Μιαν άλλη Ιουλιέττα

Λευκά και μαύρα πανιά, μια Ιουλιέττα καπετάνιος, το ταξίδι του Ταξιδιώτη της Αυγής, ο δρόμος για την άκρη του κόσμου...

My Photo
Όνομα: Αταλάντη Αντωνίου
Τοποθεσία: Derby, Derbyshire, UK

Και τι είν' το εγώ; Γυάλινο άγαλμα! Λίγα κοχύλια που μάζεψα είμ' εγώ, οι άνθρωποι που αγάπησα, ο καιρός που πέρασε, το κρεβάτι που πλάγιασα... Είμαι το ταξίδι μιας ζωής - κι αλλάζει η ρότα μου απ' τον άνεμο. Είμαι όλοι εσείς που παρελαύνετε στα όνειρά μου...

Κυριακή, Ιουλίου 29, 2007

Do.Po.Wri.Mo. 21 Ιουνίου - 21 Ιουλίου 2007 : Ποιήματα 21-25 Ιουνίου

[Ημέρα 1η.]

Εκείνες οι μέρες

Νά ‘ναι καλά
τ’ αλαφρά αεράκια της μνήμης·

σήμερα φυσάει ζεστό εκείνο τ’ άρωμα,
εκείνο τ’ άγγιγμα που μας ένωσε
κι όλο ξεχνάμε πως είν’ εκεί ακόμα,
απαλά στους κροτάφους
και δυνατά στις ανάσες και στις αγκαλιές.

Εκεί είν’ ακόμα
εκείνο που πλημμύρισε τα μέρη
πού ‘χουν τάχα μόνο πλαστικά χρώματα
και ήχους,
που τάχα δε χωράνε τ’ άρρητο,
το μυστικό,
το μαγεμένο.

(Αφιερωμένο στο παλιό, καλό SFF.gr - πολλά θα ήταν διαφορετικά αν δεν είχε υπάρξει.)

~

Μικρή ιστορία του φωτός

Περιδιαβαίνω στους δρόμους
με τα φώτα,
με τις φωτιές,
τα φανάρια,
τα υγρά πλακάκια
με τις γυαλάδες
και τα βήματα από τα χρόνια.

Οι δρόμοι πάλι,
και πάλι το φως.

Το περιφρόνησα πρώτα,
ύστερα τ’ αποδέχτηκα,
κι έπειτα το κατάπια μ’ εμμονή και μανία
μέχρι που μού ‘μεινε στάχτη στο στόμα.

Τώρα το πολεμώ,
ίσως,
ίσως και δήθεν,
και ντρέπομαι
που με πονά τραχιά και βαθειά
η λεία κι αψεγάδιαστη επιφάνεια.


[Ημέρα 2η.]

Et in umbra alarum tuarum sperabo

Να κοιμηθώ, να κοιμηθώ
και να ξέρω πως θα ξυπνήσω
κάτω απ’ τη σκιά των φτερών σου,
και πάνω απ’ όλα πως υπάρχουν
και πως δεν ξυπνώ κάτω από κάτι που κάποτε ονειρεύτηκα
με πεισματική ακρίβεια.

[Ξέρω,
τα φτερά σάς φαίνονται μάταια·
κι εμένα,
κι ανόητα,
αλλά κάνουν καλή, πυκνή σκιά
και
έχουν σχέση με τον ουρανό.

Ω, μα, ελάτε τώρα,
ήταν πάντοτε το πέταγμα,
κι ύστερα ήταν και το ποιος θα πετάξει πιο ψηλά,
και το ποιος τελικά θα πετάξει
πρώτος,
κι ήταν κι ένας φλεγόμενος δίσκος
που έγινε σφαίρα –
ήταν πάντοτε τόσο ανόητο,
τόσο μάταιο,
τόσο τέλειο προς στιγμήν,
τόσο ατελές ακόμα...]

