Μιαν άλλη Ιουλιέττα

Λευκά και μαύρα πανιά, μια Ιουλιέττα καπετάνιος, το ταξίδι του Ταξιδιώτη της Αυγής, ο δρόμος για την άκρη του κόσμου...

My Photo
Όνομα: Αταλάντη Αντωνίου
Τοποθεσία: Derby, Derbyshire, UK

Και τι είν' το εγώ; Γυάλινο άγαλμα! Λίγα κοχύλια που μάζεψα είμ' εγώ, οι άνθρωποι που αγάπησα, ο καιρός που πέρασε, το κρεβάτι που πλάγιασα... Είμαι το ταξίδι μιας ζωής - κι αλλάζει η ρότα μου απ' τον άνεμο. Είμαι όλοι εσείς που παρελαύνετε στα όνειρά μου...

Παρασκευή, Ιουνίου 29, 2007

Από τότε που σας άφησα, ως την έναρξη του PoWriMo.

Διπλωματική σημειολογία

Κάπου,
σ' έναν άλλο κόσμο
[δηλαδή σ' έναν άλλο εαυτό],
δεν περπατάω μπροστά-μπροστά
λίγο πιο γρήγορα απ' τους άλλους,
δεν δίνω δώρο
κοφτερές απαντήσεις
και μονούς αριθμούς –
είμαι ξαπλωμένη σε μια αιώρα
κι ο ήλιος ζωγραφίζει μακρυές βλεφαρίδες στα μάγουλά μου.

Εδώ
μου λείπουν
τα δρομάκια κι οι σπηλιές
που έφτιαχνε το φως με τις σκιές του
στα βολάν απ' τα φορέματά μου –
μου λείπουν τα κύμματα
που φυσούσε μέσα τους ο αέρας.

Εδώ
φοβάμαι τους ζυγούς αριθμούς,
θαρρώ γιατί τους αγαπούσα περισσότερο,
γιατί τα υγρά, μικρά-μικρά ματάκια
που διψούν για λίγες ακόμα σταγόνες
συμμετρίας
ακόμα και στην κατολίσθηση,
στην έρημο,
στη φουσκονεριά που πνίγει και δε ρωτά,
τους αγαπούν.

Φοβάμαι τις ίδιες τις συμμετρίες:
την αίσθηση της αποκάλυψης,
της μοίρας,
της σωτηρίας,
το κλείδωμα,
τα ταιριαστά χέρια και πόδια,
τις ταιριαστές στάσεις του ύπνου,
την ψύχρα χαμηλά στην πλάτη σου
όταν συμπίπτει με τη θέρμη στ' αριστερό μου χέρι,
τις αναπόφευκτες αναφορές στα τουβλάκια Lego,
τα μάτια που εκπέμπουν φως για να θαμπώνουν το κάρβουνο σκοτάδι,
τ' άλλα μάτια, τα σκοτεινά
με τον πυρήνα από δύσκολο φως,
και τα δυο στέμματα –
ένα χρυσό, ένα ασημένιο –
που είναι βαρειά, βαρειά, τόσο βαρειά...

Φοβάμαι τη φειδώ που μου επιβάλλει η αυτοσυντήρηση
[την οποία συχνά εχθρεύομαι
γιατί επιβάλλεται
σ' άλλα ένστικτα,
σ' αυτά με τα εντυπωσιακά χρώματα],
ανησυχώ που κάθε φορά που γράφω
"φως", "σκοτάδι", "φορέματα", "στέμματα"
νοιώθω ένα ίχνος ενοχής,
ένα άγγιγμα ματαιότητας
και λίγες στάχτες να μου χαϊδεύουν τη γλώσσα.

[25-5-2007, London.]

~

Οδηγίες χρήσης

Κάθομαι και γελάω
με τους πάναπλους,
μικρούς,
χαζούς,
υπολογίσιμους τρόπους
με τους οποίους
αφήνομαι,

ή αφήνω τον εαυτό μου
να νομίσει
πως αφήνεται
για λίγο.

