Μιαν άλλη Ιουλιέττα

Λευκά και μαύρα πανιά, μια Ιουλιέττα καπετάνιος, το ταξίδι του Ταξιδιώτη της Αυγής, ο δρόμος για την άκρη του κόσμου...

My Photo
Όνομα: Αταλάντη Αντωνίου
Τοποθεσία: Derby, Derbyshire, UK

Και τι είν' το εγώ; Γυάλινο άγαλμα! Λίγα κοχύλια που μάζεψα είμ' εγώ, οι άνθρωποι που αγάπησα, ο καιρός που πέρασε, το κρεβάτι που πλάγιασα... Είμαι το ταξίδι μιας ζωής - κι αλλάζει η ρότα μου απ' τον άνεμο. Είμαι όλοι εσείς που παρελαύνετε στα όνειρά μου...

Πέμπτη, Οκτωβρίου 20, 2005

Τέσσερα ποιήματα, χτες, αργά τη νύχτα

Ένα καλοκαίρι μετά

Σε συνάντησα λευκό κάποτε.

Σε συνάντησα με χαμόγελο δειλό,
αβέβαιο βλέμμα, διστακτικό
- και τώρα πια καλούμαι να κοιτάξω
στον αλλαγμένο καθρέφτη σου.

Το τόσο όμορφο που συναντώ
φοβάμαι,
το τόσο μαθημένο, πάντα έτοιμο.

~

Κομήτες

Δεν μ’ έχεις ακούσει να μιλώ
για της φύσης τα καμώματα,
μονάχα να παρομοιάζω με κεραυνούς,
με φουρτούνες, με ανέμους
τα πάθη των ανθρώπων
- τα δικά μου.

Τι σημάδια στο χαρτί ν’ αφήσω,
τι λέξεις να σκαλίσω βιαστικές
σαν τα βράχια μόνα, τα τόσα τους χρώματα
που αδύναμοι όντας να καταλάβουμε
τα βαφτίζουμε γκρίζα,
σαν τα τόσα τους σχήματα
που ‘ναι ικανά να δώσουν μορφή
σε ξεστρατίσματα φαντασίας θαλασσινά,
άθελα, αβίαστα με ντροπιάζουν;

Κρεμόμαστε με τρεμάμενα δάκτυλα
από ημιδιάφανες ελπίδες.
Ίσως πολύ να ζήσει τούτο το χαρτί,
ίσως ν’ αντηχήσει για κάμποσο το τραγούδι μας
- μα γκρίζος βράχος δε θα γίνει,
αιώνιος, κι απ’ τον άνεμο χιλιοφιλημένος.

Ίσως να κάμουμε μόνο να λάμψουν
αγκαλιά με τις λιγοστές στιγμές μας
της ίριδας τ’ αγνά χρώματα
μέσα σε ουράνια, βραχύβια τόξα ·
ίσως…

Ίσως ν’ αφήσουμε μόνο πίσω μας ουρές χρυσές,
να στραφταλίζουν για λίγο στο χρόνο,
κομήτες εμείς, να φεύγουμε στ' απέραντο στερέωμα.

~

Γυρισμός

Η ζάλη του μεσημεριού
αργεί να ξανάρθει·
χρόνια την περιμένω…

Δεν ξεχνώ της Ολυμπιάδας
το μικρό νησί·
τις κόρες του ψαρά
με τα πετράδια για ονόματα.

Θυμάμαι τρεις αμμουδιές
βαφτισμένες μ’ αριθμούς·
την ένα, την δύο, την τρία,
γαλάζιες κι απάτητες.

Γυρνώ καμιά φορά
σε τόπους δικούς μου,
σε παιδικών παιχνιδιών σκηνές…

Αγγίζω με τα δάκτυλα
όλα τα χαμηλά
περιφρονώντας τα ψηλά
- σαν τότε, δεν τα φτάνω.

Πονάει ο γυρισμός
στην κούνια από σχοινιά και πανί·
ξέρω πως τίποτε δεν είναι πια
μεγάλο.

~

Άνω Θρώσκω

Νύχτες περνούν και κοιτώ,
κοιτώ
τις τόσες λέξεις μου.
Τα μονοπάτια που ανοίγουν, όλα τους,
όλα τους μοιάζουν με γλιστερά καλντερίμια,
τα λησμονώ, σκοντάφτω σαν σβήνω το κερί
- μα κείνο άναψε μόνο απ’ τις λέξεις…

Γι αυτές τις λέξεις, μονάχα,

για τα τραγούδια που φοβάμαι να ελευθερώσω,
για τα μεσημέρια που φοβάμαι πως δεν θα θυμάμαι,
για της φαντασμένης μου ιδέας τις κρυφές φωλιές…
Για κείνη την πίστη που σου φωνάζω πως χάνεις,
για το ταξίδι στ’ αστέρια που θελήσαμε να κάμουμε
σαν μας εγκατέλειψε το τότε μας
και μας πλήγωσε το τώρα μας…

Αιώνιοι άνθρωποι - τ’ αστέρια ίσως μας φέρουν
πιο κοντά στο φως που σβήνουμε.
Θεριά της φωτιάς - η σιγουριά της θέλησής μας
ανθίζει μόνο στην έλλειψη.