Μιαν άλλη Ιουλιέττα

Λευκά και μαύρα πανιά, μια Ιουλιέττα καπετάνιος, το ταξίδι του Ταξιδιώτη της Αυγής, ο δρόμος για την άκρη του κόσμου...

My Photo
Όνομα: Αταλάντη Αντωνίου
Τοποθεσία: Derby, Derbyshire, UK

Και τι είν' το εγώ; Γυάλινο άγαλμα! Λίγα κοχύλια που μάζεψα είμ' εγώ, οι άνθρωποι που αγάπησα, ο καιρός που πέρασε, το κρεβάτι που πλάγιασα... Είμαι το ταξίδι μιας ζωής - κι αλλάζει η ρότα μου απ' τον άνεμο. Είμαι όλοι εσείς που παρελαύνετε στα όνειρά μου...

Παρασκευή, Αυγούστου 18, 2006

Και κάτι νεραϊδένιο

Ο ηλιοφιλημένος

Ήταν μικρός-μικρός
όταν τον διάλεξε ο ήλιος για δικό του
κι έλεγε την αλήθεια δίχως λέξεις:
χαμογελώντας.

Είχε κλειστά τα μάτια
όταν τρελλούτσικες κι ανέμελες
οι ζεστές ηλιαχτίδες
του δίνανε μια-μια με τη σειρά φιλιά στο στόμα,
στις βλεφαρίδες,
και στο λευκό του μέτωπο,
τ' αχάραχτο ακόμα.

Κοιμήθηκε τις πρώτες νύχτες του κουλουριασμένος μέσα σε γητειές σοφές,
δεμένες με τα μάγια–
ποτέ του δεν τον άγγιξε σκοτάδι και σκιά,
κι ο ύπνος του τον έβρισκε μέσα σε κούνιες απ' αλλοτινά πλεχτά τραγούδια...

Ούτε χορτάρι πάτησε ούτε χώμα σαν παιδί–
του σήκωναν ψηλά τα χέρια και τα πόδια πεταλούδες,
κρατώντας τον γερά από φαρδυά μπατζάκια και μανίκια, πότε δυο-δυο
και πότε πέντε-πέντε,
κι έτσι έμαθε πώς να πετά χωρίς φτερά, για να τις αλαφρώνει,
λίγο πριν του χαρίσει ο βασιλιάς της μέρας το δικό του το ζευγάρι.

[Δεν τ' άκουσα απ' τα χείλη του όλα αυτά,
μήτε από της μητέρας του το στόμα·
μόνη τα βρήκα,
κρυφά, στον ύπνο του, ψάχνοντας στα βαθειά όνειρά του
για ίχνη της μαβιάς μορφής μου,
ψάχνοντας μέσα στα παλιά συρτάρια με τις μνήμες
και τα παράξενα υφαντά
των πιο μικρών-μικρών του χρόνων–
και τίποτε δεν θα ρωτήσω για τα όσα αντίκρυσα·

μ' ακόμα κι αν ρωτήσω, λέξη δε θ' αρθρώσει,
μόνο θα με κοιτάξει δυνατά
και θα μου φανερώσει την αλήθεια σαν και τότε:
χαμογελώντας.]

-----

Στο τραίνο, 14-8-2006.

Παρασκευή, Αυγούστου 11, 2006

Άλλο ένα real time ποίημα - αρχίζω να παθιάζομαι με το είδος

Το φως στο πάτωμα

Ξαπλώνω στο πάτωμα και κοιτάζω
με θαυμασμό
όλες τις γυαλάδες κι όλα τα παιχνιδίσματα
που θα έχανα άλλοτε ανάμεσα στα βήματά μου,
όλους τους δρόμους των σκιών και του φωτός
που χαράσσει στο πάτωμα η κουρτίνα σαν αφήνεται
στον λιγοστό αέρα...

