Μιαν άλλη Ιουλιέττα

Λευκά και μαύρα πανιά, μια Ιουλιέττα καπετάνιος, το ταξίδι του Ταξιδιώτη της Αυγής, ο δρόμος για την άκρη του κόσμου...

My Photo
Όνομα: Αταλάντη Αντωνίου
Τοποθεσία: Derby, Derbyshire, UK

Και τι είν' το εγώ; Γυάλινο άγαλμα! Λίγα κοχύλια που μάζεψα είμ' εγώ, οι άνθρωποι που αγάπησα, ο καιρός που πέρασε, το κρεβάτι που πλάγιασα... Είμαι το ταξίδι μιας ζωής - κι αλλάζει η ρότα μου απ' τον άνεμο. Είμαι όλοι εσείς που παρελαύνετε στα όνειρά μου...

Τετάρτη, Μαρτίου 28, 2007

Δώδεκα ποιήματα, από τις 5 μέχρι τις 11-3-2007.

«πάω να ξαπλώσω, καπιτάν

Όταν κάποιος ανακαλύπτει
ένα από τα ονόματά μου,
ακόμα κι ονόματα που αποκαλύπτονται και σε μένα
για πρώτη φορά,
ένα αστέρι
λάμπει
εκεί –

~

ΔΓ/ΔΑ
[Κάπως έτσι αρχίζουν οι άνθρωποι να μην εύχονται
όταν σβήνουν κεράκια;]

Την ευτυχία που τη χτίζεις σκαλί-σκαλί
κάθε μέρα
σκαλί-
σκαλί,
την είχα.

Ήθελα την άλλη,
τη σα-σφαίρα-φωτός,
τη σαν-κομήτη-που-σου-μπαίνει-στο-στόμα,
τη σα-βροχή-από-πυροτέχνημα-στα-χρώματα-της-φωτιάς-που-δεν-καίει-μα-
δροσίζει-
ζεσταίνειδροσίζειζεσταίνει...

Μη με ρωτάτε
πώς είμαι –
είμαι.

Δε βλέπω καθαρά ακόμα,
βλέπω εκείνο το μαύρο με τις λάμψεις
που έρχεται μετά
από το τετ-α-τετ με τ’ ολοκαύτωμα.
Προσπαθώ να βήξω να ξεκολλήσει απ’ το λαιμό μου ο κομήτης –
καμμιά φορά βήχω αίμα,
καμμιά φορά γρήγορο φως –
αλλά δεν έχω βήξει ακόμη καί τις εννιά ουρές του.
Προσπαθώ να συνηθίσω την εικόνα μου στον καθρέφτη
διάστικτη από τα εγκαύματα της βροχής –
τόπους-τόπους κάνουν όμορφα σχήματα.

Ήρθε η άλλη,
ήρθε – κι έφυγε.

Μη με ρωτάτε
τι θέλω

να κρυφτώ τώρα,
δεν ξέρω τώρα,
να μην,
να,
να –

δεν ξέρω τώρα.

~

Να ξανανοιώσω εγώ

Τόσο πολύ φοβάμαι το λίγο μέσα μου
που άκου τι σκέφτηκα:

θα είναι τύχη αν γίνω ο συμβιβασμός κάποιου άλλου
που θα λάμπει –
λάμπει όμως άραγε κανείς απ’ τους συμβιβασμένους;

~

Μονόλογος σε β’ πρόσωπο

Μου έκλεψες
τη μια και μοναδική ευκαιρία
που έχει ο καθ΄ένας μας
να παραδοθεί τέλεια,
άνευ όρων,
γελώντας χρώματα.

Τώρα ο τύπος με το καπέλο
και το βρεμμένο τσιγάρο στα δάκτυλα
που περνάει τη διάβαση
προς τα ‘δώ
μπορεί να κρατάει μαχαίρι –
όχι, όχι απ’ τα ηδονικά,
πού φωτιά τώρα για ηδονές,
απ’ τ’ άλλα.

Τώρα στην επόμενη γωνία
μπορεί να τελειώνει ο δρόμος
σε σκουριασμένο φράχτη,
τώρα δεν ξαπλώνω πια στον αέρα με κλειστά μάτια
στο «παιχνίδι εμπιστοσύνης»
ούτε αφήνω κανέναν να μ’ οδηγήσει,
τώρα ή τα χώματα ή το τίποτα –
και ξέρεις πόσο το φοβάμαι το τίποτα.