~

Ένα πορτραίτο στο τέλος

Δεν έχει μάθημα σήμερα –
εδώ και πολλά σήμερα –
έχω, νομίζω, γεμίσει το στόμα μου με «δεν ξέρω»
και με «, νομίζω»
και σωπαίνω
καθώς τα γυροφέρνω εκεί
με τη γλώσσα.

Έχει όμως εικόνες,
κυρίως απ’ αυτές με τα θρυμματισμένα ποτήρια του κρασιού
που αυτομολούν
και μπαίνουν με ορμή στα μάτια,
απ’ αυτές με τη χρωματιστή άμμο
από δηλητηριώδη πετράδια της Ανατολής
τυλιγμένη γύρω απ’ τον εαυτό της
σ’ έναν ανεμοστρόβιλο,
αυτές με τις χούφτες νομίσματα
που πιτσιλούν μελανιές πάνω σε λευκά,
ή και λίγο πιο σκούρα,
σώματα
κι όχι μόνο –

υπάρχουν κι άλλες,
εικόνες με κεριά κολλημένα στο ταβάνι
κι ανάποδες φλόγες,
ανάποδες σκάλες,
ανάποδους φόβους,
μη στάξει κανένα κερί παράταιρα
και λερώσει τη σκόνη,
και τετριμμένες εικόνες με δάκρυα.


[Άκουσα κάποτε για έναν συλλέκτη·
μου είπαν πως υπάρχει
και πως θα πουλούσε αρχετυπικά την ψυχή του
για τον έναν και μοναδικό πίνακα που ζωγράφισε – και ζωγραφίζει –
κάθε ζωγράφος πριν πεθάνει,
αυτόν που απεικονίζει, λένε,
τ’ αφανή δάκρυα της Μαγδαληνής,
αυτά που έπρεπε να κρύψει ακόμα κι απ’ τα μάτια της
για νά ‘ναι όλα φως στο τέλος της ιστορίας –
αυτά που δεν έκλαψε ποτέ.]


[Ημέρα 3η.]

Ευρυφόνη

Μετρώ τα ονόματά μου·
οι ιστορίες τους νανουρίσματα
με περνούν απέναντι,
στον ύπνο.

Νά, τώρα μ’ οραματίζομαι Περσεφόνη
και κάπου ανάμεσα στα δυο μισά μου
νοιώθω τη γλύκα που νοιώθει κανείς
όταν βρίσκει μια τραγωδία που να τον χωρά.

Τώρα πρέπει να μάθω ν’ αγαπώ τα κουπιά,
το πέρασμα,
τώρα τίποτε δεν στέκει ακλόνητο
παρά το πέρασμα,
τώρα μένει πια να ερωτευτώ τα κουπιά,
το πέρασμα,
τ’ ασημί παιχνίδισμα στην επιφάνεια όταν το νερό σχίζεται,
κι έπειτα να σ’ αφήσω νά ‘ρθεις εδώ κάτω
να με σώσεις –
μιαν άλλη εμένα, μ’ ένα άλλο όνομα...

κι ίσως,
ίσως αυτή τη φορά
να μην ηττηθεί απ’ τη βιασύνη
ο ξανθός σου λαιμός.

~

Τέσσερα

Φωτιά στα μαλλιά
και φωτιά στα μάτια
να προβλέπει τις στάχτες
που θά ‘ρθουν·
προφητική φωτιά,
πανίσχυρη,
καταδικασμένη φωτιά.

Πού ήταν το λευκό της νυφικό τότε,
πες μου,
τ’ ήταν αυτό που έβλεπα,
τ’ είναι αυτό που βλέπω εδώ,
τ’ είναι πίσω απ’ αυτό,
τι είναι,
πες μου,
πες μου πώς λένε
τους τέσσερις δαίμονες
που με κοιτάζουν
πίσω απ’ αυτά τα οκτώ μάτια,
πες μου,
τ’ ήταν εκείνη η μοίρα,
τι γεννήσαμε,
τι πανίσχυρο
και καταδικασμένο,
πες μου...

