Μιαν άλλη Ιουλιέττα

Λευκά και μαύρα πανιά, μια Ιουλιέττα καπετάνιος, το ταξίδι του Ταξιδιώτη της Αυγής, ο δρόμος για την άκρη του κόσμου...

My Photo
Όνομα: Αταλάντη Αντωνίου
Τοποθεσία: Derby, Derbyshire, UK

Και τι είν' το εγώ; Γυάλινο άγαλμα! Λίγα κοχύλια που μάζεψα είμ' εγώ, οι άνθρωποι που αγάπησα, ο καιρός που πέρασε, το κρεβάτι που πλάγιασα... Είμαι το ταξίδι μιας ζωής - κι αλλάζει η ρότα μου απ' τον άνεμο. Είμαι όλοι εσείς που παρελαύνετε στα όνειρά μου...

Σάββατο, Νοεμβρίου 15, 2008

Απ' την αρχή του 2008 ως σήμερα

Ταξιδεύοντας

Έξω το τοπίο ούτε μ’ εντυπωσιάζει,
ούτε με γαληνεύει –
αν και γαλήνη μού ‘χεις χαρίσει εσύ με τ’ απλωμένο σε χαιρετισμό σου χέρι
κι ανάγκη απ’ άλλη δεν έχω.

Το κοντινότερο εντυπωσιακό πράγμα
είναι τα μάτια του νεαρού στ’ απέναντι τραπέζι.
Λάμπουν, χωρίς αμφιβολία.
Λίγα λεπτά παρατήρησης φανερώνουν κι αυτό που τα φωτίζει:
σκληρή πέτρα γυαλισμένη,
ξεδιάντροπη νιότη που κρίνει χαιρέκακα,
άγνοια που δε νοιάζεται να γίνει γνώση.

Αλοίμονο στα λευκά χεράκια που θ’ ανοίξουν απλωτές μέσα τους·
κι αν φαίνονται νερά γαλάζια, γρήγορα –
καλύτερα γρήγορα –
θα φανερώσουν την παγίδα τους.

Κολύμπι μες στην πέτρα δεν άκουσα ποτέ·
ούτε στα παραμύθια.

[Ιανουάριος 2008, ταξιδεύοντας από Αθήνα προς Θεσσαλονίκη.]

~

Αυτή που εσύ μου δίνεις

Φτάνει στην πόρτα σα βαθειά ανάσα που τα φανερώνει και τα σβήνει όλα.
Φοράει κουρασμένα ρούχα, ακούραστα μάτια κι ένα καινούριο καθαρό χαμόγελο –

φτάνει πάνω στην ώρα να με δει να παίζω μ’ αυτοσχέδια πέπλα στον καφρέφτη.

[Είχα καιρό να σε συναντήσω,
πού ταξίδευες;]

Μυρίζει ζωγραφιστά καράβια και τρύπιες τσέπες και κάτω πέφτουν χαμόγελα
και σκύβει και παίρνει ένα και μου χαμογελά.

[Α, μάζευες θάλασσα με τις χούφτες σου για να γεμίσεις μια λίμνη, ναι,
να βάλεις μέσα κύκνους του αλμυρού νερού να χορεύουν λευκοί
να στροβιλίζονται και ν’ ανεβαίνουν στον ουρανό στ’ ασημένιο φως
στις κορφές των δέντρων που χαϊδεύουν τις κοιλιές των συννέφων
στα μακρυά σκουλαρίκια των άστρων
σε κάτι ουράνια τόξα που βγαίνουν μόνο τις νύχτες που φέγγουν σα μέρες –

ναι.

Εγώ εδώ, εδώ.
Τραγουδούσα, τραγουδάω λίγο καλύτερα τώρα,
αφέθηκα να ξανακλείσω τα μάτια,
σ’ άφησα να μαζεύεις θάλασσα με τις χούφτες σου
μ’ όρο μοναδικό να μου φέρνεις λίγα απ’ τα κοχύλια που βρίσκεις –
και μου έφερες.]

Και κάτω πέφτουν κοχύλια
και σκύβει και μου δίνει μερικά και μου χαμογελά.

Είναι και κάποια ζεστά –
αναρωτιέμαι πώς τα καταφέρνουν και μένουν ζεστά εκεί κάτω από τόνους νερό –
που πολύ μ’ αρέσουν
και τα σφίγγω και λένε καινούρια τραγούδια που κάτι θυμίζουν στα δάκτυλά μου.

[Σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ για τα πιο ζεστά απ’ τα ζεστά κοχύλια.
Σ’ ευχαριστώ για τη λίμνη,
για τους κύκνους που χορεύουν λευκοί,
που στροβιλίζονται κι ανεβαίνουν στον ουρανό στ’ ασημένιο φως
στην κορφή της πιο ψηλής σεγκόγιας
στα βογκητα και στα γουργουρίσματα των συννέφων
στα μαλλιά που μπλέκονται στα σκουλαρίκια των άστρων
στις παιδικές χαρές του φωτός]

[4.1.2008, Αθήνα.]

~

Μετά την Πρωτοχρονιά

Το δικό μας σπίτι μυρίζει κι αυτό χυλοπίττες με βούτυρο και λεμόνι,
μυρίζει μαλακτικό και φρέσκα στρωσίδια,
μα σε τίποτα δε μοιάζει μ’ εκείνο των παιδικών μας χρόνων
παρά τις ίδιες συνταγές,
τις ίδιες θέσεις των παραθύρων
και τα ίδια στολίδια στο δέντρο.

Σε τίποτα δεν του μοιάζει
γιατί εκείνο κατοικεί στο παρελθόν
και μόνο απ’ το παρελθόν κατοικείται.

[5.1.2008, Αθήνα.]

~

Carpe diem

Δεν μπορούσα ποτέ «ν’ αδράξω τη στιγμή»,
να «ζω στο παρόν»,
μου φαινόταν παράλογη η σκέψη.

Το παρόν είναι εδώ,
συμβαίνει,
λειώνει στο στόμα σαν σοκολάτα –

ο αέρας γεμίζει τα πνευμόνια,
το φως λευκαίνει το παράθυρο·
δυο σιλουέττες υπερασπίζονται την αλήθεια που πρέπει να ξεχνάμε ευγενικά
για να συνεχίζουμε ν’ αδράττουμε στιγμές,
να φυτεύουμε το μέλλον στον κήπο ή στην πίσω αυλή,
να φτιάχνουμε παρελθόν και να το φυλάμε σε βάζα,
σε μέρος στεγνό και δροσερό,
για το μεγάλο χειμώνα...