~

Η αλφαβητική ταξινόμηση

Όταν κάνω κλικ στο σπιτάκι
στην οθόνη
βγαίνει η αρχική σελίδα που έχω φτιάξει
με το Google ντυμένο Mozart,
τη Wikipedia,
το imdb,
ρολόι,
ημερολόγιο,
τον καιρό,
το gmail μου,
το art-of-the-day,
το word-of-the day,
το babelfish για καμμιά προχειρότητα –
βρίσκεις μέχρι και σπίτι να νοικιάσεις στη Χάγη με το babelfish,
χωρίς να ξέρεις λέξη ολλανδικά,
αλλά δεν θα επιτρέψω σ’ αυτό το ποίημα
να πάρει τον κατήφορο
και να γίνει θύμησες
πριν το τέλος που του επιφυλάσσω –
και ένα to do list.

Να μην ξεχάσω να σημειώσω,
λοιπόν,
να πάψω να ταξινομώ την ποίηση
αλφαβητικά στο φάκελο,
ή καλύτερα να πάψω να βάζω
την ημερομηνία
πρώτη-πρώτη στ’ όνομα κάθε αρχείου,
ή μάλλον να τα βάλω σε φακέλους
ανά χρονιά,
γιατί όπως πήγαινα τώρα ν’ ανοίξω
ένα απ’ τα σημερινά
είδα πως σαν χτες
πριν ένα χρόνο
στο λεοφορείο από το Dorset στο Derby –
εκείνη τη μέρα που σα να μας είχε φιλήσει ο ουρανός
με το φως στον καθεδρικό του Westminster
και τ’ αόρατα αγοράκια με το αιθέριο τραγούδι τους –
έγραφα για την πνοή σου
χαμένη στ’ όνειρο
με τις ηλιαχτίδες.

~

ρα λα λα

Λέω να ερωτευτώ τον εαυτό μου
και να μ’ ερωτευτεί κι αυτός,
να μου χαρίσει την έκσταση του δεν-είμαι-χωρίς-εσένα
κυριολεκτικά –
έτσι γι αλλαγή.

[Κουλουριασμένη στην έξω μεριά
απ’ το διπλό κρεββάτι
με κουνώ ρυθμικά,
και μου τραγουδώ
παντοτινές υποσχέσεις:
«Και θά ‘μαι δυνατή
μα κι απαλή,
πάντ’ άπιαστη
μα πάντα εκεί,
ρα λα λα....»]


‘Ετσι κι αλλοιώς εγώ μόνο βλέπω το Donnadio
στις καμπύλες των μαλλιών και στο λευκό μήκος των δακτύλων,
εγώ μόνο βλέπω το φως στις πίσω-πίσω άκριες του ορατού,
εκεί στους κροτάφους μου και στ’ αραιά μόρια του αέρα,
τα μυρωμένα απ’ την ανάσα του αυριανού λιποτάκτη...

κι όταν το καταπίνω,
έτσι που είναι παντού,
καίω τη γλώσσα μου,
κι όταν σβήνει
εγώ,
εγώ είμαι που το σβήνω –

όταν δεν έχει αυθάδες θαύμα να φωτίσει πια,
όταν έχει για τα καλά διαβεί η ώρα της τρεχάλας,
όταν έχουν σιμώσει οι στάχτες
και περιμένουν τ’ αναπόφευκτο φύσημα να τις σκορπίσει.

[«ρα λα λα...»]

~

Ή ίσως και όχι

Κι όταν
νικά η ασχήμια
σκέπτομαι πως καλύτερα έτσι –
πρόλαβε κι έγινε αυτονόητη για σένα η ποίησή μου
και δεδομένες οι λάμψεις των κεριών στα μάτια μου.

Καλύτερα έτσι –
φαντάσου να ερχόταν η μέρα
που θα βαριόμουν νά ‘ρχομαι στις συναυλίες σου,
«ναι, τραγουδάει σήμερα ο δικός μου, αλλά πού να τρέχω...»,
που στα μάτια σου θά ‘βλεπα
απλώς μάτια.

