Δύο σημερινά ποιήματα
Κάλεσμα
Σήμερα ο ορίζοντας ειν’ ιδιαίτερα θολός -
το μέλλον άφαντο, άοσμο, απέραντα άδειο.
Παίζω με την ιδέα πως ίσως να ‘χω ως τότε φύγει,
ίσως να ‘χω τραβήξει πια για τη θάλασσα,
ίσως ο άνεμος στ’ αλμυρά πανιά μου να σβήνει τις εικόνες του τότε.
Έχω συνηθίσει εξ’ άλλου να κοιτάζω μπροστά
και να μη βλέπω τίποτε…
Κάτι τέτοιες μέρες έρχετ’ η θάλασσα στα πόδια μου,
μάμαλο-αντιμάμαλο, σα να συρίσσει απ’ τα βαθειά -
«Δεν είσαι εσύ για τη στεριά», σα να μου λέει, «έλα σε μένα».
-----
Ερινύες
Είναι κάτι χέρια στο λαιμό μου, πάνε βδομάδες, μήνες ίσως
που με πνίγουν υγρά κι αδιάκοπα - μα δε λέω να πεθάνω.
Έχουνε νύχια μακρυά, γαμψά, και σέρνουν μαζί τους καταιγίδες,
θέλουν να βρέχει όταν θα τελειώσω - το νοιώθω στην πλάτη.
Φοράνε γάντια κομμένα στα δάκτυλα, μοιάζουν σα να ‘ταν
κάποτε ζωντανά τούτα τα γάντια - θαρρείς ακόμα αιμορραγούν.
[πάνω στη μάλλινη υφή τους ξεραίνονται και κολλάνε τα αίματα]
Όταν μ’ αφήνουν να πάρω ανάσα αναλογίζομαι τις πράξεις,
εκείνες που οδηγούν λαρύγγια σαν και το δικό μου σε βέβαιο ρόγχο.
Δεν ψάχνω ν’ αναπνεύσω, έχω δει τον αέρα μου να φεύγει πέρα,
χέρι-χέρι με τ’ όνομά μου και τη φωνή μου - θα ‘ναι μαζί για πάντα.
Αρχίζει ν’ αστράφτει, θυμάμαι πως τον Αύγουστο με το φεγγάρι
ένας κουρασμένος πατέρας μου είχε πει πως θα ‘ρθουν και βροντές,
πως ο ήχος…
[αρχίζουν να πέφτουν οι πρώτες χοντρές, γυαλιστερές σταγόνες]
ναι, πως ο ήχος είναι πιο αργός απ’ το φως, πιο αργός, πιο αργός -
πως τα γεράνια μοιάζουν με τα τριαντάφυλλα - και μ’ εμένα.
Σήμερα ο ορίζοντας ειν’ ιδιαίτερα θολός -
το μέλλον άφαντο, άοσμο, απέραντα άδειο.
Παίζω με την ιδέα πως ίσως να ‘χω ως τότε φύγει,
ίσως να ‘χω τραβήξει πια για τη θάλασσα,
ίσως ο άνεμος στ’ αλμυρά πανιά μου να σβήνει τις εικόνες του τότε.
Έχω συνηθίσει εξ’ άλλου να κοιτάζω μπροστά
και να μη βλέπω τίποτε…
Κάτι τέτοιες μέρες έρχετ’ η θάλασσα στα πόδια μου,
μάμαλο-αντιμάμαλο, σα να συρίσσει απ’ τα βαθειά -
«Δεν είσαι εσύ για τη στεριά», σα να μου λέει, «έλα σε μένα».
-----
Ερινύες
Είναι κάτι χέρια στο λαιμό μου, πάνε βδομάδες, μήνες ίσως
που με πνίγουν υγρά κι αδιάκοπα - μα δε λέω να πεθάνω.
Έχουνε νύχια μακρυά, γαμψά, και σέρνουν μαζί τους καταιγίδες,
θέλουν να βρέχει όταν θα τελειώσω - το νοιώθω στην πλάτη.
Φοράνε γάντια κομμένα στα δάκτυλα, μοιάζουν σα να ‘ταν
κάποτε ζωντανά τούτα τα γάντια - θαρρείς ακόμα αιμορραγούν.
[πάνω στη μάλλινη υφή τους ξεραίνονται και κολλάνε τα αίματα]
Όταν μ’ αφήνουν να πάρω ανάσα αναλογίζομαι τις πράξεις,
εκείνες που οδηγούν λαρύγγια σαν και το δικό μου σε βέβαιο ρόγχο.
Δεν ψάχνω ν’ αναπνεύσω, έχω δει τον αέρα μου να φεύγει πέρα,
χέρι-χέρι με τ’ όνομά μου και τη φωνή μου - θα ‘ναι μαζί για πάντα.
Αρχίζει ν’ αστράφτει, θυμάμαι πως τον Αύγουστο με το φεγγάρι
ένας κουρασμένος πατέρας μου είχε πει πως θα ‘ρθουν και βροντές,
πως ο ήχος…
[αρχίζουν να πέφτουν οι πρώτες χοντρές, γυαλιστερές σταγόνες]
ναι, πως ο ήχος είναι πιο αργός απ’ το φως, πιο αργός, πιο αργός -
πως τα γεράνια μοιάζουν με τα τριαντάφυλλα - και μ’ εμένα.
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου
<< Home