Μιαν άλλη Ιουλιέττα

Λευκά και μαύρα πανιά, μια Ιουλιέττα καπετάνιος, το ταξίδι του Ταξιδιώτη της Αυγής, ο δρόμος για την άκρη του κόσμου...

My Photo
Όνομα: Αταλάντη Αντωνίου
Τοποθεσία: Derby, Derbyshire, UK

Και τι είν' το εγώ; Γυάλινο άγαλμα! Λίγα κοχύλια που μάζεψα είμ' εγώ, οι άνθρωποι που αγάπησα, ο καιρός που πέρασε, το κρεβάτι που πλάγιασα... Είμαι το ταξίδι μιας ζωής - κι αλλάζει η ρότα μου απ' τον άνεμο. Είμαι όλοι εσείς που παρελαύνετε στα όνειρά μου...

Κυριακή, Ιανουαρίου 21, 2007

Διυλισμένη τραγωδία - το παρ' ολίγον δεν έζησε παρά... ολίγον.

Οι λέξεις που επέζησαν

Ι

Δεν με πιστεύεις τώρα που πηδάς δυο-δυο τα σκαλιά καθώς κατεβαίνεις,
δε γυρίζεις πίσω να κοιτάξεις.

Οι καμπανούλες λέξεις χτυπούν,
χτυπούν,
τώρα μπορώ να τις κάνω να τραγουδήσουν,
είναι πολλές φωνές,
μπορώ να κάνω και τις μέρες να τραγουδήσουν,
μόνο τις νύχτες δεν μπορώ να τιθασσεύσω,
μα όλα κι όλα –
δίκαιο και γενναιόδωρο είναι που κρατώ τουλάχιστον τις μέρες.

ΙΙ

Η μοναξιά ανάμεσα στ’ άστρα και στη σκόνη τους,
έχει γιατρευτεί εδώ και καιρό
απ’ την παράξενα γλυκειά φωνή ενός πολεμιστή
που γελάει διαμάντια
και τα κρύβει σε βελούδινα πουγκιά –
όλο τα κρύβει

μα εγώ ήθελα πράγματα φανερωμένα,
ήθελα πράγματα να μου χαρίζονται στον ήλιο,
με τον ήλιο.

ΙΙΙ

Η τρέλλα που βροντοκοπάει στην πόρτα και στα παλιακά παράθυρα
φοβάται την αγάπη και την αγκαλιά,
φοβάται τ’ αδέρφια μου και φεύγει,
φοβάται τον πατέρα μου,
τη μάνα μου,
τη δύναμή μας να πλάθουμ’ από τις σκιές φοβάται
και φεύγει

μα εγώ ήθελα πράγματα φανερωμένα,
ήθελα πράγματα να μου χαρίζονται στον ουρανό,
με τον ουρανό.

IV

Μόνο αυτό που ταΐζει τριζάτα κούτσουρα
την ύστερη σοφία
δε μερώνει.

~

[21-1-2007, UK.]

Πέμπτη, Ιανουαρίου 04, 2007

Τα της παρ' ολίγον καταστροφής όλων...

Ye sacred muses

Δεν πεθαίνει κανείς.
Δεν βλέπεις;
Το κερί ακόμα αστράφτει
σαν άστρο-οδηγός,
σαν φανάρι της πλώρης,
σαν λατρεία σ’ ερωτευμένα μάτια.

Δεν πέθανε ο Tallis,
δεν πεθαίνει κανείς –
είν’ όλοι άγγελοι
και αγγίζουν αιώνιοι τη θέρμη
πού ‘χει φωλιά στο λαιμό σου,
και ψιθυρίζουν μέσ’ απ’ τα χείλη σου
την αλήθεια τους:
πως δεν πεθαίνει κανείς.


~

[24-12-2006, Αθήνα.]

-----

Πιθανές σοφίες

Όσοι είναι νέοι στον κόσμο
μιλούν με τη σιγουριά
σαν τριαντάφυλλο πορφυρό
δαγκωμένο
ν’ ανθίζει μέσα στα δόντια,
χορεύοντας,
κι όσοι έχουν δεμένα βαρίδια
απ’ τον καιρό
στα μακρυά μαλλιά τους
μιλούν με την αβεβαιότητα
να φέγγει σαν δειλό άστρο
μέσα στα μάτια τους.

Κάνεις δεν ξέρει.

Τους πρώτους τους φιλούν
αφηνιασμένα,
καταπίνοντας δανεικά ροδοπέταλα,
και τ’ άστρο στα μάτια των δεύτερων
γίνεται φάρος
και τους ακολουθούν.


~

[28-12-2006, Αθήνα.]

-----

Στο κόκκινο

Ξέρω πώς ήρθαμε εδώ·
δεν ξέρω γιατί να υπάρχει αυτό το εδώ,
γιατί είναι βαμμένες κόκκινες οι μεριές του χάρτη που πατάμε,
γιατί από πάντα τις φρουρούσαν εφιάλτες με φτερά από φόβο,
ποιος χάραξε τους αχνούς δρόμους που διαβαίνουμε,
κι αν υπάρχει έξοδος,

ή αν,
αν θέλω να τη βρω,
αν με νοιάζει αν θα τη βρω,
αν θα την κοιτάζω μ’ απορία, με δέος, μ’ ανακούφιση,
με μίσος φλογωμένο απ’ την απελπισιά,
με μάτια ορθάνοικτα –
ή αν θά ‘ναι σφαλιστά τα μάτια,
η πόρτα,
τα μάτια, η πόρτα,
τα μάτια, τα μαλλιά, τα χέρια,
ο δρόμος.

Ξέρω πώς ήρθαμε εδώ,
αλλά δεν έχει σημασία –
δεν λύνονται μ’ αυτογνωσία όλοι οι κόμποι.


~

[2-1-2007, Θεσσαλονίκη.]

-----

Σιωπή

Κοιτάζω την κορδέλα στα μαλλιά σου·
άραγε θα φορούσες κάποτε κορδέλα στα μαλλιά
αν δεν σου την είχα δέσει εγώ με τα δάκτυλά μου που έπλεαν στ’ όνειρο;

Κοιτάζω και θέλω να μιλήσω, ν’ αφήσω δάκρυα να κυλήσουν απ’ τα χείλη μου,
δάκρυα, πηγές, χειμάρρους να ξεχύνονται,
θάλασσες ήρεμες, θάλασσες φόνισσες κεριών που σβήνουν,
βροχές αργές του φθινοπώρου, μπόρες της βίας και του καλοκαιριού,
δάκρυα παρακάλια, δάκρυα αλήθεια, δάκρυα απροσδιόριστα,
δάκρυα μικρά, μεγάλα, δάκρυα δίχως ηλικία,
σταγόνες, στάλες, σταλίτσες, διαμαντάκια, διαμάντια –
και πρέπει να σωπαίνω…

Σωπαίνω τώρα,
Σωπαίνω μήπως στη σιωπή μου σου χαρίσω πιο πολλά
και πιο καλά
απ’ ότι με τις λέξεις.

Σωπαίνω μήπως βοηθά τη μνήμη σου η σιωπή μου
κι η δική σου

Μήπως με βρεις ξανά·
μήπως με βρεις

μήπως με βρεις.


~

[3-1-2006, Θεσσαλονίκη.]