Θυμάμαι να πλέκω μακρυές πλεξούδες,
θυμάμαι,
θυμάμαι να κυρήττω το φόβο μου
σα νά ‘ταν θρησκεία,
θυμάμαι την αίσθηση της αποκάλυψης –

αποκαλυπτική,
θυ μάμαι να γδύνομαι,
να σε γδύνω,
να σας γδύνω,
πού είναι τώρα
οι δαίμονες,
τα μάτια,
πού κοιμούνται,

κοιμούνται;

Εγώ ποτέ δεν κοιμάμαι.


[Ημέρα 4η.]

Exitus

Σήμερα βρήκα μια διέξοδο –
τη μόνη άξια λόγου:
είναι πίσω απ’ την πόρτα που κρατώ κλειστή
πάση θυσία,
αυτή πού ‘χει στοιβαγμένες μπροστά κουνιστές καρέκλες,
ξύλινες κούτες,
κι ό,τι άλλο βαρύ μπόρεσε να πλάσει η επιθυμία μου
κι ο φόβος που τη συνοδεύει από ανάγκη.

~

Είμαι ακροβάτης

Όταν αποδέχομαι τ΄αβάσταχτο
χώνω βαθειά τα δάκτυλα σ’ αυτό που γίνεται μέσα μου
κι αγγίζοντάς το έτσι
νοιώθω σαν να μαντεύω την κατεύθυνση.

Ξέρω προς τα πού,
η γνώση της βαρύτητας είναι μάλλον… κληρονομικό χάρισμα·

ξέρω για τι θα κλάψω
αν έπεται κλάμμα,
ξέρω για τι θα ευχηθώ,
ξέρω ότι θα σφίξω τα βλέφαρα και θα εύχομαι, θα εύχομαι,
θα εύχομαι για το σκοτάδι της πρώτης παρήγορης νύχτας,
της νύχτας που επέτρεψα στον εαυτό μου λίγον ύπνο
γιατί, όπως και με το κλάμμα,
αν είχα εφιάλτες θα γνώριζα τα σχήματά τους
το ίδιο καλά με το πρόσωπό σου –
εξαιρετικά καλά.

Καμμιά φορά τ’ απόλυτο, ανόητο αβάσταχτο δίνει την ψευδαίσθηση
της ασφαλούς επιλογής,
είναι κάτι τουλάχιστον οικείο·
θα γράψω κάτι,
θα πάρω μια βαθειά ανάσα με γεύση «έκοβα βόλτες στον ουρανό, κάποτε» –
αλλά έχω δυστυχώς την αίσθηση πως οι ελπίδες μου σχετίζονται με τη μη παράδοσή μου
σ’ αυτό το δημιουργικό χάος,
με την όποια δύναμη,
με την ακροβασία.


[Ημέρα 5η.]

Love is at the end

Δεν είδες τίποτα από όσα μπορεί να γίνει η αγάπη,
τίποτα·
κλάσματα κλασμάτων,
σπίθες από ήλιους μακρυνούς σ’επίπεδο ανυπαρξίας.

Κι ούτε κι εγώ πρόλαβα να δω,
απλώς νομίζω πως ξέρω,
και το τραγουδά κι εκείνο το πετούμενο στο στήθος μου
που δεν ξέρω αν θά ‘πρεπε να εμπιστεύομαι,
γιατί αυτό δεν πήρε εσένα από μένα – το δικό σου;

Είσαι εδώ, άραγε;
Άφησα λίγο εαυτό ελεύθερο, λίγο μόνο.
Ξέρεις, προτιμώ να μ’ ακούσεις,
ώρες-ώρες –
αν και φοβάμαι πως δεν νικούν έτσι οι άξιοι στρατηγοί –
ίσως κι όλες τις ώρες...

Προτιμώ να σε λούσω με κάτι δικό μου –
κι αφού δεν είναι τα χέρια μου,
ας είναι οι λέξεις –
παρά να πάρω αγκαλιά μια απ’ τις αγκύλες μέσα στις οποίες κλείνομαι
ή σε κλείνω
και να φορέσω τα σειρήτια μου.

