Μιαν άλλη Ιουλιέττα

Λευκά και μαύρα πανιά, μια Ιουλιέττα καπετάνιος, το ταξίδι του Ταξιδιώτη της Αυγής, ο δρόμος για την άκρη του κόσμου...

My Photo
Όνομα: Αταλάντη Αντωνίου
Τοποθεσία: Derby, Derbyshire, UK

Και τι είν' το εγώ; Γυάλινο άγαλμα! Λίγα κοχύλια που μάζεψα είμ' εγώ, οι άνθρωποι που αγάπησα, ο καιρός που πέρασε, το κρεβάτι που πλάγιασα... Είμαι το ταξίδι μιας ζωής - κι αλλάζει η ρότα μου απ' τον άνεμο. Είμαι όλοι εσείς που παρελαύνετε στα όνειρά μου...

Τετάρτη, Μαΐου 03, 2006

Ποίημα σε τρία μέρη, σήμερα

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ Τ' ΟΝΕΙΡΟ

Ι


Ξεκίνησα νωρίς, νωρίς, πριν ξημερώσει,
έβλεπα ένα φως χλωμούτσικο, λευκό,
κι έλεγα σ’ όλους:
«Ο ήλιος που με περιμένει με στεφάνια θα ‘ναι»,
κι ήταν μια στρόγγυλη σελήνη.


Κι όταν ξεκίνησα, είχα στα χέρια
το σταυρό, και το φιλί, σαν ένα,
είχα τα σχέδια εκείνα, να ειν’ ο κόσμος καθαρός,
καθάριος και δικός μας, κι ας μην ήξερα
ποιος εισ’ εσύ, κι αν είσαι, και τ’ είναι το μεγάλο εμείς.


ΙΙ


Μόν’ είμαι εγώ, λες, που έκρυψα και τα φτερά,
μόν’ είμαι εγώ που μ’ έκαιγε το φως στα δάκτυλα,
μα όχι στο στόμα,
και που δεν τόλμησα, δεν μπόρεσα να κλείσω, να σφαλίσω
μέσα στα δυο μου χείλη εκείνο το φιλί, για σένα, τον άγνωστο;


Ήταν νωρίς, νωρίς σου λέω,
μα με καλούσε ο ήλιος.
Ήταν νωρίς, κι αν ήθελε η ζωή, το φως, κι εσύ
- ο ακόμα αθέατος –
μια μάσκα να φορώ, θα γίνονταν.


Είχα το φως παρηγοριά και βάσανο,
μια στα χέρια να με μαυρίζει από τον πόνο,
μια στο λαιμό, μα εκεί με λύτρωνε
σα θαλασσένιο στρείδι λευκό, μα ολοζώντανο, με λύτρωνε·
κάμποσο κατοικούσε εκεί, κι όλοι το παίρναν για γλυκό τραγούδι.


Κι αν ήθελες, έλεγα κι έκανα, κι άλλο να μάθω, κι άλλο να λερωθώ,
κι εσύ, κι ο ήλιος, πάντα, και τα στεφάνια του Μάη,
εγώ – για σένα,
εγώ θα το έπαιρνα μέσα στα χέρια και στα χείλη το χώμα,
θα ζωγράφιζα γραμμές σκληρές, γραμμές άγριου πολέμου
στα μάγουλα,
θα ζούσα μες στη νύχτα, θα μάθαινα να μιλώ
τη γλώσσα τη νέα, την καμμένη από τα πολλά των καιρών,
από τα πολλά, και τα βαρειά, και τ’ άδεια, και τα δύσκολα.


ΙΙΙ


Δεν ειμ’ εκείνη πια, δεν έχω τη γροθιά από φως
στο λαρύγγι, ν’ ανοίξει, να γίνει χέρι μαλακό,
να γίνει χάδι, να πετάξει, να κάνει τα πουλιά στον τοίχο·
δεν είμ’ ανέγγιχτη,
δεν είμαι,
δεν είμαι πια σαν τα λευκά λουλούδια –
έχω γλιστρήσει εκεί από κάτω, εκεί, στις ρίζες τους,
στα μαύρα τα υπόγεια τα νερά έχω από καιρό συρθεί
για να βραχώ,
κι έχω λαίμαργα πιεί, διψούσα για το φως
κι έπινα το σκοτάδι το μελανό,
έπινα τον καθρέφτη και τ’ αυτάρεσκα μάτια μου,
έπινα και την ελπίδα μέχρι που πια την ξέχασα.


Δεν ειμ’ εκείνη πια,
ξέρω το φως του φεγγαριού πώς είναι,
πόσο του ήλιου δεν του μοιάζει,
πόσο το χώμα μένει κάτω από τα νύχια όσο και να πλυθείς,

πόσο σκληρά, πόσο άκαρδα το θέλησα το πρώτο εκείνο το φιλί.

-----

Derby, 3-5-2006.