Το παρόν είναι εδώ,
συμβαίνει όπως ο ύπνος δεν παύει να συμβαίνει όταν κοιμάσαι γιατί αύριο
είναι μεγάλη η μέρα,
και κανείς δεν ξέρει πόσο μεγάλος θά ‘ναι ο μεγάλος χειμώνας,
κι έτσι μαζεύω τα νεύματα των σχεδόν-σκιών προσεκτικά,
μαζεύω το λευκό του παραθύρου που σπάει πού και πού απ’ το πέταγμα των πουλιών,
μαζεύω το πέταγμα των πουλιών,
το φτερούγισμα της αλήθειας στην καρδιά μου,
κι η στιγμή λαμπυρίζει τώρα,
πριν,
αύριο,
αργότερα,
πάντα.

~

Πεμπτουσία

Σαν η φωτιά της πρώτης ανάσας
να βάφτισε το μέσα μου
και να τ’ άφησε νωπό
ν’ ανακουφίζεται με το ευγενικό, ανεπαίσθητο άγγιγμα του αγαπημένου ψιθύρου
και να πονάει με την κάθε ζωντανή δοξαριά –
μα να τον ζητάει αυτόν τον πόνο,
τον αλμυρό,
σαν κάθε πληγή.

~

Τη λένε Ουτοπία

Σε θυμάμαι
όταν τα καφετιά παπούτσια,
τα καφετιά σκαλίσματα
κι η καφετιά βιόλα
αρχίζουν να σχηματίζουν σιγά-σιγά ένα σύνολο
που μαθαίνει να μιλάει
κι η πρώτη μωρουδιακή του πρόταση είναι
«γιατί τρεις λάμπες στο ταβάνι;» –
όταν τα στόρια γίνονται ρίγες
κι οι ρίγες ρόγες από σταφύλι
πεσμένες στην άμμο
λίγο αλμυρές απ’ έξω
ξεπλυμένες στη θάλασσα
όπου δεν πηγα,
αλλά με πήρες μαζί σου

γιατί τα φανταστικά μεθύσια
και τα φανταστικά πρόσωπα που διαγράφονται στην πανσέληνο
είναι δεμένα με μακρύ μα γερό σχοινί στη βάρκα με τ’ όνομα που δεν έχει τίποτε να φοβάσαι.

[22.2.2008, Den Haag.]

Στο Χάρη Θρώγκο.

~

Ακόμα πιο πέρα απ’ το πέρασμα

Ανασκαλεύω στο βάθος μιας καλημέρας,
στο γιγάντιο μυαλό ενός κτηρίου
φτιαγμένου από σκάλες και σκάλες.

Ίσως και να μην τα καταφέρνω.
Ίσως το σκιάχτρο να μη δεχτεί τη θυσία,
το κλειστό ρόδο,
την ερώτηση γραμμένη σ’ ένα απ’ τα κομμάτια του σπασμένου καθρέφτη.

Ξαποσταίνω καβάλα σε μια ρόδα γεμάτη άμμο,
κάτω απ’ τη σκιά ενός κοινού, μεγάλου δέντρου
με σκληρά, γερά κλαδιά που έχουν πάντα δίκιο.

Ίσως και να μην έχω τον έλεγχο.
Ίσως τα δώρα από φίλντισι να πίνουν λίγο-λίγο το φως για να μπορούν ν’ αστράφτουν
κι έπειτα να μη φτάνει η ροή του για να λάμψουν τ’ άστρα τ’ ουρανού
πάνω απ’ την πόλη του Μόχθου.

Κι όμως,
από το κάθε αλλεργικό στη χρυσή σκόνη φτάρνισμα
μέχρι το τελευταίο λευκό στρωμένο χαλίκι
οι λέξεις δεν τελειώνουν,
τα γράμματα δεν τελειώνουν
μα πάνε κι έρχονται με ταχυδρομικά περιστέρια,
βγαίνουν από καπέλα Μάγων,
μαθαίνουν πρώτα απ’ όλους πως μ’ αρέσουν τα μάλλινα κουβάρια και γίνονται πλεχτά γάντια
και μου ζεσταίνουν τα χέρια
μ’ αμέτρητες θηλειές από αφούαυτόγιατίόχικαιτ’άλλο,
και δεν με ξυπνούν
ούτε μ’ αποκοιμίζουν –
μ’ αφήνουν να ονειρεύομαι
όπως θα έπρεπε.

Ίσως κάποτε η Γκηίσσα, μια απ’ τις σοφότερες Μοίρες αυτής της άκρης του κόσμου,
να ήρθε σ’ ένα απ’ αυτά τα όνειρά μου
και να μου είπε πως μόνο ξαπλωμένος
με τα μάτια κλειστά
μπορεί κανείς να δει τ’ άστρα τ’ ουρανού
πάνω απ’ την πόλη του Μόχθου –
αρκεί να μην είναι ξύπνιος
και να μην κοιμάται.

Αφού αυτό γιατί όχι και τ’ άλλο;

Κι ύστερα
τα όνειρα δεν θα κρύβονται απ’ τις καλημέρες,

κι ύστερα,
το δίχως άλλο,
θα βρεθεί μιαν άλλη ερώτηση.

[28.2.2008, Den Haag.]

~

Do not

Do not sink in.
There’s a hole in the ground, but it’s not for you;
not yet.
Do not sink in.

Do not sleep.
This is not what you should do with your recent knowledge
on how to say yes.
Do not say yes; not now.
Do not sleep.

You can only be this:
Fire.
You can only burn
more, faster, less, slower;
you can only burn.

And then go out.
Not yet.
Do not say yes;
do not sink in.

[16.3.2008, Den Haag.]

~

Μουρμουρητά στα βάθη ενός θεωρητικά σβησμένου ηφαιστείου

Σιωπηλά-σιωπηλά
γυρίζω τον κόσμο τώρα,
μπορώ και σ’ ογδόντα μέρες μα δε βιάζομαι αν κι ίσως θά ‘πρεπε,
καθυστερώ σε πάρκα με πατημένο χορτάρι,
σε κάτι κόκκινα παγκάκια μ’ ακουστικά στ’ αυτιά και κλειστά μάτια,
σιωπηλά.

Σιωπηλά-σιωπηλά,
σιωπηλά,
με το μεγάλο κλειδί στο χέρι καυτό σα χιόνι,
παγερό σα φωτιά,
με το μεγάλο κλειδί των στερεοτυπικών αντιθέσεων –
ασήμαντο σαν καθημερινό ξυπνητήρι,
σημαντικό σαν ξύπνημα από λήθαργο βαθύ μ’ ένα φιλί ή με τον ήχο ενός κόρνου.

