Μιαν άλλη Ιουλιέττα

Λευκά και μαύρα πανιά, μια Ιουλιέττα καπετάνιος, το ταξίδι του Ταξιδιώτη της Αυγής, ο δρόμος για την άκρη του κόσμου...

My Photo
Όνομα: Αταλάντη Αντωνίου
Τοποθεσία: Derby, Derbyshire, UK

Και τι είν' το εγώ; Γυάλινο άγαλμα! Λίγα κοχύλια που μάζεψα είμ' εγώ, οι άνθρωποι που αγάπησα, ο καιρός που πέρασε, το κρεβάτι που πλάγιασα... Είμαι το ταξίδι μιας ζωής - κι αλλάζει η ρότα μου απ' τον άνεμο. Είμαι όλοι εσείς που παρελαύνετε στα όνειρά μου...

Κυριακή, Αυγούστου 06, 2006

Ένα ακόμη ποίημα, κάπως διαφορετικό.

Δεύτερη εξομολόγηση, αυτή τη φορά πορτοκαλιά
[όχι μωβ]


Σε βρίσκω πίσ' απ' τα μάτια μου όταν τα κλείνω γιατί
απ' τα δάκτυλά σου ξεπηδούν χαμένοι κόσμοι,
και γιατί κλείνεις τα δικά σου μάτια ευλαβικά, καθισμένος
σε μια χρυσή καρέκλα σε στιλ κάποιου Λουδοβίκου
καθώς κουρδίζεις το κουκλίστικο τόσο-δα παιχνίδι σου
με τ' αντεστραμμένα ασπρόμαυρα πλήκτρα –
πάλι καλά που σου έδειξε κάτι από κούρδισμα ο Πατρίκ.

Σου χαμογελώ όταν τρέχεις πέρα-δώθε
αγχωμένος
γιατί προσπαθείς να βλέπεις χωρίς τα γυαλιά σου,
κι ας σ' ομορφαίνουν,
γιατί μου ζητάς εξοργισμένος να μην απομακρύνω
τα βήματά μου απ' τα δικά σου
όταν περνάμε το δρόμο,
και γιατί επέμενες να φοράς τα ρούχα του ύπνου σου
κι έξω απ' το σπίτι –
δεν πάει πολύς καιρός από τότε
κι είμαι βέβαιη πως θα το ξανάκανες.

Σου βγάζω τη γλώσσα γιατί καταφέρνεις
να 'σαι πιο ωραίος απ' όλα όσα κάνεις μαζεμένα
[η ψυχή σου είναι που μ' έκανε να τ' αγαπήσω,
δε μ' έφεραν αυτά στην αγκαλιά σου, μη γελιέσαι]
σου βγάζω τη γλώσσα γιατί το καταφέρνεις αυτό
φορώντας πορτοκαλιά μπλουζίτσα
κι αθλητικά ενώ ξεφυλλίζεις κοντσέρτα Μπαχ,
γιατί γυρνάς και μου λες πως η Δάφνη δε σου κρατά κακία
που δεν έκανες ακόμα τη δουλειά που σου ανέθεσε –
άραγε μπορεί κανείς να σου κρατήσει κακία αν
σ' έχει δει να γελάς, ή να κλαις;

Σε κοιτώ μ' αυτή την έκφραση γιατί όταν μιλάς αγγλικά
δε φοβάσαι την αλήθεια
και την αφήνεις να ρέει, να ζεσταίνει το πρόσωπό μου,
να διώχνει τη σκληράδα απ' τις γραμμές του μετώπου μου·
γιατί όταν συνοδεύεις κάποιον στο τραγούδι
τα χέρια σου τον αγαπούν,
το παίξιμό σου χαϊδεύει το πέρασμά του μες απ' τη μουσική
που φτιάχνεται ήχο τον ήχο από σας,
μια και μοναδική φορά έτσι ακριβώς, μια φορά μόνο στην αιωνιότητα.
Σε κοιτώ έτσι γιατί με κοιτάς κι εσύ τώρα, και παίζεις για μένα,
γιατί ψάχνεις να βρεις τι τόσο φωτίζει το πρόσωπό μου
και γιατί με κάνεις να γελώ,
γιατί γελάς και λες πως η μουσική για τσέμπαλο σου φαίνεται βαρετή
[εκτός κι αν είναι Μπαχ]
ενώ πας να σπουδάσεις τσέμπαλο στη Χάγη
[λέγοντας πως θα γίνεις διευθυντής ορχήστρας στο τέλος
και δεν πειράζει...]

Εμένα πάντως μ' αρέσει η μουσική για τσέμπαλο, κι ας είναι πότε-πότε ροζ,
κι ας μην είναι πάντα Μπαχ,
κι ας θυμίζει κοριτσίστικες φούστες με βολάν και φιόγκους, και

...και σ' αγαπώ γιατί μου θυμίζεις όλα τα σχεδόν παιδικά όνειρά μου,
ή μάλλον γιατί με κάνεις να νομίζω πως κάτω απ' τ' αυγουστιάτικο φεγγάρι
ονειρευόμουν κάποτε ένα φτερωτό πλάσμα σαν εσένα·
και γιατί τελικά δεν έχει σημασία ποιο απ' τα δυο ειν' αλήθεια,
δεν έχει σημασία τίποτε –

μόνο εμείς,

μόνο εμείς κι οι πορτοκαλιές ταιριαστές μας μπλούζες,
οι πορτοκαλιές μας ταιριαστές ανάσες
που αγγίζουν η μια την άλλη με φόντο τον ουρανό.

-----

Aθήνα, 2-8-2006.