~

Variations on a theme by reality

I

Whispers:

“She?
A... α cynic?”

Yes, dear.
It’s far better to lay dormant
than dead.

II

I was granted the absolute mazochistic experience.
It sucks –

and that’s coming from a mazochist.

III

I know what will go last:

This damn feeling I have every time I finish a poem.
Somehow something inside me still waits for your critique.

~

Αποτυχημένη προσπάθεια

Πήγα να σου δείξω την αιωνιότητα
στις κλωστίτσες τις λεπτεπίλεπτες
και στα φιλιά,
διαβάζοντας
τη σπηλιά σου με το νερό
και τις σκαλιστές βιβλιοθήκες στα βράχια,
μπαίνοντας αργά-αργά με τη βαρκούλα,
βυθίζοντας βαθειά τα κουπιά...

Τελικά μου έδειξες εσύ.
Mου έδειξες το μηδέν που το φως που εκπέμπεις
κρύβει με μαεστρία,
μου έδειξες πώς πέφτουν τα παλάτια,
πώς επιζεί κανείς αναπνέοντας χώμα,
πώς θριαμβεύει το τώρα ξεκοιλιάζοντας το πάντα.

~

Resolution

Odd numbers don’t work.
No, wait;
even numbers don’t work either.

Farewell,
and thank you for the endorphins.

I will keep the long dashes,
my newfound tolerance towards major keys
and my hair in curls –

yeah, definitely the long dashes.

-----

[Οι μονοί αριθμοί δε δουλεύουν.
Όχι, περίμενε·
ούτε οι ζυγοί δουλεύουν.

Αντίο,
και σ’ ευχαριστώ για τις ενδορφίνες.

Θα κρατήσω τις μεγάλες παύλες,
την νεοευρεθείσα ανοχή μου απέναντι στις μείζονες τονικότητες
και τις μπούκλες στα μαλλιά μου –

ναι, σίγουρα τις μεγάλες παύλες.]

~


Άμλετ ή Οφηλία, λοιπόν;

Πάνε δυο χρόνια,
κι ήρθε η ώρα να σου απαντήσω:

Άμλετ.

Γιατί άλλοι αραδιάζουν φούμαρα γι’ αυτοχειρίες,
κι άλλοι τα ψιλοκουβεντιάζουν με το θάνατο.
Γιατί σε βολεύει να λατρεύεις Οφηλίες
όταν δεν σου ζητούν τίποτα πια,
όταν απλώς δεν είναι πια,
όταν μένουν μονάχα ιδέες επιπλέουσες,
ηδονικώς επίπονα λουλούδια –
αντανακλάσεις σου με λίγο αλλαγμένα τα χρώματα
στα νερά της άγνοιας.

Ναι,
όσο αναπνέουν
δεν είναι τέλειες –
ακόμα κι αν ξυπνούν ωραίες
κάθε πρωί
έχουν τσίμπλες στα μάτια.

Μόνο πριν αναπνεύσουν,
πριν,
στο μύθο και στο πυροτέχνημα,
εκεί, στον κόσμο των ιδεών –
κι όταν πια πάψουν.

Είν’ εύκολο ν’ ανάβεις κερί
στη μνήμη ενός εξαίσιου φαντάσματος
μπροστά από ένα όμορφο πορτραίτο.

Τό ‘ξερα απ’ την αρχή
πως αυτή θά ‘ταν η απάντηση,
αλλά ήσουν βλέπεις αβάσταχτα όμορφος
κι είμαι γνωστή τζογαδόρος...

~

Τ’ αβάσταχτο

Ήρεμα τώρα.
Μην τον χτυπάς τον τοίχο,
μη βρε τον τοίχο,
μη – κι έχει ακούσει μύρια τόσα ψιθυριστά.
Μην το πονάς το χέρι σου,
μη το χεράκι,
μη – κι έχει αγγίξει τα μαλλιά των αγγέλων.

Σώπα...
Σιγά-σιγά με το λυγμό σου,
όμορφα,
όμορφη νά ‘σαι πάντα,
μας βλέπει ο ουρανός.

Σώπα,
σώπα τώρα.
Να λες ευχαριστώ που σ’ έχουν λούσει
απαλά,
σχολαστικά.
Να λες ευχαριστώ που σ’ έχουν πλύνει –
άλλοι δε γνώρισαν το φως μέσα στο στήθος.

