
και τρέχει πάνω μου εκείνη,
η σιωπηλή με τη μάσκα,
η φασαριόζικη με τα γέλια,
η γιορτή,
η γιορτή που ανοίγει με την ανάσα.

[26.10.2007, Den Haag.]

~

Fabio Bonizzoni

Ταπ ταπ,
ταπ·
τα παπούτσια του γυαλίζουν
λιγάκι
κολακεύοντας το πάτωμα.
Αν γυάλιζαν πολύ,
θα μιλούσε λίγο πιο δυνατά
και το ρολόι του δε θά ‘χε καφετί δερμάτινο λουράκι.

Κάποτε,
στα μάτια κάποιας ή κάποιου,
το φως τον άγγιξε με τρόπο ασύγκριτο
κι οι σκιές ακολούθησαν.
Το πόδι του που τώρα δα χαϊδολογιέται με την καρέκλα
συνδέθηκε κάπως με κάτι αρχέγονο –
οτιδήποτε –
και τα χέρια του –
είμαι σίγουρη για τα χέρια του –
έγιναν σύμβολα μυστικά για κάτι ανείπωτο.

(Γραμμένο για τον Fabio Bonizzoni,
ε, προφανώς δηλαδή, έναν πολύ καλό τσεμπαλίστα, δάσκαλο του Ορφέα ή Ιάσονα Μαρμαρά.)

~

Now

Give me glittering trumpets
and ornate smoke.
Give me steaming waterfalls,
pulsing rocks and seagulls afraid of the sun.
Give me those who are yet lost.
Give me fingers black with tears and mascara,
and roses that were meant for someone else.
Give me labyrinths
and no thread, or breadcrumbs, or echoes.

Now that I have been saved,
give me the world’s ashes
and I will make them glow.

[30.10.2007, Den Haag.]

~

(Είμαι στη Χάγη, και θα είμαι εδώ μέχρι και το Δεκέμβριο. Είμαι ευτυχής. Όχι άλλα τρίτα πορτραίτα. Τ' αβάσταχτο ανατράπηκε για τα καλά, όπως ίσως καταλάβατε από ένα μεγάλο ποσοστό του Do.Po.Wri.Mo. Ίσως και νά 'χατε καταλάβει πως είναι στο δρόμο για την ανατροπή ακόμα από τις πρώτες ελπίδες [αμέσως μετά απ' τ' αβάσταχτο], ή από τις άκριες απ' το τραγούδι της εξόριστης και τα υπόλοιπα του προηγούμενου ταξιδιού στη Χάγη.)