Σιωπηλά-σιωπηλά,
μόνο ο Θεός μου ξέρει πως δεν τον έχω προδώσει,
σιωπηλά,
μέσα μου φουντώνει η φωνή απ’ το φύσημα μιας άλλης φωνής,
τόσο ωραίας,
τόσο
σιωπηλά,
σιωπηλά φουντώνει και κάτι, όλο και κάτι, θα καταπιεί,
το κλειδί, το ξυπνητήρι, το λήθαργο, τη σιωπή την ίδια, μια βενετσιάνικη μάσκα, εμένα,
ένα απ’ τα πρόσωπα του Θεού, την κορώνα ενός κύκνου, ένα φιλί, ένα φτερό,
ένα κάπως βαρετό πρωινό κάπου στην άκρη του κόσμου,
ένα φόβο που δε βλέπω την αρχή του,
όλο και κάτι.

Σιωπηλά
είμ’ εδώ, και θέλω όσο ποτέ να την τιθασσεύσω τη φωνή μου, και φοβάμαι,
και καθυστερώ σε βόλτες που έχω ξανακάνει,
σε κάτι κόκκινα παγκάκια με δανεικά πανωφόρια να κρατούν μόνο λίγο απ’ το κρύο μακρυά,
σιωπηλά-σιωπηλά.

[26.3.2008, Den Haag.]

~

Voyeur

Lorna is a star.
She can either shine or fall.

It’s past midnight.
There’s a bad poet sitting by the window of a blue room;
he wishes upon her hair using unnecessary adjectives.
Her hair enters the room like cold light
that becomes warm on impact
and then burns the sheets, the fingers, the bruised paper,
the rocking chair favoured only by the house cat,
and two non-matching socks.

Lorna cuts holes through the socks
making funny faces.
She wears them like a pair of bikers’ gloves.
“Only silly stars fall”, she speaks softly.
She smiles with a smile like cold light
that becomes warm on impact.

The poet pompously swears to quit smoking.
There’s a tune in his head that I don’t recognize;
the sheets are soaked in water.

For all he knows, it’s his fire,
but I saw.

[4.5.2008, UK.]

~

Happy

The lights that shine against the night
make me happy.

Pianos make me happy,
when played with a not-yet-quite-tamed passion.

The anatomy of your face
makes me happy.

Exhalations make me happy
when they carry beautiful song within them.

You, experiencing my language as your mother tongue,
make me happy.

Cats make me happy!

Fugues make me happy…

Your hair makes me happy,
more so when wet.

(not a poem, just notes!)

~

Έξω απ' το παράθυρο

Κίτρινη ερημιά ως εκεί που φτάνει το μάτι,
κι ένα έρημο δέντρο.

[Δεν είναι που κατάπια μια σκάλα
και μού ‘χει σκαλώσει στο λαιμό
κι ανεβοκατεβαίνουν οι ανάσες κι οι λέξεις,
δεν είναι που φυλάω σε κάθε ντουλάπι κάτω από κάθε σκαλί κάτι άλλο,
πάνω-πάνω τα σημαντικά και πιο κάτω τ’ άλλα,
δεν είναι που νομίζω ότι αξίζουν μόνο λίγοι άνθρωποι,
κι απ’ αυτούς λίγοι,
ή που νομίζω πως δεν μπορούν να βάψουν κόκκινη ακόμα κι αυτήν
την κίτρινη ερημιά.

Είναι που όσο απλωνόταν η ματιά μου στο κίτρινο
ανέβαινε τη σκάλα ένας λυγμός,
και μόνο ανάμεσα στους ανθρώπους μπορώ να βρω κι άλλους τέτοιους.

Ή αυτό, ή θα πρέπει να γίνω κι εγώ δέντρο στον ορίζοντα.]

~

Ισορροπία;

Κι όμως, η τρελλή φωτιά κατοικεί ακόμα μέσα μου.
Παραμονεύει σε απόηχους γελαστών φωνών
και στις άκρες των μαλλιών όταν γαργαλάνε χαμηλά στη μέση.

Είναι πολύ πεισματάρικη η τρελλή φωτιά.
Τυλίγόταν στο λαιμό μου σαν κόκκινη γάτα που αγαπάει τον ύπνο
όταν ήμουν δικιά της,
και τώρα που ζητώ να την κάνω δικιά μου
είναι άφαντη –
μόνο πού και πού λαμπυρίζει εκεί που τη συμφέρει,
σαν περαστική ειρωνία.

Δεν γίνετ’ έτσι, όμως.
Δοκιμάστηκε το μονόπλευρο ανήκειν,
και δεν κάνει για πύργους.
Κάνει μόνο για να σκαρφαλώσει κανείς στον πιο ψηλό απ’ αυτούς,
να δώσει μια και να βρεθεί στο κενό –
άλλο αν ενδέχεται να τον σταματήσει η θέα...

Μα θα την κάνω δικιά μου, θα την αρπάξω.
Όταν οι άκρες των δικών μου μαλλιών χαϊδέψουν τη μέση,
όταν η φωνή μου κατακτήσει κάθε κρυσταλλάκι, κάθε χρώμα του γέλιου,
τότε θα γίνει δικιά μου.

Θα χορεύει μαζί μου όποτε μου φέρνει χορό στα πόδια,
θα γίνεται αέρας και θα σηκώνει τις φαρδυές φούστες των κοριτσιών,
θα ξανακοιμηθεί στο λαιμό μου,
θα με ξαναζαλίσει κόβοντάς μου την ανάσα,
μα δε θα μ’ ορίζει πια.

Κι έπειτα, σιγά-σιγά,
θα χαλαρώσω κι εγώ τη λαβή μου
και θα βαδίζουμε μαζί,
άνθρωπος και τρελλή φωτιά –
μήτε μόνο άνθρωπος,
μήτε άνθρωπος κι ανεξέλεγκτος δολιοφθορέας
που καίει στο διάβα του τα πάντα.

[6.5.2008, travelling from Derby to Den Haag.]

~

Πασχαλίνα
[1922-2008]

Δε λυπάμαι που έφυγε·
απλώς φοβάμαι που όλοι φεύγουμε
χωρίς να ξέρουμε πού πάμε,
και σαν όλους τους ανθρώπους
όταν φοβάμαι, κλαίω.

Αν λυπάμαι για κάτι είναι που έφυγε με πικρά χείλη, σφιγμένα,
μην ξεφύγουν τα – νεκρά πια – όνειρα και βγουν
σα φωτιά, σα νερό,
και κάψουν, και πνίξουν τα πάντα.

Αν λυπάμαι για κάτι είναι που δεν μπορώ ούτε γι αυτό να λυπηθώ στ’ αλήθεια,
γιατί αν δεν έμεναν ‘κείνα τα όνειρα σφαλισμένα στο – νεκρό πια – κελί τους,
σ’ένα συρτάρι μαζί με δυο ζευγάρια αέρινα γάντια,
στο σχεδόν απάτητο σαλόνι,
στο φανάρι,
κάτω απ’το ντιβάνι,
δεν θά ‘μουν εδώ.

