Άνοιξη, εντροπία, ήλιος, έρωτας και ανθρωπότητα - πέντε χτεσινά ποιήματα
Περί των περιπάτων
Έχω βαλθεί να γυρίσω πίσω στο χρόνο,
κι ένας από τους παρατηρητές –
εκείνος που κοιτάζει από ψηλά,
έν’ από τα πολλά μου εγώ,
γελάει μαζί μου.
Γυρίζω μοναχή στο δρόμο νωρίς τ’ απόγευμα,
ή και το βράδυ, ή αργά τη νύχτα,
και ψιθυρίζω προσευχές,
ανασαίνω τις λάμψεις που συναντώ,
σωπαίνω – μήπως κι ακουστώ.
-----
Η φαντασίωση των φτερών
Στο πρόσωπό σου χαϊδεύω το παράδοξο,
αγγίζω τη ζωή, αυτό το τόσο χρωματιστό ταξίδι
προς το πιο άγνωστο απ’ τ’ άγνωστα...
Ναι, θα ‘θελα να ΄χεις φτερά·
θα το ‘θελα, πόσο θα το ‘θελα –
τ’ αληθινά φτερά έρχονται με υποσχέσεις,
έρχονται με τη χάρη τ’ ουρανού,
θα σ’ έκαναν κάτι παραπάνω από άνθρωπο,
κι ίσως τότε, ίσως τότε να πετούσες
μ’ εμένα αγκαλιά σου,
ίσως τότε να μη φοβόμουν το πέταγμά σου.
-----
Εμπνέοντας άλλους
Τους ζήτησα να χαμογελούν,
και χαμογέλασαν.
Πόσες ψυχές;
Τρεις, τέσσερις;
Χαμογελούσαν δυνατά στον ήλιο –
είχε ήλιο σήμερα.
Άραγε κράτησαν τα χαμόγελά τους,
σαν έδυσε το ωραίο φως;
Κάθομαι εδώ κι αναρωτιέμαι·
θα ‘ναι που το δικό μου μ’ έχει αφήσει τώρα...
-----
Ερωτευμένη παρήχηση
Εσύ να γελάς, να γελάς, να γελάς
κι εγώ θα γράφω μάταιες, καμπανούλες λέξεις,
θα κλείνω το γέλιο σου μέσα στα λάμδα που αγαπώ
για όταν θα φύγεις, ή και για πάντα...
Θα ‘ναι σαν μήνυμα σε μπουκάλι,
ξέρεις, γυάλινο, γυάλινο και της θάλασσας –
πολλά μηνύματά, πολλά μπουκάλια...
Θα τις πετάξω μια μέρα μακρυά τούτες τις λέξεις,
θέλω ασημένιος καθρέφτης να γίνουν,
παρηγοριά· ανάσα για τους επόμενους.
-----
Τουλάχιστον, γενναίοι
Είμαστε ζωή.
Τραγουδιστή, αεικίνητη ζωή που χαμογελά,
γάργαρη οδεύοντας προς το τέλος της.
Είμαστε... τι;
Ένα όμορφο παράδοξο.
Φτάνουμε εδώ χωρίς να κρατούμε τίποτε,
άδεια τα χέρια μας,
κι όλο μαζεύουμε κοχύλια,
όλο τα γεμίζουμε,
γεμίζουμε τις τσέπες μας,
τα μάτια μας,
τα χείλη μας·
σκίζονται οι τσέπες μας,
ξεχειλίζουν,
ξεχειλίζουν και τα μάτια μας,
και τα χείλη μας ξεχειλίζουν περίσσια φιλιά,
κι όλο μαζεύουμε κοχύλια.
Είμαστε... τι;
Μερικές χούφτες γενναία αστρόσκονη
που ‘χει τη δύναμη να χαμογελά,
που έχει τη χάρη να χαμογελά γνωρίζοντας,
πονώντας – ίσως και μονάχη.
-----
Έχω βαλθεί να γυρίσω πίσω στο χρόνο,
κι ένας από τους παρατηρητές –
εκείνος που κοιτάζει από ψηλά,
έν’ από τα πολλά μου εγώ,
γελάει μαζί μου.
Γυρίζω μοναχή στο δρόμο νωρίς τ’ απόγευμα,
ή και το βράδυ, ή αργά τη νύχτα,
και ψιθυρίζω προσευχές,
ανασαίνω τις λάμψεις που συναντώ,
σωπαίνω – μήπως κι ακουστώ.
-----
Η φαντασίωση των φτερών
Στο πρόσωπό σου χαϊδεύω το παράδοξο,
αγγίζω τη ζωή, αυτό το τόσο χρωματιστό ταξίδι
προς το πιο άγνωστο απ’ τ’ άγνωστα...
Ναι, θα ‘θελα να ΄χεις φτερά·
θα το ‘θελα, πόσο θα το ‘θελα –
τ’ αληθινά φτερά έρχονται με υποσχέσεις,
έρχονται με τη χάρη τ’ ουρανού,
θα σ’ έκαναν κάτι παραπάνω από άνθρωπο,
κι ίσως τότε, ίσως τότε να πετούσες
μ’ εμένα αγκαλιά σου,
ίσως τότε να μη φοβόμουν το πέταγμά σου.
-----
Εμπνέοντας άλλους
Τους ζήτησα να χαμογελούν,
και χαμογέλασαν.
Πόσες ψυχές;
Τρεις, τέσσερις;
Χαμογελούσαν δυνατά στον ήλιο –
είχε ήλιο σήμερα.
Άραγε κράτησαν τα χαμόγελά τους,
σαν έδυσε το ωραίο φως;
Κάθομαι εδώ κι αναρωτιέμαι·
θα ‘ναι που το δικό μου μ’ έχει αφήσει τώρα...
-----
Ερωτευμένη παρήχηση
Εσύ να γελάς, να γελάς, να γελάς
κι εγώ θα γράφω μάταιες, καμπανούλες λέξεις,
θα κλείνω το γέλιο σου μέσα στα λάμδα που αγαπώ
για όταν θα φύγεις, ή και για πάντα...
Θα ‘ναι σαν μήνυμα σε μπουκάλι,
ξέρεις, γυάλινο, γυάλινο και της θάλασσας –
πολλά μηνύματά, πολλά μπουκάλια...
Θα τις πετάξω μια μέρα μακρυά τούτες τις λέξεις,
θέλω ασημένιος καθρέφτης να γίνουν,
παρηγοριά· ανάσα για τους επόμενους.
-----
Τουλάχιστον, γενναίοι
Είμαστε ζωή.
Τραγουδιστή, αεικίνητη ζωή που χαμογελά,
γάργαρη οδεύοντας προς το τέλος της.
Είμαστε... τι;
Ένα όμορφο παράδοξο.
Φτάνουμε εδώ χωρίς να κρατούμε τίποτε,
άδεια τα χέρια μας,
κι όλο μαζεύουμε κοχύλια,
όλο τα γεμίζουμε,
γεμίζουμε τις τσέπες μας,
τα μάτια μας,
τα χείλη μας·
σκίζονται οι τσέπες μας,
ξεχειλίζουν,
ξεχειλίζουν και τα μάτια μας,
και τα χείλη μας ξεχειλίζουν περίσσια φιλιά,
κι όλο μαζεύουμε κοχύλια.
Είμαστε... τι;
Μερικές χούφτες γενναία αστρόσκονη
που ‘χει τη δύναμη να χαμογελά,
που έχει τη χάρη να χαμογελά γνωρίζοντας,
πονώντας – ίσως και μονάχη.
-----
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου
<< Home