Το καλοκαίρι βρίσκει τρόπους
να μας χαϊδέψει·
καταφέρνει κι εισβάλλει από χαραμάδες στις πόρτες,
κάνει όλα τα χρυσαφιά να λάμπουν,
όλα τα καφετιά να χρυσίζουν κι αυτά
απ' τις πολλές αντανακλάσεις...

Δεν θα μπορούσε να 'ναι παρά καλοκαίρι.

Ξαπλώνουμε στο πάτωμα και σε ρωτώ σιγανά αν
το νοιώθεις κι εσύ· αν
σ' αγγίζει μυστικά τούτ' η μέθη που σε βάφει
ολόχρυσo κι εσένα
μαζί με τις καρέκλες,
μαζί με τις λέξεις·
αν μπορείς να νοιώσεις το χάδι της–
το χάδι μου·

κι αποκοιμιέσαι.

-----

Αθήνα, 11-8-2006.

Δευτέρα, Αυγούστου 07, 2006

Σήμερα τα χαράματα, σε μια όχι και τόσο καλή στιγμή

Μια στιγμή απ' τις άλλες

Το φως είναι κίτρινο
μα όχι ζεστό, όχι χρυσό του ήλιου,
κι εγώ φοβάμαι
πως θα λειώσουμε τα φτερά μας σ' αγκομαχητά μες σε τσαλακωμένα σεντόνια,
σε δυο πάντα αναμμένες διπλανές οθόνες
κάτω από τον ξεχαρβαλωμένο ανεμιστήρα που αγκομαχά με τη σειρά του στο ταβάνι.

Όλο σου λέω πως όλα γύρω μας χαμογελούν
κι ύστερα δεν αντέχω να σου δώσω ούτ' ένα χαμόγελο δικό μου·
τι να πεις κι εσύ,
τι να πεις κι εσύ...
Σου έδεσα τα μάτια και σ' έφερα εδώ
ψιθυρίζοντας θάλασσες στ' αυτιά σου σα να 'μουν κοχύλι
που στόλιζε κάποτε τα μαλλιά-σχοινιά μιας θαλασσινής·
σου πήρα τα χέρια και σ' έβαλα να κρατάς τα δικά μου
που έτρεμαν καθώς κρατούσα τ' αβέβαιο πινέλο,
και μας ζωγράφισα με γραμμένα, λαμπερά μάτια,
μας ζωγραφισα μ' αστραφτερά μαλλιά-αχτίδες
κόντρα σ' ένα στενόχωρο, παραστολισμένο φόντο...

Το φως είναι κίτρινο
μα δεν το σκορπούν τα φωτοστέφανά μας,
δεν το σκορπούν οι ενωμένες ανάσες·
έρχεται απ' την τελευταία λάμπα του μπάνιου,
κι οι σκιές δεν είναι στολίδια,
είναι το βάρος που κρέμεται απ' τα δάκτυλα και τους καρπούς μου κι αγγίζει το χαρτί,
είναι το βάρος που νοιώθω να με τραβά
προς το κέντρο μιας χωμάτινης, απρόσωπης γης.

-----

Αθήνα, 7-8-2006.

Κυριακή, Αυγούστου 06, 2006

Ένα ακόμη ποίημα, κάπως διαφορετικό.

Δεύτερη εξομολόγηση, αυτή τη φορά πορτοκαλιά
[όχι μωβ]


Σε βρίσκω πίσ' απ' τα μάτια μου όταν τα κλείνω γιατί
απ' τα δάκτυλά σου ξεπηδούν χαμένοι κόσμοι,
και γιατί κλείνεις τα δικά σου μάτια ευλαβικά, καθισμένος
σε μια χρυσή καρέκλα σε στιλ κάποιου Λουδοβίκου
καθώς κουρδίζεις το κουκλίστικο τόσο-δα παιχνίδι σου
με τ' αντεστραμμένα ασπρόμαυρα πλήκτρα –
πάλι καλά που σου έδειξε κάτι από κούρδισμα ο Πατρίκ.