Σώπα,
σώπα τώρα...
Σσσς.
Σώπα, σώπα, σώπα τώρα.
Σώπα ψυχή μου,
σώπα τώρα.

Ξέρω που τα δάκτυλα αγγίζαν παιδικά
και σίγουρα συνάμα,
ξέρω.
Ξέρω που μέτραγες την ευτυχία σου με τις σαπουνάδες,
την ξέρω τη φωνή π’ ακούς αντί για τη δική σου
σα διαβάζεις.
Ήμουν εκεί και ξέρω,
σώπα,
σώπα τώρα.

Σώπα ψυχή μου και δεν μπορώ να σ’ αγκαλιάσω,
αλλοιώς θα τό ‘κανα κι ας ξέρω που θα μ’ έδιωχνες.
Σώπα, εγώ, να, εγώ θα σ΄έλουζα
μα έχουμε ίδια τα χεράκια
και μόνο μπούκλες καθαρές μπορώ να σου χαρίσω,
δεν μπορώ παράδεισο.

Σώπα, σώπα,
σώπα να κλαις,
σώπα, μας βλέπει ο ουρανός,
όμορφα να πονάς,
γλυκά να πονάς,
όμορφα,
γλυκά να πονάς.

~

[5/3/2007 - 11/3/2007, UK]

Συγγνώμη για την καθυστέρηση της ανανέωσης του blog. Θα προσπαθήσω να είμαι πιο συνεπής από 'δω και πέρα
ξεχάστηκα.

Σάββατο, Μαρτίου 10, 2007

Ένα διήγημα για πέντε λέξεις



Τα τρία πορτραίτα


Ι.

Δεν ήθελε να μεγαλώσει. Ούτε όταν ήταν πολύ-πολύ μικρή ήθελε, εκτός κι αν ήταν να μεγάλωνε πριγκήπισσα σωστή: με μακρύ φόρεμα, τιάρα, τρία αδέλφια – ένα κορίτσι και δυο αγόρια – κι έναν από τους τέσσερις θρόνους μιας χώρας μαγικής όλον δικό της. Εξ άλλου ο χρόνος κυλάει αλλοιώς στις μαγικές χώρες, κι αν κάποτε γυρνούσε πάλι πίσω θα είχαν περάσει μόλις μερικά λεπτά στον κόσμο τον εδώ, και κανείς – ούτε καν η μαμά της – δεν θα είχε ανησυχήσει πραγματικά.
Δεν ήθελε να μη φοβάται το σκοτάδι. Ήθελε να το φοβάται, κι ήθελε όλα τα πράγματα ν’ αλλάζουν στο σκοτάδι – κι ας ήταν να γίνουν τέρατα. Ήθελε οι σκιές να πλέκουν ζοφερά αγκάθια και να υπάρχουν λαμπρά σπαθιά για να τα κόβουν. Δεν ήθελε να είναι έξυπνη. Επειδή ήταν λέει έξυπνη κι ήξερε σχεδόν όλες τις δύσκολες λέξεις που υπήρχαν [λέξεις όπως «αυταπάτες», «εμπάσπερπτώσει» και «ακροκέραμο»] δεν έπρεπε να φοβάται το σκοτάδι, δεν έπρεπε να πιστεύει πως οι κούκλες έφευγαν απ’ τις θέσεις τους κι άρχιζαν να μιλάνε στην ακατάληπτη γλώσσα τους όσο δεν ήταν εκεί – και το σημαντικότερο: δεν έπρεπε να φοβάται την Ωραία Ελένη και την Κοκκόνα.

Όμως εκείνη δεν ήθελε να μεγαλώσει ακριβώς επειδή ήξερε σχεδόν όλες τις δύσκολες λέξεις, κι ήθελε να φοβάται την Ωραία Ελένη και την Κοκκόνα.

