Μιαν άλλη Ιουλιέττα

Λευκά και μαύρα πανιά, μια Ιουλιέττα καπετάνιος, το ταξίδι του Ταξιδιώτη της Αυγής, ο δρόμος για την άκρη του κόσμου...

My Photo
Όνομα: Αταλάντη Αντωνίου
Τοποθεσία: Derby, Derbyshire, UK

Και τι είν' το εγώ; Γυάλινο άγαλμα! Λίγα κοχύλια που μάζεψα είμ' εγώ, οι άνθρωποι που αγάπησα, ο καιρός που πέρασε, το κρεβάτι που πλάγιασα... Είμαι το ταξίδι μιας ζωής - κι αλλάζει η ρότα μου απ' τον άνεμο. Είμαι όλοι εσείς που παρελαύνετε στα όνειρά μου...

Τετάρτη, Μαΐου 31, 2006

Ποίημα, χτες το απόγευμα.

Επιθυμίες

Κύλησαν, έφυγαν κι αυτές οι πρώτες μέρες·
το γράμμα μου ζεστάθηκε μέσα στα χέρια σου,
δέχτηκε το χάδι των ματιών σου...

Ήθελα να μου έλεγες πως μύριζε γλυκειά βανίλια –
άραγ’ εξασθένισε το άρωμα απ’ το μεγάλο ταξίδι
ή μήπως δεν τα κατάφερα να σε φτάσω, να μπω σ’ αυτόν τον φάκελο;

Καμμιά φορά σε βλέπω διαφορετικό στ’ όνειρό μου –
όχι σε φαντασίες και παιχνιδίσματα της μέρας, αλλά στον ανεξέλεγκτο ύπνο·
σε βλέπω να σκαρφαλώνεις αγκάθινους κισσούς για το κλειστό παράθυρό μου.

-----

Derby, 30-5-2006.


-----

Στο link έχει ένα πανέμορφο σχολιάκι πάνω στο ποίημα...

Τρίτη, Μαΐου 23, 2006

Ένα χθεσινοβραδυνό ποίημα

Μητέρα

Δεν είναι που δεν καταλαβαίνω·
καταλαβαίνω, θέλεις κάποιον που να χαίρεται
με τα χριστουγεννιάτικα στολίδια στις κουρτίνες,
θέλεις ένα παιδί που να γελά, να γελά
κουκουλωμένο κάτω από φρέσκα, μαλακά παπλώματα,
μια κόρη που να γελά κάθε χρόνο στον πρώτο Χειμώνα.

Και δεν είναι που δεν μου ‘χει λείψει·
το πόσο το ζητούν ασυναίσθητα ακόμα κι οι αισθήσεις μου
[βλέπεις μυρίζω ακόμα μυρωδιές, κι ας μην τις φέρνει ο άνεμος]
το ξέρει μόνο το χαρτί, κι οι λίγοι που μ’ άγγιξαν...
Eίναι που πέρασε ο καιρός, κι είμαι μονάχα άνθρωπος.

Δεν υπάρχει βλέπεις πια το δωμάτιο με το μονό κρεββάτι,
πόσος καιρός άραγε πέρασε από τότε που είχα στ’ αλήθεια ένα τέτοιο;
Δεν υπάρχουν οι τοίχοι, δεν με κλείνουν πια,
μα μήτε πια μπορώ να τους βάψω πορτοκαλί, όχι,
δεν μπορώ να ζωγραφίσω αναρριχώμενα λουλούδια πάνω τους,
δεν μπορώ να υπερασπίζομαι με σθένος την ακαταστασία μου.

Και δεν υπάρχουν στεφάνια έξω απ’ την πόρτα,
ο Άι-Βασίλης με το βαμβάκι μας άφησε, έτσι θυμάμαι,
δεν είναι ποτέ αργά τη νύχτα, δεν πρέπει ποτέ να γυρίσω σπίτι,
μα δεν υπάρχουν ούτε χειμερινά ρούχα για κατέβασμα,
ψάχνω τη μυρωδιά απ’ το ξεθωριασμένο εκείνο πάπλωμα σε φιλιά,
ψάχνω να φτιάξω κι εγώ ένα εγώ που να μπορει να σημαδεύει τις εποχές,
που να μπορεί να με βάζει τυλιχτά για ύπνο νωρίς το βράδυ,
και να μου διαβάζει όλα, όλα τα γράμματα, ακόμα κι αυτά στα οπισθόφυλλα...