Σου χαμογελώ όταν τρέχεις πέρα-δώθε
αγχωμένος
γιατί προσπαθείς να βλέπεις χωρίς τα γυαλιά σου,
κι ας σ' ομορφαίνουν,
γιατί μου ζητάς εξοργισμένος να μην απομακρύνω
τα βήματά μου απ' τα δικά σου
όταν περνάμε το δρόμο,
και γιατί επέμενες να φοράς τα ρούχα του ύπνου σου
κι έξω απ' το σπίτι –
δεν πάει πολύς καιρός από τότε
κι είμαι βέβαιη πως θα το ξανάκανες.

Σου βγάζω τη γλώσσα γιατί καταφέρνεις
να 'σαι πιο ωραίος απ' όλα όσα κάνεις μαζεμένα
[η ψυχή σου είναι που μ' έκανε να τ' αγαπήσω,
δε μ' έφεραν αυτά στην αγκαλιά σου, μη γελιέσαι]
σου βγάζω τη γλώσσα γιατί το καταφέρνεις αυτό
φορώντας πορτοκαλιά μπλουζίτσα
κι αθλητικά ενώ ξεφυλλίζεις κοντσέρτα Μπαχ,
γιατί γυρνάς και μου λες πως η Δάφνη δε σου κρατά κακία
που δεν έκανες ακόμα τη δουλειά που σου ανέθεσε –
άραγε μπορεί κανείς να σου κρατήσει κακία αν
σ' έχει δει να γελάς, ή να κλαις;

Σε κοιτώ μ' αυτή την έκφραση γιατί όταν μιλάς αγγλικά
δε φοβάσαι την αλήθεια
και την αφήνεις να ρέει, να ζεσταίνει το πρόσωπό μου,
να διώχνει τη σκληράδα απ' τις γραμμές του μετώπου μου·
γιατί όταν συνοδεύεις κάποιον στο τραγούδι
τα χέρια σου τον αγαπούν,
το παίξιμό σου χαϊδεύει το πέρασμά του μες απ' τη μουσική
που φτιάχνεται ήχο τον ήχο από σας,
μια και μοναδική φορά έτσι ακριβώς, μια φορά μόνο στην αιωνιότητα.
Σε κοιτώ έτσι γιατί με κοιτάς κι εσύ τώρα, και παίζεις για μένα,
γιατί ψάχνεις να βρεις τι τόσο φωτίζει το πρόσωπό μου
και γιατί με κάνεις να γελώ,
γιατί γελάς και λες πως η μουσική για τσέμπαλο σου φαίνεται βαρετή
[εκτός κι αν είναι Μπαχ]
ενώ πας να σπουδάσεις τσέμπαλο στη Χάγη
[λέγοντας πως θα γίνεις διευθυντής ορχήστρας στο τέλος
και δεν πειράζει...]

Εμένα πάντως μ' αρέσει η μουσική για τσέμπαλο, κι ας είναι πότε-πότε ροζ,
κι ας μην είναι πάντα Μπαχ,
κι ας θυμίζει κοριτσίστικες φούστες με βολάν και φιόγκους, και

...και σ' αγαπώ γιατί μου θυμίζεις όλα τα σχεδόν παιδικά όνειρά μου,
ή μάλλον γιατί με κάνεις να νομίζω πως κάτω απ' τ' αυγουστιάτικο φεγγάρι
ονειρευόμουν κάποτε ένα φτερωτό πλάσμα σαν εσένα·
και γιατί τελικά δεν έχει σημασία ποιο απ' τα δυο ειν' αλήθεια,
δεν έχει σημασία τίποτε –

μόνο εμείς,

μόνο εμείς κι οι πορτοκαλιές ταιριαστές μας μπλούζες,
οι πορτοκαλιές μας ταιριαστές ανάσες
που αγγίζουν η μια την άλλη με φόντο τον ουρανό.

-----

Aθήνα, 2-8-2006.