Νομίζω πως
τους υποτιμώ –

με εκνευρίζουν
με την τόση ευκολία τους.

Είμαι κι εγώ ένα πρόβλημα,
ένα μάτσο μεταβλητές,
έχω τη λύση μου,
λύνομαι,
τα γόνατά μου λύνονται,
η γλώσσα μου λύνεται,
τα φιλιά μου λύνονται,
τα μάτια μου λύνονται
και κοιτάζουν αποχαυνωμένα
και μετά δε μένει τίποτε
γιατί γνωρίζω
τους πάναπλους,
μικρούς,
χαζούς,
υπόλογίσιμους τρόπους
με τους οποίους
αφήνομαι,

ή αφήνω τον εαυτό μου
να νομίσει
πως αφήνεται
για λίγο –

για λίγο...

[27-5-2007, London.]

~

Μέσα στα τείχη

Ευτυχώς που πνίγηκα
και ξεκλειδώθηκαν κάτι χρεωστούμενα δάκρυα.

Αυτό μόνο,
Τίποτε άλλο.

Ούτε να χαίρομαι τολμώ –
φαντάζει γελοίο –
ούτε πολυτέλειες θλίψης καταδέχομαι.

Κοιμάμαι με μισάνοιχτα μάτια
και σφαλισμένο στόμα·
μπορώ και με κουβέρτες,
και με σεντόνια,
και χωρίς.

[Μάλλον]
μπορώ και στη σιωπή.

Θα σε παρακαλούσα
θερμά
ν’ αποφύγεις να μου διδάξεις
τι άλλο μπορώ –
κυρίως γιατί είσαι εξαίρετος δάσκαλος.

[3-6-2007, Αθήνα.]

~

Οι άκριες απ' το τραγούδι της εξόριστης

Μπλεγμένες ανάμεσα στις τρίλλιες του
ηχούν οι μακρόσυρτες νότες απ' το τραγούδι
των Σειρήνων αδελφών μου

και τα μαλλιά τους μπλέκονται στα δάκτυλα,
στα δάκτυλά του,
στα δάκτυλα
του φωτός
για το οποίο φοβάμαι πια να μιλώ,
φοβάμαι...

πόσα φοβάμαι;

[ένα για κάθε ανάσα.]

~

Σειρήνες, αδελφές μου,
σφίξτε τα χέρια η μια της άλλης,
ζωγραφίστε στρογγυλεμένα σχήματα με τα χείλη,
μιλήστε μου για το φόβο
ξοδεύοντας τις βαθειές ανάσες σας ‒

να φοβάμαι,
να φοβάμαι,
να θυμάμαι,
να μη με καταπιεί η πηχτή, μελένια λήθη,
να μην κολλήσει το κεφάλι μου στη χρυσή άμμο,
όχι στη χρυσή άμμο
γιατί έχει και πιο βαθειά απ' τον πυθμένα,
και πιο κάτω.

Πανώριες, φρικτές αδελφές μου,
μόνη εγώ γυρίζω τον κόσμο
να μας βρω μιαν άλλη μοίρα
απ' τον έρωτα των διεσταλμένων ματιών
για το τραγούδι μας του πνιγμού,
αδελφές μου,
ψάχνω με τα χέρια και τη γλώσσα
και οσφρίζομαι,
κι ακούω,
ψάχνω να μας βρω μιαν άλλη ζωή ζωντανή,
με ζωντανά καράβια, μάτια, καράβια...

Έχει πολλή στεριά πέρα απ' τη θάλασσα,
μακρυά από τα νησιά μας,
κι έχει κι άλλους εξόριστους
σαν κι εμένα,
λίγους,
και ψάχνουν σταυρούς χωρίς καρφιά
και θάλασσες χωρίς
παράθυρα στην άβυσσο,
θάλασσες με νερό γλυκό
που κάθεται απαλά στα πνευμόνια
σαν δροσερός αέρας.