-----

Derby, 23-5-2006

Τετάρτη, Μαΐου 03, 2006

Ποίημα σε τρία μέρη, σήμερα

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ Τ' ΟΝΕΙΡΟ

Ι


Ξεκίνησα νωρίς, νωρίς, πριν ξημερώσει,
έβλεπα ένα φως χλωμούτσικο, λευκό,
κι έλεγα σ’ όλους:
«Ο ήλιος που με περιμένει με στεφάνια θα ‘ναι»,
κι ήταν μια στρόγγυλη σελήνη.


Κι όταν ξεκίνησα, είχα στα χέρια
το σταυρό, και το φιλί, σαν ένα,
είχα τα σχέδια εκείνα, να ειν’ ο κόσμος καθαρός,
καθάριος και δικός μας, κι ας μην ήξερα
ποιος εισ’ εσύ, κι αν είσαι, και τ’ είναι το μεγάλο εμείς.


ΙΙ


Μόν’ είμαι εγώ, λες, που έκρυψα και τα φτερά,
μόν’ είμαι εγώ που μ’ έκαιγε το φως στα δάκτυλα,
μα όχι στο στόμα,
και που δεν τόλμησα, δεν μπόρεσα να κλείσω, να σφαλίσω
μέσα στα δυο μου χείλη εκείνο το φιλί, για σένα, τον άγνωστο;


Ήταν νωρίς, νωρίς σου λέω,
μα με καλούσε ο ήλιος.
Ήταν νωρίς, κι αν ήθελε η ζωή, το φως, κι εσύ
- ο ακόμα αθέατος –
μια μάσκα να φορώ, θα γίνονταν.


Είχα το φως παρηγοριά και βάσανο,
μια στα χέρια να με μαυρίζει από τον πόνο,
μια στο λαιμό, μα εκεί με λύτρωνε
σα θαλασσένιο στρείδι λευκό, μα ολοζώντανο, με λύτρωνε·
κάμποσο κατοικούσε εκεί, κι όλοι το παίρναν για γλυκό τραγούδι.


Κι αν ήθελες, έλεγα κι έκανα, κι άλλο να μάθω, κι άλλο να λερωθώ,
κι εσύ, κι ο ήλιος, πάντα, και τα στεφάνια του Μάη,
εγώ – για σένα,
εγώ θα το έπαιρνα μέσα στα χέρια και στα χείλη το χώμα,
θα ζωγράφιζα γραμμές σκληρές, γραμμές άγριου πολέμου
στα μάγουλα,
θα ζούσα μες στη νύχτα, θα μάθαινα να μιλώ
τη γλώσσα τη νέα, την καμμένη από τα πολλά των καιρών,
από τα πολλά, και τα βαρειά, και τ’ άδεια, και τα δύσκολα.


ΙΙΙ


Δεν ειμ’ εκείνη πια, δεν έχω τη γροθιά από φως
στο λαρύγγι, ν’ ανοίξει, να γίνει χέρι μαλακό,
να γίνει χάδι, να πετάξει, να κάνει τα πουλιά στον τοίχο·
δεν είμ’ ανέγγιχτη,
δεν είμαι,
δεν είμαι πια σαν τα λευκά λουλούδια –
έχω γλιστρήσει εκεί από κάτω, εκεί, στις ρίζες τους,
στα μαύρα τα υπόγεια τα νερά έχω από καιρό συρθεί
για να βραχώ,
κι έχω λαίμαργα πιεί, διψούσα για το φως
κι έπινα το σκοτάδι το μελανό,
έπινα τον καθρέφτη και τ’ αυτάρεσκα μάτια μου,
έπινα και την ελπίδα μέχρι που πια την ξέχασα.


Δεν ειμ’ εκείνη πια,
ξέρω το φως του φεγγαριού πώς είναι,
πόσο του ήλιου δεν του μοιάζει,
πόσο το χώμα μένει κάτω από τα νύχια όσο και να πλυθείς,

πόσο σκληρά, πόσο άκαρδα το θέλησα το πρώτο εκείνο το φιλί.

-----

Derby, 3-5-2006.