Μιαν άλλη Ιουλιέττα

Λευκά και μαύρα πανιά, μια Ιουλιέττα καπετάνιος, το ταξίδι του Ταξιδιώτη της Αυγής, ο δρόμος για την άκρη του κόσμου...

My Photo
Όνομα: Αταλάντη Αντωνίου
Τοποθεσία: Derby, Derbyshire, UK

Και τι είν' το εγώ; Γυάλινο άγαλμα! Λίγα κοχύλια που μάζεψα είμ' εγώ, οι άνθρωποι που αγάπησα, ο καιρός που πέρασε, το κρεβάτι που πλάγιασα... Είμαι το ταξίδι μιας ζωής - κι αλλάζει η ρότα μου απ' τον άνεμο. Είμαι όλοι εσείς που παρελαύνετε στα όνειρά μου...

Τετάρτη, Απριλίου 26, 2006

Μερικά ποιήματα του Απρίλη

Όνειρο

Σήμερα ξύπνησα μ’ όνειρα πίσω απ’ τα βλέφαρα,

όνειρα που τα παρακάλεσα να μείνουν λίγο ακόμη...

Μ’ ανοικτά μάτια, ο κόσμος φάνταζε όπως πάντοτε,
μα με κλειστά, το φως έλαμπε άσβηστο σιμά μου –
κι ας είχα πια ξυπνήσει.

Κι έτσι, κατάλαβα πως και να μη μιλάς,
ο έρωτας πηγάζει από τα χείλη σου,
ρέει σαν φωτός ζεστό ποτάμι, και μ’ αγγίζει.

Κι ας μην είσ’ εδώ,
βλέπω στον ύπνο μου κύβους ολόχρυσους,
άλογα πάλλευκα,
ερήμους από βαμβακένια, φιλόξενα σύννεφα,
και τις πύλες ενός αθώου, παραμυθένιου παραδείσου.

-----

Derby, 10-4-2006

Και δεν τα φτάνω...

Ένα μεγάλο θέλω με θυμάμαι,
ένα μεγάλο θέλησα

να φτάσω τα μεγάλα του γαλάζιου θόλου σύννεφα
και τους απάτητους τους βράχους,
πιο βαθειά απ' όσο πάει ανθρώπου ανάσα.

Γεμίσανε τα μάτια μου
με του μυαλού ζωγραφισμένες λογής εικόνες,
κι είν' αυτές που βλέπεις σαν με λαχτάρα τα κοιτάς
·
κρυφά σου δίνουν λίγη απ' τη λαχτάρα τους...

Άνοιξη μέρα σήμερα,
κι ακόμα με τα θέλω μου χορταίνω,
φύκια στολίζουν τα μαλλιά μου,
και κοράλια

μα στα υγρά τα βάθη όσο κι αν έμοιασα,
δεν έχω φτάσει,
κι ειν' η νεφέλη που θωρείς τριγύρω μου
κλάσμα, κι αντικαθρέφτισμα.

-----

Αθήνα, 16-4-2006

«Δεν ξέρω τι δύναμη έχω πάνω στις ψυχές των ανθρώπων»

Δεν ξέρω τι κάνεις,
τι δύναμη έχεις, αν έχεις,
στις ψυχές των ανθρώπων
·
ξέρω μόνο πως σ' αφουγκράστηκα
μια κουρασμένη νύχτα,
ώρες γλυκά κουρασμένες απ' τη θάλασσα

– εκείνη τη νύχτα
και πως τούτο μ' έφτασε.

Έχουνε γίνει μνήμες τώρα
τούτες οι ώρες.
Έχουνε γίνει λείες κι ομαλές
σαν ονείρου παράδοξο πέρασμα,
σα βότσαλα γλυπτά της άμπωτης.

Κι όμως, το νοιώθω, κυλούσαν τότε,
και σα να χάρασσαν παράξενες τομές στο χρόνο,
σα νά 'δεναν κόμπο το θυμητικό με τ' άγνωστο,
όλα με την ανάσα σου να πέφτει,
και ρυθμικά να υψώνεται,
να ενώνεται, θαρρείς, με του Σαρωνικού το κύμμα.

-----

Αθήνα, 16-4-2006

Οι πρώτες ώρες

Ίχνη από το φιλί μου στραφταλίζουν υγρά στα χείλη σου,
λέξεις βαλμένες σε χαρακτηριστική σειρά

– δικές μου,

ξεπετάγονται αυθάδικα ανάμεσα στα λόγια σου,
κι ειν' η γαλάζια του ύπνου φορεσιά σου
λίγο ζεστούλα ακόμα από τη θέρμη μου,
σα να τη βλέπω, κρατά το σχήμα μου από πείσμα δανεικό
– δικό μου.

Να, κάπως έτσι ξεγελώ της θλίψης τα στοιχειά,
καμώνομαι τάχα πως σε κοιτώ,
πως τ' ασημένιο, σκαλιστό τραινάκι του ρολογιού
που ξαναβρήκε πια τη θέση του στην τσέπη σου,
ξέρει μονάχα να έρχεται κοντά σου,
να σε βρίσκει
·
πως δεν υπάρχει άλλη κατεύθυνση μα προς τα σένα.

-----

Φρανκφούρτη, 25-4-2006