Τραγουδάτε, αδελφές μου,
τραγουδάτε για μένα
που πρόδωσα την αλμύρα
και το κορμί μου
δυο και τρεις κι εννιά φορές
στα καυτά και στα παγωμένα βράχια,
για μένα που βαδίζω στα δυο πόδια
και γυροφέρνω τις άκριες απ' το τραγούδι
στην ψυχή μου
και στο στόμα μου το κλεισμένο
μη βγει έξω ολάκερο
κι οδηγήσει μαλλιά και μάτια και καράβια στον πάτο.

Τραγουδάτε,
κι αν σας ξεχάσω πιείτε τους Ανέμους,
τους αδελφούς που πάντα μας συντρέχουν,
κι ελάτε όταν κοιμάμαι ‒
ποτέ δεν κοιμάμαι ‒
και φυσήξτε τους σκληρά μα μ' έγνοια
και με λέξεις σήμαντρα κινδύνου
για την εξόριστη που θέλησε
να καταπιεί τον ήλιο
και να τραγουδήσει ηλιαχτίδες
μπλεγμένες με ρόδα
κι αιωνιότητες
και αβύθιστα αβύθιστα καράβια
και καπετάνιους που τους μέλλει να ζήσουν
και να την ακούν...

Μη με ξεχνάτε πέρα εκεί στα νησιά μας,
φοβερές αδελφές μου ‒
μ' εξόρισα για ν' ανοίξουν οι πύλες
κι ας μην τις περάσω.

~

Τώρα χαμογελά,
τώρα κλείνει τα μάτια
και τα πάμμακρα μαλλιά σας
αποτραβιούνται απ' τα πλήκτρα,
τώρα πλέκει χίλιες χιλιάδες χρυσοποίκιλτα στολίδια
γύρω απ' τις φωνές σας,
τώρα πλέκει χίλιες χιλιάδες χρυσοποίκιλτα σχοινιά
γύρω απ' τα χέρια μου,
γύρω απ' τη μέση
και το λαιμό μου,
τώρα με δένει σ' αυτό
που μπορεί να είναι το τέλος
της εξορίας,
το τέλος μου,
το τέλος ‒

τώρα μου επιβάλλει χαμόγελα,
τώρα εμπαίζει το φόβο,
τώρα όλα φως.

~

[Κι αν ξεχαστούμε σε προδοτικά νερά,
που θα προστάζουν να μ' αφήσεις,
κι αν μείνουν στάχτες και σχοινιά
κι αγριεμένα μάτια,
κι αν μείνουν χείλη βαμμένα πίκρα
και ψεύτικη πείνα για λειψή ηδονή,
θα μας θυμάται ο ουρανός.]

...όταν πεθαίνουν οι Σειρήνες
οι μύριοι άνεμοι Αδελφοί τους
τις σκορπίζουν.

[6-6-2007, The Hague.]

~

Άλλος ένας μονόλογος της νύμφης

Θέλω
[ακόμα κι όταν]
η γη μ' αρπάζει απ' τα μαλλιά
και μου χώνει το πρόσωπο στο υγρό χώμα
να με βρίσκεις
όμορφη
σαν τα πρωτοβρόχια που έκαναν λάσπη την καστανή σκόνη,
όμορφη
σαν τις υπόγειες πηγές
που θρέφουν τις ρίζες της ζωής,
όμορφη
σαν εκείνο το πρώτο αχ,
σαν τ' όχι που σημαίνει ναι,
σαν τότε.

[9-6-2007, The Hague.]

~

Φοβαμαι
[θυμάμαι]

Μια δεύτερη φορά...
δεν ξέρω.
Άλλοι λένε πως ο πόνος θά 'ναι πιο γλυκός,
αναμενόμενος,
πατημένο ‒ ίσως και φρέσκο ‒ μονοπάτι,
πως τα σπασμένα ουράνια τόξα
δεν θα γδέρνουν σαν κομματάκια γυαλί
τη γλώσσα,
και πιο χαμηλά ‒