Είν’ ακριβή προσπαθώ να σου πω η ονειρόσκονη.
Αγοράζει ζωές, κι άλλες ζωές, κι ύστερα κι άλλες –
δίνεις τα όνειρα μιας τόσης δα γυναίκας
παίρνεις τρία, κι έξι,
και ποιος ξέρει πόσ’ ακόμα
ζευγάρια μάτια.

Δεν είναι να λυπάσαι.
Μόνο να μην πάψεις να θυμάσαι...
Αλήθεια.

[19.5.2008, travelling from Derby to Den Haag.]

Στη γιαγιά μου.

~


Adieu, belle marquise

Είναι κάτι σκάλες
που ανθίζουν στη μέση μιας σάλας σα δίδυμες βιολέτες
με λίγη φαντασία.

Εδώ κι εκεί γυαλιστερές επιφάνειες αντανακλούν φως
του οποίου την πηγή δε βλέπουμε,
κι όλα όσα σβήνονται απ’ το σκοτάδι δεν έχουν σημασία.

Δυο σκαλιά πριν την κορυφή στέκεται η κόρη με το φόρεμα και τα μαλλιά
που σέρνονται στο πάτωμα,
χλωμή ηττημένη.

Τρία σκαλιά πιο κάτω στέκεται ο βασιλιάς – τα ρούχα και τα μαλλιά δεν έχουν σημασία,
φρικτός νικητής.

Πάντα κάποιος σωπαίνει και κάποιος κλαίει.
Ποιος σωπαίνει και ποιος κλαίει αυτή τη φορά δεν έχει σημασία.

Αν υπήρχε μουσική θα ήταν πηχτή σα σκοτάδι
με χρυσά στολίδια ν’ αντανακλούν ένα φως σαν απ’ το πουθενά.
Οι φωνές θα ήταν απαλλαγμένες από περιττές ατέλειες,
κι έτσι θ’ αγαπούσαμε και την κόρη και το βασιλιά αναπόφευκτα.
Το τέλος θά ‘ταν απαλλαγμένο από κάθε περιττό κόκκινο,
ένα μπουκέττο τριαντάφυλλα περιέχει ακριβώς όσο χρειάζεται.

Στο τέλος της πορείας τους υπάρχει πάντα ένας καθρέφτης
που κοιτάει απ’ την άλλη μεριά.

Μέσα του καθρεφτίζεται η κόρη με τα μακρυά μαλλιά,
ξαπλωμένη τώρα, ακίνητη, παγωμένη,
παγερή νικήτρια,
και πίσω της φαίνεται ο βασιλιάς, φρενήρης,
γελοίος ηττημένος.

Ακόμα πιο πίσω φαίνεται ένα τρίτο πρόσωπο, μια γυναίκα.
Είναι όμορφη – τα ρούχα και τα μαλλιά δεν έχουν σημασία.
Δεν ξέρουμε ακριβώς τι ιστορία έφερε την αντανάκλασή της στον καθρέφτη,
αλλά μπορούμε να υποθέσουμε κοιτώντας την παγωμένη κόρη και τα τριαντάφυλλα.
Νομίζει πως νίκησε, αλλά προς το παρόν δε νοιώθει τίποτε
και δεν γνωρίζει πως τίποτε δε θ’ αλλάξει στο μέλλον.

[23.5.2008, Den Haag.]

~

Aesthetics

Τα φύλλα και τα κουτάκια μπύρας στο γνώριμο μονοπάτι είναι πλέον ξένα και τα κλωτσάω.
Η μυρωδιά μου θυμίζει κάτι, αλλά δεν θα έπαιρνα κι όρκο.

Μπορώ ακόμα ν’ ανοίξω τα πόδια, να βάλω ανάμεσά τους ένα μαξιλάρι, ένα σεντονάκι,
ένα απλό μακό μπλουζάκι – κάτι που να βολεύει τέλος πάντων –
να πέσω μπρούμυτα και να του δώσω να καταλάβει.
Είναι πάνω-κάτω τζάμπα.
Μπορώ να σκέφτομαι τα ίδια,
ακέφαλα σώματα, ασώματα πρόσωπα, μόνο χέρια, δυνατά χέρια,
χέρια στο λαιμό μου, χέρια στα χέρια μου, χέρια, χέρια.
Μπορώ ν’ απολαύσω το όχι και το φόβο –
κάτι οργασμούς γεννημένους από περίτεχνα συμπλέγματα που βουλώνουν τ’ αυτιά μου
και μ’ αφήνουν να σκέφτομαι μέλισσες να ζουζουνίζουν το καταμεσήμερο
κι έτσι πεσμένη κάτω κοιμάμαι.

Κάθομαι και θαυμάζω τους στρυφνούς κόμπους, τα μέλη, όλα όσα μπλέκονται εκεί.
Πώς το πόδι καταφέρνει να βάλει τρικλοποδιά στο χέρι,
πώς το μάτι κλείνει και τα χείλη στραβώνουν ειρωνικά,
πώς μπαίνει το δάκτυλο μέσα στο μάτι θαρρείς να το βγάλει
και κυρίως πώς χωράνε όλα αυτά στον καθρέφτη.

Και φυσικά ούτε κουβέντα για λύσιμο ή για ψαλίδι.
Ο ναρκισσισμός έχει μακρυά μαλλιά, δεν ξέρει από ψαλίδια.
Αλλά τι λέω – ο ναρκισσισμός δεν υπάρχει καν,
είναι αόρατος για όλους αυτούς που η μυρωδιά κάτι τους θυμίζει.

Αλλά δεν θα έπαιρνα κι όρκο.

Άκου –
ξέχνα τις προηγούμενες μαλακίες –
θέλω να μου βρεις ένα άσχημο κορίτσι.

Θέλω να μιλήσω μ’ ένα άσχημο κορίτσι.
Δεν έχω ακούσει κανένα άσχημο κορίτσι να μιλάει.
Μιλάνε τα άσχημα κορίτσια;

[18.8.2008, Αθήνα.]

~

Ρινοπλαστική

[Εσύ μην ακούς.
Να τραγουδάς και να λάμπεις,
όμορφος σαν τον ήλιο –
αν όχι για όλους,
τουλάχιστον για όσους σ’ αγαπούν.]