Φοβόταν την Ωραία Ελένη ακόμα και πριν την κρεμάσει η μαμά της πάνω απ’ το διπλό κρεββάτι, όταν ήταν τυλιγμένη σε ρολό και καταχωνιασμένη πίσ’ απ’ την πόρτα ακόμα, επειδή δεν ήταν διόλου ωραία. Την ξετύλιγε και την κοιτούσε ώρες ολόκληρες προσπαθώντας να δει την ομορφιά στα μεγάλα μάτια της που παραήταν μακρυά το ένα απ’ τ’ άλλο, στη σκληρή μύτη της με τις χοντρές γραμμές και στα μακρυά μαύρα κυμματιστά μαλλιά της που δεν αντανακλούσαν το φως, μα δεν κατάφερνε τίποτα. Αν τη λέγαν απλώς Ελένη δεν θα τη φοβόταν τόσο. Ίσως να φοβόταν λίγο τα μάτια, αλλά δεν θα είχε σημασία. Ελένη έλεγαν και μια φίλη του μπαμπά της που δεν ήταν καθόλου τρομακτική. Δεν την έλεγαν Ωραία, όμως. Ούτε ήταν. Έγινε μόλις απέκτησε γιο – κι αυτό γιατί τα μαλλιά της έγιναν αμμοβολημένο χρυσάφι. Όταν τα μαλλιά κάποιας γίνονται χρυσάφι, μετάξι, βελούδο, φλόγες ή κάτι άλλο τέτοιο, τότε πάει να πει πως έχει γίνει απαραίτητη σ’ ένα θαύμα. Και ωραία.
Από την άλλη, φοβόταν την Κοκκόνα επειδή ήταν εξαιρετικά ωραία. Κοιτούσε με ζωντανά μάτια γεμάτα μυστήριο, μάτια πάντα επίμονα και υγρά και πότε-πότε πολύ αυστηρά. Το χαρτί κάτω απ’ το τζάμι της κορνίζας είχε πάρει να κάνει κύμματα από την υγρασία, κι έλεγε μήπως τις νύχτες έκλαιγε κρυφά η Κοκκόνα, έλεγε μήπως ήξερε κάτι λυπημένο, μήπως ήθελε να φοβάται όσους κυκλοφορούσαν στο σαλόνι της γιαγιάς – το οποίο δεν ήταν σαλόνι παρά μόνο όταν ήταν άδειο, διότι όταν ήταν γεμάτο ήταν πάντα υπνοδωμάτιο – μήπως ήθελε και δεν μπορούσε επειδή ήταν πια μεγάλη, ολόκληρη γυναίκα. Φοβόταν την υγρασία στα μάτια της και στο χαρτί. Φοβόταν μήπως η Κοκκόνα δεν ήταν ωραία στον κόσμο των εικόνων, μήπως την κοιτούσε έτσι αυστηρά επειδή μόνο αυτή την έβλεπε ωραία – μήπως πίστευε πως κατά βάθος την κοροϊδεύει. Φοβόταν επίσης πως δεν ήταν όμορφη όσο αυτή, πως ίσως τ’ αυστηρά μάτια τελικά να την κατέκριναν για την ασχήμια της, και πως τριαντάφυλλα στα μαλλιά και τέτοια όμορφα παλιά ρούχα δε θα φορούσε ποτέ – μα πιο πολύ φοβόταν μήπως, ήταν δεν ήταν όμορφη, κατέληγε νά ‘ναι μια εικόνα σ’ έναν τοίχο, βουβή, να κοιτά τον κόσμο από ψηλά κι από μακρυά.
