Μιαν άλλη Ιουλιέττα

Λευκά και μαύρα πανιά, μια Ιουλιέττα καπετάνιος, το ταξίδι του Ταξιδιώτη της Αυγής, ο δρόμος για την άκρη του κόσμου...

My Photo
Όνομα: Αταλάντη Αντωνίου
Τοποθεσία: Derby, Derbyshire, UK

Και τι είν' το εγώ; Γυάλινο άγαλμα! Λίγα κοχύλια που μάζεψα είμ' εγώ, οι άνθρωποι που αγάπησα, ο καιρός που πέρασε, το κρεβάτι που πλάγιασα... Είμαι το ταξίδι μιας ζωής - κι αλλάζει η ρότα μου απ' τον άνεμο. Είμαι όλοι εσείς που παρελαύνετε στα όνειρά μου...

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 05, 2005

Μερικά ποιήματα, πέντε μέρες πριν

Τρία ελληνικά εκ των οποίων μόνο το πρώτο μ' αρέσει ως μορφή, τα άλλα μόνο ώς ιδέες:

Στιγμή

Στερέωνα βιαστικά, πρόχειρα τη μάσκα μου
κομμάτι κομμάτι, χρώματα στο πρόσωπό μου.
Είχα πάρει την έκφρασή μου της αυτοπεποίθησης,
της μεταξένιας νύχτας την καμπύλη στα χείλη.

Κι έξαφνα το είδωλό σου στον καθρέφτη, πίσω μου,
απέκτησε μια παράξενη λάμψη,
έφεγγαν τα μαλλιά σου που ακόμα στάζαν νερό,
έφεγγαν, κι εγώ γύρισα να δω τον ήλιο.

Ήταν καλοκαίρι, έλαμπε αμείλικτος,
η ζέστη ήταν αφόρητη,
δεν είναι για μένα, σκεφτόμουν, τα καλοκαίρια,
κι εσύ έμοιασες ίδιος εκείνος για μια στιγμή.
«Κοίτα να δεις!», είπα,
«Ο ήλιος έχει πράσινα, καταπράσινα μάτια…».

Και τραγουδούσε ο ήλιος - κι εσύ.
Κι οι σταγόνες έπεφταν κάτω, μια μια,
και τις άγγιζα, βρεμμένα, τρεμάμενα δάκτυλα,
κι η σκόνη γινόταν λάσπη στο ξύλινο πάτωμα.

~

Βιασύνη

Ήταν ένα κρύο πρωινό, απ’ τα λίγα στην πόλη,
κρύο και φωτεινό, λευκό, είχε χιονίσει,
- σπάνιο το χιόνι στη Θεσσαλονίκη,
γίνεται λάσπη σύντομα, στους δρόμους, στα σοκάκια…

Λευκές κι οι ανάσες, είχαμε βγει έξω με κοντά μανίκια,
δεν είχε σημασία το κρύο, μόνο η νίκη.
Παιδιά, κι είχαμε κιόλας κάνει έρωτα - τόση βιασύνη,
μα εκείνη η μέρα ήτανε λέει μονάχα γάντια, πόλεμος κι αέρας.

Έφτιαχνες τόσο σκληρές τις δικές σου χιονόμπαλες,
είχα γεμίσει μελανιές θυμάμαι, μα ούτε που μ’ ένοιαζε,
κι αστοχούσα, όλο αστοχούσα, σα να μην ήθελα να σε πετύχω,
μόνον εσύ έμενες παιδί, θαρρώ - εγώ είχα από τότε πάψει.

~

Θαυμάσια ιδέα

Κάθε καλοκαίρι ο ξάδερφός μου
είχε μια μεγάλη, θαυμάσια ιδέα.
Κάθε καλοκαίρι τρέχαμε νύχτα μέρα,
μαζεύαμε υλικά, κάναμε σχέδια,
είχε σημασία η οργάνωση.
Είχαμε μια μεγάλη, θαυμάσια ιδέα.

Κάθε καλοκαίρι ήξερα πως όχι,
πως το σπιτάκι από λάσπη θα πέσει,
πως η κρεμάστρα της γιαγιάς θα σπάσει,
πως θα βρέξει και θα τα πάρει όλα το ρέμα,
πως θα τα μαζέψει κάποιος με τη σκούπα.
Ήξερα πως όχι, πως τίποτα δεν θα γίνει.

Κι όμως.
Δεν είχε σημασία, έτρεχα νύχτα μέρα
σαν να μην ήξερα.

Μα αναρωτιέμαι τώρα, γιατί μέσα σ’ όλους
γιατί μονάχα εγώ να ξέρω;

~

Κι ένα απλό "εμπορικούλι" τραγουδάκι, για εξάσκηση:

There’s this girl I used to know,
she was perfect.
Perfect shimmer on her skin,
pouty lips and pretty chin,
just perfect.

She used to dress in simple ways
earth tones and ochre, elegant greys,
a smile that kills and A grades,
oh, yeah, perfect.

She used to kiss me.
She used to write notes
in a curvy, scripty hand.
She used to write
“I’m cruel and empty and dead”
And I believed her.

Yeah, she used to kiss me
before she said goodbye,
she said “You always knew”
and smiled,
and I believed her.

~

[Να τι κάνει κανείς στη σχολή όταν έχει κενό χρόνο. Δεν μου αρέσει κανένα ιδιαίτερα εκτός ίσως απ' το πρώτο, αλλά τα προτιμώ από το τίποτα.]