Το τι περνάει η ψυχή του καθ’ ενός μόνο ο ίδιος το ξέρει.
Εμείς βλέπουμε είτε αυτό που κάποιος φτύνει στα μούτρα μας με βία,
είτε αυτό που δεν χωράει πια και ξεχειλίζει και βγαίνει απ’ τους πόρους
άλλοτε σαν διαμαντένιες στάλες ιδρώτα που μέσα τους φαίνονται μικρά ουράνια τόξα
κι άλλοτε σαν κιτρινιάρικο, άρρωστο απέκκριμα –
χωρίς να υπάρχει κάποια μυστική, προαιώνια δικαιοσύνη που να καθορίζει το πότε και το γιατί.

Χωρίς να υπάρχει κάποια μυστική, προαιώνια δικαιοσύνη που να καθορίζει το οτιδήποτε.

Άλλες φορές βέβαια δε βλέπουμε τίποτε,
ή βλέπουμε ένα ζωγραφισμένο χαμόγελο,
γλυκειές σκιές,
καπνισμένα μάτια,
ζεστά, δυνατά φώτα,
μια ομορφιά τόσο μεγάλη όσο η απέχθεια ‘κείνου του ανθρώπου για την ασχήμια του,
τόσο αληθινή όσο το πάθος ‘κείνου του ανθρώπου για το ωραίο ψέμμα του.

Δεν υπάρχουν μάτια καθρέφτες της ψυχής.
Υπάρχουν μάνες που μαθαίνουν στα κορίτσια τους το νάζι,
γλυκά χαμόγελα προβαρισμένα ξανά και ξανά στον καθρέφτη,
ίσως και παραπανίσια κιλά καθρέφτες της φιληδονίας –
αλλά κυρίως κόκκαλα και σάρκα, νουκλεϊκό οξύ, αποφάσεις έξω από μένα, έξω από σένα,
[ψέμματα – όχι αποφάσεις, μόνο προγραμματισμένες διαδικασίες]
και λίγο απ’ αυτό που χάριν ευκολίας θ’ αποκαλέσω τύχη.
Δεν υπάρχουν ευγενικά πρόσωπα.
Υπάρχουν μόνο τα παραμύθια που κάποτε κάποιος σου ψιθύρισε στ’ αυτί,
τα τραγούδια που άκουγες στην κούνια –
πιθανότατα και μια λαχτάρα για όλα όσα δεν είσαι/νοιώθεις/έχεις.
Δεν υπάρχουν δυναμικά βλέμματα.
Υπάρχουν έντονα μεσόφρυα τόξα
και σπανιότερα η σιγουριά μιας προδιαγεγραμμένης νίκης –
η σιγουριά του ποδημένου ποδιού λίγο πριν λοιώσει το σκουλήκι.

Και κυρίως δεν υπάρχει κανείς για να λογοδοτήσει για όλα αυτά,
εκτός αν καθίσουμε τον ήλιο στο σκαμνί
ν’ απολογηθεί που καίει, που τον κρύβουν τα σύννεφα
ή που μας μπαίνει στα μάτια.

Θα ήταν γελοίο.
Ας αγοράσουμε όλοι γυαλιά ηλίου, τέλος πάντων.
Ας πορευτούμε με πρόβες, με μάσκες αρχαίου δράματος, με μαχαίρια –
ό,τι αντέχει το στομάχι του καθ’ ενός.
Κι αν κάποιος μπορεί, ας αδιαφορήσει.
Ας αδιαφορήσει για όλα αυτά –
και για τους λευκούς, λεπτεπίλεπτους λαιμούς,
και για τα υγρά, ηλεκτρισμένα μάτια,
και για το ίδιο το φως.


Ας αδιαφορήσει για τους καταρράχτες, για τη θάλασσα,
για τα ζαφείρια και τα ρουμπίνια,
για τους μεστούς γοφούς και τις λυγερές μέσες,
και για τις αψεγάδιαστες μύτες και τα φιλήδονα χείλη.

Εγώ πάντως δεν είμαι σε θέση να κυρήττω.

[20.8.2008, Αθήνα.]

~

Τι

Τι θα μείνει στο τέλος
ξεγλυστράνε
η άμμος
το δέρμα μου
λείο
η αγκαλιά
ξεγλυστράω
δεν θυμάμαι
τι είναι αυτό το φως εκεί μακρυά
κάπου το έχω ξαναδεί
κάπου το έχω ξαναδεί

Τι να τα κάνω
το δεξί μάτι
τα χέρια
τη σοκολάτα
το αλάτι
τι να τα κάνω
τον έρωτα
τους καταρράχτες
τα δάκρυα
είναι μέσα στο πηγάδι
στο νερό
στη λάσπη
στα τούβλα
στο σπίτι
τι να τα κάνω

Θυμάμαι
όχι
το ίδιο δοχείο
διψάει
κουβαλάει νερό
στάζει
σπάει
τούβλα
λάσπη
νερό
τι να τα κάνω
έχω
είμαι
κι αυτό το φως εκεί μακρυά

κάπου το έχω ξαναδεί

[26.8.2008, Αθήνα.]

~

Ένα χαζό μπαλόνι

Άκου, θα σου πω ό,τι προλάβω πριν λειώσει ο κύβος ζάχαρης πάνω στη γλώσσα.
Θα τα πω σε σένα, γιατί έχω δοκιμάσει το εγώ και δε μου δίνει τόσο μεγάλα φτερά όσο το εσύ
και γιατί οι ιστορίες για βασίλισσες/νεράιδες/ωραίες κι άσχημες Ελένες
είναι μακρυά
και περπάτησα πολύ σήμερα
και δεν έχω πάρει ακόμα ποδήλατο
και δε μ’ αρέσουν τ’ αμάξια,
[μόνο ένα μ’ αρέσει, είναι λευκό και πορτοκαλί,
ζει σε κάτι κάρτες,
σε κάτι παιχνίδια στον πάνω όροφο του σπιτιού στο χωριό πολλά χρόνια πριν],
και μου αρέσουν οι άμαξες,
μα αυτές είναι αλλού
και τις φτάνω μόνο με τα φτερά
κάτι στιγμές πίσω απ’ την κάμερα –
αν δεν έχεις τι να κοιτάξεις τι να το κάνεις το φως.

Άκου λοιπόν.
Η μάνα μου ονειρεύεται ανοδικές πορείες.
Θυμάσαι πώς ζωγραφίζαμε τις ανοδικές πορείες πριν μάθουμε να χαϊδεύουμε τους συνειρμούς
[των άλλων, τους δικούς μας]
λίγο κάτω απ’ το πηγούνι
για νά ‘ρθουν προς το μέρος μας;
Ναι, με βελάκια.
Προφανή βελάκια που βέλαζαν απειρία, επίπεδο επίπεδο σκέψης.
Τέτοιες ανοδικές πορείες ονειρεύεται.