Η Ωραία Ελένη δεν ήταν διόλου ωραία, αλλά την κοιτούσε πολύ περισσότερο απ’ την Κοκκόνα. Βρισκόταν εξ άλλου στο σπίτι της, κι όχι στο σπίτι της γιαγιάς της στο οποίο πήγαινε μια φορά τη βδομάδα. Είχε πάντα πιο πολλά να πει για την Κοκκόνα, αλλά είχε περάσει πολύ περισσότερη ώρα μπροστά απ’ την Ωραία Ελένη παρά μπροστά από ‘κείνη. Δεν κατάφερε ν’ αγαπήσει την Ωραία Ελένη ούτε τόσο δα. Τη συνήθισε, όμως. Το διπλό κρεββάτι της κρεββατοκάμαρας ήταν πρώτα το νησί της – τότε που στη μοναξιά ή στο σκοτάδι η θάλασσα του πατώματος δεν ήταν ασφαλής, και δεν το πατούσε παρά μόνο αν ήταν μεγάλη ανάγκη. Ήταν το νησί, κι ας κρεμόταν εκεί πίσω και πάνω απ’ τα μαξιλάρια η Ωραία Ελένη που δεν ήταν ωραία. Ύστερα άλλαξε. Δεν έπρεπε μάλλον να κοιμηθεί ποτέ μαζί με άλλον στο νησί. Άλλαξε αέρα κι ούτε που μοιάζει με νησί πια – κι ούτε που πατάει εκεί πια. Έτσι δε χρειάζεται να βλέπει άλλο την Ωραία Ελένη και να θυμώνει που δεν μπορεί ούτε τώρα να την αγαπήσει πιο πολύ επειδή τα μαλλιά της δεν αντανακλούν το φως, και να φοβάται.
Με την Κοκκόνα προσπάθησε πολλές φορές να μιλήσει αλλά αυτή δεν έβγαζε μιλιά. Σκέφτηκε μήπως έφταιγε το τζάμι κι έδωσε μία μέρα μια να το σπάσει για να της μιλήσει στ’ αυτί, αλλά και πάλι σώπαινε εκείνη. Το τζάμι το άλλαξαν, το άλλαξε ένας θείος της ένα Πάσχα, κι η Κοκκόνα εκεί, κοιτούσε, και κοιτούσε, και κοιτούσε – κι ούτε τον εαυτό της παρηγορούσε, ούτε έδινε παρηγοριά.
Η γιαγιά της έλεγε όλες τις περιποιημένες κοπέλες κοκκόνες, έτσι είχε πάρει τ’ όνομά της η Κοκκόνα. Για τη μικρή που δεν ήθελε να μεγαλώσει, βέβαια, δεν υπήρχαν άλλες κοκκόνες. Μόνο αυτή η Κοκκόνα, κι οι λίγοι άνθρωποι που είχαν τέτοια μάτια σαν τα δικά της – λίγο υγρά, λίγο αυστηρά – ποτέ δεν έμειναν για πολύ καιρό στη συντροφιά της για να τους τη γνωρίσει μήπως και λύσουν μαζί τα μάγια της σιωπής της. Είχε αποφασίσει πως όλα τα καταλάβαινε η Κοκκόνα. Όλα τα ήξερε μέσα στην ομορφιά της. Όλα τα ήξερε, κι αν κάποτε της μιλούσε όλα θα λύνονταν χωρίς να πάψει να τη φοβάται. Καμμιά φορά μετάνοιωνε που της έσπασε το τζάμι έτσι απότομα, αλλά τί νά ‘κανε που δε μιλούσε, που ποτέ δε μιλούσε; Μπορεί βέβαια νά ‘χε θυμώσει που της τό ΄σπασε και αν ήταν να μιλήσει κάποτε τελικά να μη μιλούσε ποτέ.