~

Δεν είναι

Αν αυτή ήταν η τέταρτη εξομολόγηση,
θα σού ‘λεγα πως το κρίνο
είναι η κόρη που κοντά της είσαι ο πιο εαυτός εαυτός σου.

Όμως φοβάμαι πια τις εξομολογήσεις,
κι έτσι
είμαι σίγουρα ένα πλάσμα που είναι όλα όσα δεν είναι,
μακρυά σου,
για να μπορέσει κάποτε να είναι όλα όσα είναι, όπως τότε,
κοντά σου,
για να μη νεκρωθούν αυτά τα όλα,
ή για να μην αποφασίσουν πως είναι φτερωτά –
γιατί είναι –
και κάνουν φτερά γι άλλους τόπους,
μακρυά μου,
και πάψουν ν’ ανακατεύονται πια μέσα στα πόδια μου, κάτω απ' τα πόδια μου, κάτω
απ' τη γη που πατώ.

Κοίτα με,
είμαι ένα πλάσμα του ελέγχου μακρυά σου,
μετρώ μακρυά σου,
μετρώ ανάποδα από κάποιον μεγάλο αριθμό,
ή κάνω πράξεις,
διαιρέσεις, κυρίως,
ή φτιάχνω παζλ με πολλά-πολλά μικρά κομμάτια –

αλλά είναι πολύς ο καιρός,
αρχίζω κι αγαπώ τα παζλ και τις πράξεις,
ευτυχώς οι άνθρωποι εύκολα αγκαλιάζουν πράγματα ως οικεία,
η ανάγκη, βλέπεις,
αρχίζω και κοιτάζω το συγκρατημένο με τρυφεράδα,
αρχίζω να θέλω να βάλω δυο-τρεις ατίθασες μπούκλες πίσω απ’ τ’ αυτιά της λογικής,
του χάρακα, του μέτρου,
αλλά δεν είναι πλάσματα της ανταπόκρισης αυτά –
ούτε καν πλάσματα –
[ή μάλλον είναι πλάσματα,
αλλά πλασμένα από άλλα πλάσματα.]

ναι, η αλήθεια είναι πως αρχίζω να βλέπω τα σφιγμένα χείλη των ανθρώπων
με μιαν αγκαλιά στο βλέμμα.

Τόσα σφιγμένα χείλη, τόσα πολλά...
κι όταν αμαρτάνω –
έχω επιλέξει Θεό κι αγγέλους, και προσπαθώ να μην το κάνω συχνά –
εύχομαι να τ' αγκαλιάσω και με την ανάσα,
και μ’ αυτό το αμείλικτο πράγμα μέσα στο στήθος μου που μπορεί και πετά,
μπορεί και καίει, μπορεί και βαραίνει σαν ασήκωτο σίδερο...

Αντί να οραματίζομαι σωτηρίες
εύχομαι να βρω δυο σφιγμένα χείλη,
δυο σκοτεινιασμένα –
όχι σκοτεινά –
μάτια,
να τ’ αγκαλιάσω και να ρουφήξω όλον τον πνιγμό από μέσα τους,
όλη τη στάχτη·
να γίνω εγώ σωτήρας.

~

[Do.Po.Wri.Mo. stands for Double Poetry Writing Month - σημαίνει δυο ποιήματα την ημέρα, εξήντα ποιήματα σε τριάντα μέρες. Είναι μαραθώνιος παραγωγικότητας και στοχεύει στην έμπνευση on will (κατά βούληση, τέλος πάντων, αλλά η αγγλική έκφραση το εκφράζει καλύτερα, το συγκεκριμένο). Θα δημοσιεύσω τα αποτελέσματά του σε έξι blogposts - το κάθε post θα καλύπτει πέντε μέρες, δηλαδή θα περιέχει δέκα ποιήματα.]