Σου λέω ό,τι δεν θα μπορούσε ποτέ να καταλάβει
[όχι, δεν φταίει αυτή, ούτε εγώ, ούτε ο άτιμος ντουνιάς, ούτε το βουνό, ούτε ο Μωάμεθ]
πριν αγκαλιαστούμε, πριν το επόμενο ωραίο τραγούδι, πριν το κρασί ή τον πολύτιμο πρωινό ήλιο
[ίδια δουλειά κάνει το κρασί με τον ήλιο],
πριν λειώσει ο γόρδιος δεσμός στο υδρόμελο, στα όνειρα...
Πριν ξεφουσκώσει ο θυμός μου που ήδη μάλλον μοιάζει στα μάτια σου σαν χαζό μπαλόνι.

Μου αρέσουν τα χαζά μπαλόνια.
Δεν μου αρέσουν τα βελάκια.
Μου αρέσουν οι χρωματιστοί δρόμοι.
Μου αρέσει να μπορώ να θυμάμαι έναν μικρό χιονάνθρωπο που ήθελε να μείνει για πάντα νέος
και να μη λειώσει ποτέ.
Μου αρέσει η επόμενη αγκαλιά και το επόμενο ωραίο τραγούδι,
και το κρασί και ο πολύτιμος ήλιος –
σίγουρα δεν ήταν ποτέ αυτονόητα,
και σίγουρα δεν τα είχα ξεγράψει ποτέ απ’ τις λίστες ονείρων
[γραμμένες αυστηρά πάνω σε χαρτί τουαλέττας απαλό σα σύννεφο]
έτσι ώστε να τα ξεχάσω
και να μην τ’ αναγνωρίζω στ’ αεροδρόμια
όσες ταμπέλες με μεγάλα χρωματιστά γράμματα και να κρατούν στα παιδικά τους χέρια.
Ανοδική πορεία είναι αυτές οι εικόνες που εκτοξεύω
άλλοτε αναμεμειγμένες με μπαρούτι μέσα σε σφαίρες, άλλοτε με μελάνι σ’ αερογράφο,
άλλοτε μόνες τους, με τα χέρια,
άλλοτε με κουνιστά άλογάκια πυραύλους με προγραμματισμένη πορεία
[πάντα προς τον πλανήτη των χριστουγεννιάτικων δέντρων],
κι άλλοτε αναπόφευκτα στερεοτυπικά, με αίματα.
Ανοδική πορεία είναι η λεξιπλασία –
να στολίσουμε ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο μόνο με δικές μας λέξεις, φέτος.
Ανοδική πορεία είναι το α’ πληθυντικό πρόσωπο.

[20.9.2008, Den Haag.]

~

Χ. Θ.

Ξέρω τι πρέπει να κάνει κάποιος για να σε τρομάξει –
αυτό είναι εύκολο.

Δεν ξέρω όμως τι πρέπει να κάνω για να σε τρομάξω και να βγάλεις μια κραυγή τρόμου
να φωνάξεις να κουνηθείς να τιναχτείς ψηλά να τρέξεις να χάσεις την ανάσα σου να
να πέσεις κάτω
αντί να σταθείς εκεί και να σωπαίνεις...

Αντί να σταθείς εκεί ακίνητος για λίγο
και να κλείσεις μετά τα παράθυρα,
και λίγο μετά τις κουρτίνες
και τα φώτα
κι ύστερα τα μάτια
πρώτα τό ‘να
έπειτα τ’ άλλο
και να μπεις κάτω απ’ την κουβέρτα
το σεντόνι
να κάνεις ότι κοιμάσαι

και να κοιμηθείς

[22.9.2008, Den Haag.]

Στο Χάρη Θρώγκο, προφανώς.

~

Μιαν άλλη όψη της αποδοχής

Είναι μια υγρή, ζεστή, σκοτεινή τρύπα.
Θα μπορούσε κανείς να την περάσει για την αρχή των πάντων,
για το τέλος του κόσμου,
για το ένα σταθερό σημείο,
για τον ακίνητο χώρο ανάμεσα στους κόσμους,
για

Κανείς δεν θέλει να πάει εκεί
παρά μόνο όταν πια δεν υπάρχει άλλη λύση

μέσα της βουλιάζουν οργισμένες κραυγές, χέρια γαντζωμένα σε μαλλιά,
απέλπισμένες κραυγές, χέρια γαντζωμένα σε λαιμούς, απεγνωσμένες κραυγές,
χρυσοί σταυροί, χρυσοί τρούλοι, χρυσά δόντια, χρυσά σύννεφα
μέσα της όλα ομογενοποιούνται
χωνεύει τα πάντα

μαύρο στόμα, πηγάδι,
μαύρη γλώσσα, πιο μαύρα δόντια,
μαύρο σάλιο

είναι ξαφνικά τόσο γνώριμα εκεί
δεν χρειάζεται να κάνεις τίποτα
δεν μπορείς να κάνεις τίποτα
δεν θέλεις να κάνεις τίποτα
δεν θέλεις να κάνεις
δεν θέλεις
τίποτα

[23.9.2008, Den Haag.]

~

Salome

People die like the night.

In open spaces
they forget
how to count
and who their lovers were.

In serpent-like corridors
they forget
everyone they knew,
whom they used to be
and the ten commandments.

At home
they forget
fresh sheets that smell like lavender
and all about dinner at eight.

Under a crack of her skin
light begins to form.

It leaks out when nobody’s watching
as she twirls and dances.

Relentless, she bends and stretches,
opens her throat and parts her lips for it to pour out freely,
pulls out a whip of eyelashes and light
and fixes her gaze on the moon
until it swells up and combusts.

Let there be light.

[18.10.2008, Den Haag.]

~

Eμμονή

Είναι τρεις η ώρα.

Στην απέναντι πολυκατοικία ένας σκύλος δεμένος έξω στο μπαλκόνι γαυγίζει.

Είναι εκεί απ’ το μεσημέρι, γραντζουνάει το τζάμι και γαυγίζει.

Πού και πού αλλάζει θέση, αλλά δε σταματάει ποτέ.

[9.11.2008, Den Haag.]

~

Μια ακόμα ιστορία
[η ίδια]

Ζούσε κάποτε σ’ ένα χωριό κάτω απ’ τον ουρανό, ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους, μια κοπέλα που τη λέγαν Λευκή.

Και σ’ ένα ολόιδιο χωριό κάτω απ’ τη γη,
ζούσε μιαν άλλη κοπέλα, που τη λέγαν Μελανή, και τη φωνάζαν Μέλα.