κι εγώ λέω
να με βάλεις για ύπνο,
βάλε με για ύπνο
και ξύπνα με μόνο όταν θά 'χουν ανθίσει οι πασχαλιές,
όταν θα λαχταράς ν' ανθίσουν τα βλέφαρά μου
το βλέμμα που σ' αγαπά,
τότε μονάχα,
τότε,
κι αν γέμισε έξω μωβ η πλάση
κι είμαι τυφλή απ' το φόβο,
ή αν κρατώ κλειστά τα μάτια
σαν κερκόπορτες
μπρος στον εχθρό,
λάμψε πάνω τους φως να τα θαμπώσεις
ν' ανοίξουν,
κλέψε απ' τα παραμύθια
και σφάλισε τα χείλη μου κλειστά με τα δικά σου,
να γίνουν χαλάσματα οι πύλες,
ν' αποτραβηχτούν ντροπαλά τα βλέφαρα,
ν' ανοίξει ο κόσμος ‒

να ξεχάσω

να ξεχάσω
τα μικρά-μικρά μάτια
σαν τα δικά σου
που έσβησαν
πριν πάρουν το σχήμα τους στα σπλάχνα μου.


[9-6-2007, The Hague.]

~

Για μια λέξη
[ή ίσως κι όχι μόνο]

Τώρα ανοίγεις τις χούφτες
και χαρίζεις απλόχερα την αστρόσκονη
και τα λόγια,
και τις ματιές,
και τα λόγια...

όχι σε μένα, όχι,
κι ας είμαι εγώ που σ' έρανα με τόση από δαύτη,
τόση που τώρα την έχεις περίσσια
και τη σκορπάς.

Τόσα πια δάκρυα
κι αίματα
γι' αυτήν την πούδρα που λαμποκοπά
απ' τα βάθη του χρόνου ‒
θαρρείς πως θά 'πρεπε νά 'χει γίνει λάσπη,
θά 'πρεπε νά 'χει γίνει λάσπη
ως τώρα.

[11-6-2007, The Hague.]

~

Η Βασίλισσα

Όταν κλείνει τα μάτια
βλέπει τα χέρια της να βγάζουν προσεκτικά
το στέμμα απ' τα μαλλιά της
και να τ' αφήνουν
στα πόδια ενός ζητιάνου
στην άκρη του δρόμου.

Έπειτα το κοιτάζει ‒
πίσω απ' τα κλειστά μάτια, πάντα ‒
το απομνημονεύει
πετράδι-πετράδι,
και τ' αποχαιρετά.

Γέννησε φόβο στα μάτια των αγαπημένων
και σφράγισε τη μοίρα της της απωλείας
με ανήμερο κόκκινο.

Φυσικά ‒
όταν ανοίγει τα μάτια ‒
είναι ακόμα εκεί
τα πετράδια, τα βάρη,
και μέσα σε χρυσή δακτυλήθρα
την περιμένει
η μια σταγόνα δηλητήριο
πού 'χει ορμηνέψει να της φέρνουν κάθε πρωί
στο αχανές κρεββάτι
με τα περίσσια μαξιλάρια,
με τις κουρτίνες
και τον ουρανό.

Είναι πικρό
κι όμως δεν αφήνεται να φέρει στο νου
τη γεύση του ανθόμελου,
δεν αφήνεται
να ξεγελάσει τη γλώσσα της
με τέτοια εύφλεκτα όνειρα.

Σταγόνα-σταγόνα,
λένε,
θα γίνει πιο ανθεκτική,
θα ρέει στο αίμα της πια η πικράδα κι η ουσία της
και δε θά 'χει τίποτε να φοβηθεί
απο φαρμακερά φίδια
και δακτυλίδια
και προδοσίες.

Πρέπει να βαδίζει
με ψηλά το στεμμένο, πικραμένο κεφάλι,
και το στεμμένο, πικραμένο κόκκινο να κυλά μέσα της απ' ακρή σ' άκρη
με κάθε παλμό.

Πρέπει να βασιλέψει,
πρέπει να βασιλέψει,
πρέπει να

[11-6-2007, The Hague.]

~

Αντίδραση σ’ έναν αυτοσχεδιασμό του Χάρη Σ.