Τα χωριά μοιράζονταν τον ίδιο ουρανό, τον ίδιο ήλιο και τα ίδια σύννεφα,
κι όλα αυτά ήταν μοναδικά, μα υπήρχαν ταυτόχρονα σε δυο σημεία,
πάνω απ’ τη γη και στο κέντρο της, που ήταν κι αυτό ο ουρανός, τα σύννεφα κι ο ήλιος...

Και πάνω απ’ όλα, πάνω απ’ τα σύννεφα,
ζούσαν θεοί και θεές, και νεράιδες,
και πλάσματα παράξενα με ονόματα που κανείς δεν μπορεί να προφέρει.

Μια μέρα η Λευκή αρρώστησε, και δεν ξανασηκώθηκε απ’ το κρεββάτι.
Μια νύχτα είδε στον ύπνο της πως σ’ ένα χωριό κάτω απ’ τη γη
ζούσε μια κοπέλα που την έλεγαν Μελανή, και τη φώναζαν Μέλα,
και πως αν έπινε το αίμα της καθώς εκείνη ξεψυχούσε,
θα περπατούσε, θ’ άνοιγε τα μάτια της και θα έλαμπε ξανά.

Σύρθηκε λοιπόν ως τον κάτω κόσμο,
και μ’ ένα κοφτερό μαχαίρι έσκισε το λαιμό της Μελανής,
έκλεισε τ’ αυτιά στο ρόγχο της να μην πληγωθούν,
κατάπιε ζεστό το αίμα της
κι έφυγε τρέχοντας, πετώντας θαρρείς, και λάμποντας σαν αστέρι,
και το μαχαίρι της έπεσε απ’ τα χέρια.

Μα όλοι οι θεοί, ή ένας απ’ τους θεούς, έκριναν πως δεν ήταν η ώρα της Μέλας να πεθάνει.
Ή έτσι ήταν το καπρίτσιο τους.
Ή τό ‘παιξαν στα ζάρια –
εγώ δεν ξέρω γιατί πάνω στα σύννεφα ποτέ δεν ανέβηκα.

Κι έτσι της γεμισαν τα πνευμόνια με λίγο αέρα, λιγάκι,
κι αυτή αρπάχτηκε απ’ αυτόν γερά κι απελπισμένα,
κι ανάσανε,
κι έτσι ανάσαινε σιωπηλά στο κρεββάτι, μα δεν κοιμόταν
κι έκλαιγε που έχασε τα όνειρά της,
μέχρι που άρχισε να περπατάει ξανά, τυφλή, κουτσαίνοντας,
πρώτα σα φάντασμα, τις νύχτες,
κι ύστερα σιγά-σιγά και τη μέρα,
και δειλά-δειλά άρχισε να ξανακοιμάται τη νύχτα,
να ονειρεύεται,
και να λαχταρά ν’ ανέβει στον πάνω κόσμο –
έτσι όπως το λαχταρούσε πάντα.
Κι ήρθε κι αυτής η σειρά να δει όνειρο προφητικό,
πως αν έπινε το αίμα της Λευκής καθώς εκείνη ξεψυχούσε,
θα περπατούσε,
θ’ άνοιγε τα μάτια της και θα έλαμπε ξανά.
Πήγε κουτσαίνοντας λοιπόν μέχρι τον πάνω κόσμο,
και με το ίδιο το μαχαίρι της Λευκής της έσκισε το λαιμό,
κατάπιε ζεστό το αίμα της,
κι έφυγε τρέχοντας προς τα όνειρά της,
λάμποντας όπως κι όσο μπορούσε.

Τι απέγινε η Λευκή δεν ξέρω,
ξέρω μόνο πως όλες οι κόρες του κόσμου είναι σαν τη Λευκή και τη Μέλα,
κάποιες πιο πολύ σαν τη Λευκή, άλλες πιο πολύ σαν τη Μέλα –
για σας που δεν τις έχετε δει ποτέ δεν έχει σημασία.

Όλες οι κόρες του κόσμου είναι σαν τη Λευκή και τη Μέλα,
κάποιες κοιτιούνται στον καθρέφτη, βλέπουν το αίμα και κλαίνε,
κάποιες γυρίζουν το κεφάλι απ’ την άλλη μεριά και ξεχνούν,
αλλά όλες τρέχουν όσο πιο μακρυά μπορούν,
κι όσο πιο δυνατά μπορούν λάμπουν,
ζουν,
και τι λένε γι αυτές οι θεοί δεν ξέρω
γιατί πάνω στα σύννεφα ποτέ δεν ανέβηκα –
μόνο ξέρω πως η Λευκή της Μέλας είναι η Μέλα της Λευκής,
και πως αφού τη Μέλα αγάπησα και παντρεύτηκα κάτω απ’ το φως του ήλιου,
όταν σκέφτομαι το ματωμένο μαχαίρι τη Λευκή θυμάμαι.

[12.11.2008, Den Haag.]

~

Προς όποιον με διαβάζει ακόμα:

Δεν εξαφανίστηκα. Εδώ είμαι. Προχωράω, χτίζω, ζω.

Το υπόλοιπο του 2007

Of specialization

I like to think that it is not sloth;
it is that if I go close enough to a particular rose garden,
or ship,
or city,
or sea,
I will no longer be able to hover above it all.

~

Διάνοιξη

Είναι νύχτα
και μοιάζει κάπως μ’ άλλες ατυχείς νύχτες.
Κάθομαι εδώ
με πιο πολύ ηλεκτρικό φως απ’ όσο θα ήθελα πάνω απ’ το κεφάλι μου
και συλλογίζομαι τις πιθανές μου αντιδράσεις
σε μια νύχτα σαν αυτή.

Δεν φαίνεται να μπορώ ν’ αποφασίσω
αν θα πρέπει να ενδώσω στις αδιαμφισβήτητα γνώριμες κι απατηλές κόκκινες καμπάνες,
ή αν θα πρέπει να νοιώσω μακρύ και δυνατό το λαιμό μου
και να τις διώξω μακρυά, μαζί χρώμα και ήχο, αποφασίζοντας πως αδιαφορώ.

Αν είχα βέβαια ενδώσει,
σίγουρα θα διάβαζες στη θέση αυτού κάποιο άλλο ποίημα,
κι αν είχα όντως αδιαφορήσει δεν θα έπρεπε να υπάρχει καμμιά τέτοιου είδους μαρτυρία
για μια ακόμα νύχτα απ’ αυτές τις ατυχείς.

Φαίνεται λοιπόν πως αποφάσισα ήδη ν’ ανοίξω μ’ αυτές τις λέξεις ένα δρόμο κάπου στη μέση,
και πως ούτε να κοιμηθώ μπορώ,
ούτε να πάρω τους δρόμους καπνίζοντας όπως μόνο ένας μη-καπνιστής μπορεί
και τραγουδώντας στο φεγγάρι σαν άνθρωπος που ήταν κάποτε λύκος.

~

Τι μου είπε.

Πάψε, πάψε να ονειρεύεσαι.
Έχω ροδόλευκα ευαίσθητα χέρια.
Είσαι βαρειά, ακόμα να το καταλάβεις;
Για ρίξε μια ματιά στον κρύο καθρέφτη...
Όχι, το χρυσάφι δεν είναι βαρύ, είναι μαλακό κι ελαφρύ,
εσύ είσαι σίδερο και μολύβι και πέτρες και χώματα κι υδράργυρος απ’ την άκρη του κόσμου.
Πάψε να κλαίς, άσε με ήσυχο.
Νόμιζες πως δεν μπορώ πια να μη χαϊδεύομαι στα χέρια σου;
Εν τάξει, δεν θα σε ξαναπείσω πως μπορείς να κοιμάσαι με το χαμόγελο στο στόμα,
αλλά κι εσύ πάψε,
πάψε να ονειρεύεσαι.

Αύριο θα μετανοιώσω και θα σου ζητήσω συγγνώμη,
αλλά να μην ονειρευτείς.
Αύριο θα σου ζητήσω το γάργαρο γέλιο σου,
αλλά κοίτα να μην είναι πολύ αληθινό, μη σου ξεφύγει καμμιά αυταπάτη.
Να γίνεις χελώνα –
αυτές κουβαλάνε το σπίτι τους στην πλάτη τους.

[6.11.2007, Den Haag.]

Αισιοδοξία

Μπορώ να φανταστώ τ’ αστέρια στον ουρανό τις νύχτες με τα σύννεφα.
Εσύ;

[23.11.2007, Den Haag.]

Πέρα απ’ το πέρασμα

Ο ύπνος μ’ άρπαξε απ’ τα δάκτυλα των ποδιών
δαγκάνοντας σαν πουλί που μόλις άρχισε να βγάζει δόντια –
σ’ έναν κόσμο όπου όλα τα πτηνά έχουν δόντια,
μια και δυο και τρεις σειρές,
και ξέρουν να μιλούν με στριγκές, βραχνές φωνές.

Με τράβηξε δυνατά κι ύστερα πια δεν ήταν ύπνος,
ήταν μόνο πουλί, κι έπειτα μόνο πελαργός,
κι έπειτα μόνο μεγάλες φτερούγες,
κι έπειτα μόνο λευκό κύμμα
και με ξέβρασε σε μιαν ούτε μικρή ούτε μεγάλη ακτή ενός νησιού
μέσα σ’ ένα απ’ τ’ αλλόκοτα όνειρα μιας απογευματινής σιέστας του Θερβάντες.

Έσταζα θάλασσα στην άμμο κι έβλεπα γύρω μου να ξεφυτρώνουν πατημασιές
σαν άγρια λουλούδια που βιάζονται να γεννηθούν,
παράξενες στο σχήμα και στο βάθος και στον αριθμό των δακτύλων.

Έντεκα βήματα πιο πέρα –
ήξερα πολύ καλά πως ήταν έντεκα –
ένας πελαργός που έμοιαζε γνώριμος βάδιζε νευρικά κρατώντας ένα μεγάλο κλειδί στο χέρι
κι οι ουρές του φράκου του ανέμιζαν απ’ τη φούρια.

Τίποτ’ άλλο δεν ανέμιζε.
Λίγο αργότερα πέρασε απ’ το μυαλό μου η σκέψη πως στο νησί αυτό δεν υπήρχε αέρας,
ή πως σε νησιά σαν κι αυτό δεν υπάρχει αέρας,
ή πως τέτοια νησιά δεν υπάρχουν,
ή κάτι τέτοιο.

Όταν οι πατημασιές άρχισαν ν’ απομακρύνονται τις ακολούθησα
για να βρεθώ πέρα απ’ τη θάλασσα,
πέρα απ’ την άμμο και τους αμμόλοφους που ως τότε δεν αποτελούσαν μέρος του τοπίου,
πέρα,
στον κήπο με τα σπασμένα αγάλματα.

Δεν είδα ούτε έναν ανεμόμυλο.

Είδα τον Έρωτα να κρατά απ’ τα μαλλιά το σμαραγδένιο κεφάλι της Αφροδίτης,
έρημα χέρια από μάρμαρο κι από λάσπη,
μικρές ραγισματιές και χάσματα βαθειά σε χιτώνες και πέπλα,
ξύλινα σπαθιά
κι ένα κρυστάλλινο πέος που γυάλιζε στ’ ακίνητο φως,
ξεκομμένο από τ’ αστραφτερό σώμα κάποιου ξεχασμένου ή κι ανύπαρκτου θεού.

[30.11.2007, Den Haag.]

Μινιατούρες, κι άλλες

Δεν θα μιλήσω για τον ύπνο πάνω στη θάλασσα
και για το πώς με ξύπνησε κύμμα και πικρός αφρός.

~

Έχουμε όνειρα τόσο όμοια που όταν τα βάζουμε αντίκρυ είναι σα να κοιτιούνται σε καθρέφτη.

~

Γι αυτές τις στιγμές το έχω.
Το φυλάω στα χέρια μου και το κοιτώ λιγάκι διστακτικά.

Το κρατώ...
το αναλλοίωτο, το ζεστό, το γερά θεμελιωμένο, το δεμένο,
το γεμάτο μάλλινα κουβάρια και ήχους πέννας που γραντζουνάει το κιτρινωπό χαρτί.

~

Θέλω αυτά,
αυτά που έχω ήδη.


~

Κρίση πανικού

Ο αέρας τελειώνει με ρηχές ανάσες που δε φτάνουν να γεμίσουν τα βάθη
όπου δε φτάνει η λογική.

Η εικόνα θολώνει,
το φως τελειώνει,
οι πεταλούδες της νύχτας νικούν και σκιάζουν τα πάντα εκτός απ’ το φόβο.

~

Απολογισμός

Η έπαρση δεν έχει χτυπήσει την πόρτα ακόμη –
όχι ακόμη.

Δεν θέλω να έρθει η ώρα που θα το κάνει
γιατί θα σηματοδοτήσει προδοσία απ’ την πλευρά της μνήμης μου.

Διαβάζω το αίμα,
νωπό ή ξεραμένο,
και δεν νοιώθω καμμιά περηφάνεια που κολύμπησα μέσα του.

Θυμάμαι πως δεν βγήκα καθαρή,
μόνο ζωντανή,
και πως ούτε καν αυτό δεν ήταν δικό μου κατόρθωμα.

[Τέλη φθινοπώρου, αρχές χειμώνα, Den Haag.]