Σ’ακούω να χτυπάς τους τοίχους σου
διακριτικά, απαλά, δοκιμάζοντας,
να χτυπάς δειλές παύλες και τελείες –
τρεις τελείες, τρεις παύλες, τρεις τελείες
που ξεστρατίζουν και γίνονται μουσική

κι έπειτα σ’ακούω να χτυπιέσαι πάνω στους τοίχους σου
δήθεν ανεξέλεγκτα, δυνατά, πόσο δυνατά...
σ’ακούω,
δεν σπάζεις ποτέ,
δεν σπάζουν ποτέ
οι τοίχοι –

τώρα φυτεύεις λίγα λουλούδια
σε πήλινη γλάστρα,
στολίζεις τη φυλακή
[είναι όμορφη, θέλω να τη
γκρεμίσω, ή και
να σκαρφαλώσω, ν’ανέβω,
ή και όχι,
ή και μόνο τώρα],
τώρα πετάς τη γλάστρα
στους τοίχους,
ξέρεις πως είναι μόνο πήλινη,
σπάει
αυτή,
κι εσύ
δεν σπάζεις ποτέ,
δεν στάζεις ποτέ
νερό από τα μαλλιά σου στο πάτωμα,
δεν θα το δω ποτέ
γιατί δεν στάζεις
ποτέ –

εσύ πιο ποτέ απ’το ποτέ που με κρατάει δεμένη
απ’το δεξί χέρι
και το λαιμό,
πιο ποτέ απ’ το ποτέ του πάντα
που προηγείται του φόβου του ναι
και της άρνησής του.

~

Είναι στιγμές που θέλω
να σας αφαιρέσω την ασπρόμαυρη –
αντεστραμμένη ή μη –
λύτρωσή σας,
να σας δέσω με σπάγκους
τα δάκτυλα,
με σπάγκους γύρω απ’ την υπεκφεύγουσα ανάσα,
γύρω απ’ τις παρακαμπτήριες λέξεις,
να μη βρίσκουν διέξοδο οι σταγόνες,
να σηκώσουν κύμματα οι ταλαντώσεις της ψυχής σας,
να πλημμυρίσουν τα κάστρα,
τα μάτια,

να μάθετε πώς ψιθυρίζουν τα κοχύλια της αποπλάνησης
στον πάτο,
να μάθετε
την πρώτη ανάσα μετά την ανάσα νερό,
τις σπασμωδικές απλωτές της αυτοσυντήρησης.

~

Έπειτα δεν ξέρω,
δεν ξέρω πού πάνε απο ‘δώ –
θέλω να χτίσουμε ένα,
ένα σπίτι,
μια πόλη,
έναν κόσμο,
και τότε θά ‘ναι ο καιρός για πήλινες γλάστρες
κι ίσως και γάτες,
ή και σκύλους,
ή και τα δύο.

[18-6-2007, Αθήνα.]


Από τις 20-6 και μετά άρχισα να κάνω PoWriMo [Poetry Writing Month] μαζί με τον αξιότιμο κύριο Χάρη Σ. Θρώγκο. Επειδή έχω φέρει εις πέρας έναν τέτοιο μήνα ποίησης πριν κάποιους μήνες [με τελικό αποτέλεσμα 35 ποιήματα σε 30 μέρες, 5 παραπάνω από το επιθυμητό αποτέλεσμα, δηλαδή - έχουν δημοσιευτεί όλα αυτα τα ποιήματα εδώ] αποφάσισα αυτή τη φορά να κάνω διπλό PoWriMo [60 ποιήματα/30 μέρες], και το ονόμασα Do PoWriMo [Double Poetry Writing Month - lame, ε; ;P]. Μόλις τελείωσε η όγδοη μέρα, κι έχω γράψει τα απαιτούμενα δεκάξι. Βαίνει καλώς. Θα αρχίσω να τα δημοσιεύω εδώ, σε λίγες μέρες.

Υ.Γ. Δεν έχω ξεχάσει την πρόσκλησή σου, Νερίνα.
Υ.Γ.2 Ξεκίνησα ένα νέο blog, μιας και αυτό εδώ είναι κυρίως ποίησης. Εκεί θα βρείτε... τα πάντα.