ΙΙ.

Σιωπούσε η Κοκκόνα, περνούσαν τα χρόνια. Μεγάλωσε κι η βερυκοκιά στην αυλή της γιαγιάς τόσο που να κρατάει ένα κοριτσάκι μικρό να κάνει κούνια, αλλά άργησε και το κοριτσάκι είχε γίνει ολόκληρη γυναίκα. Αραίωσαν οι επισκέψεις στο χωριό, ανέβηκαν τοίχοι, κατέβηκαν τοίχοι, βάφτηκαν άλλα χρώματα οι πόρτες, τα μαλλιά της, το γύρω-γύρω απ’ τα μάτια της – μόνο τα μάτια της Κοκκόνας έμεναν ίδια κι ας είχε να τη δει χρόνια. Να τη δει και τι να καταλάβει; Από μνήμη τα πήγαινε πολύ καλά, πιο καλά απ’ όσο ήθελε, θυμόταν το κάθε κύμμα στο χαρτί πίσω απ’ το νέο – πάλιωσε πια κι αυτό – τζάμι, τα γενέθλια όλων όσων την είχαν ξεχάσει, τα τηλέφωνα που δεν την καλούσαν πια, τα ονόματα που έδινε στα ποδήλατά της, στ’ αμάξια των γονιών της, τις λακούβες στο δρόμο για την Ολυμπιάδα πριν φτιάξουν το νέο δρόμο, τα χρώματα στο καβούκι μιας χελώνας που τάιζε κάποτε, όλα τα μάτια σαν της Κοκκόνας... Ανάμεσα στ’ άλλα παιδιά πάντα την ταλαιπωρούσε η μνήμη. Όλα ξεχνούσαν εύκολα, γρήγορα. Ανάμεσα στις άλλες γυναίκες δεν έψαξε καν να συγκρίνει τι και πώς.
Καμμια φορά φοβόταν μήπως τα μαλλιά της δεν αντανακλούσαν το φως και μήπως τα μάτια της ήταν πολύ μακρυά το ένα απ’ τ’ άλλο. Μήπως το μόνο πράγμα που είχε ξεχάσει πριν ακόμα το μάθει ήταν πως την έλεγαν κι αυτή Ελένη, και μήπως η Ωραία Ελένη κι η Κοκκόνα, άσπονδες φίλες, γελούσαν πίσω απ’ την πλάτη της κάθε φορά που θυμόταν τη μια με φόβο και συγκατάβαση, και την άλλη με φόβο και λατρεία. Μήπως δεν μπόρεσε ποτέ να φοβηθεί το σκοτάδι γιατί ήξερε όλες σχεδόν τις δύσκολες λέξεις. Μήπως τα μάτια της Κοκκόνας θα ήταν το τελευταίο πράγμα που θα έβλεπε στη ζωή της, μιας και τα έβλεπε κάθε νύχτα πριν κοιμηθεί και κάθε φορά που παραληρρούσε απ’ τον πυρετό κατά τη διάρκεια κάποιας υποτροπής της ετήσιάς της αμυγδαλίτιδας – δεν ήθελε να πάψει ν’ αρρωσταίνει κάθε χρόνο, τα παιδιά αρρωσταίνουν κάθε χρόνο, αλήθεια δεν ήθελε, κι ας αρρώσταινε Χριστούγεννα, ή και Πάσχα, κι ας είχε πυρετό πάντα στις διακοπές. Και πάντα έβλεπε αγγέλους όταν είχε πυρετό. Αγγέλους με τα μάτια της Κοκκόνας έβλεπε, αγγέλους με τα μάτια λίγο υγρά και λίγο αυστηρά να της προσφέρουν δροσερή πορτοκαλάδα σε γυάλινο ποτήρι που τα δάκτυλά της, τα φλογωμένα απ’ τον πυρετό, το έβρισκαν παγωμένο κι έντονο σαν ήλιο.

Τίποτα δεν ήξερε να φτιάχνει που να μη μιλούσε για την Κοκκόνα. Τίποτα δεν ήξερε να εκτιμά που δεν ήταν έστω λιγάκι σαν την Κοκκόνα. Η Κοκκόνα είχε μακρυά λευκά δάκτυλα. Η Κοκκόνα τραγουδούσε. Η Κοκκόνα αγαπούσε την Ωραία Ελένη κι έβλεπε τα μαλλιά της σα μαύρο βελούδο. Η Κοκκόνα χάρισε έναν καθρέφτη στην Ωραία Ελένη με σκαλισμένη αφιέρωση στην πίσω πλευρά του: «Για να θαυμάζεις το θαύμα.». Η Κοκκόνα. Η Κοκκόνα. Η Κοκκόνα. Η Κοκκόνα θα της μάθαινε να χορεύει παλιούς χορούς.
Κάποτε ζωγράφισε μια γύψινη μάσκα ίδια με την Κοκκόνα και τη φόρεσε σε κάποιον, αλλ’ αυτός δεν άντεξε να μένει ανέκφραστος κάτω απ’ το βάρος της, κι έτσι έπεσε. Μιαν άλλη φορά νόμισε πως είδε την Κοκκόνα στο δρόμο και πως θα περπατούσε δίπλα της όσο υπήρχε μουσική.


ΙΙΙ.

Τώρα κοιτάζει στον καθρέφτη και βλέπει την Ωραία Ελένη και την Κοκκόνα να την κοιτούν άπιαστες πίσω απ’ τα τζάμια τους, και πατά πάνω στη θάλασσα, και φορά τριαντάφυλλο στα μαλλιά, τ’ αλλάζει κάθε που μαραίνεται. Θαρρεί πως βουλιάζει, πως τα μαύρα φύκια της γλείφουν τα πόδια – αρπάζει τη μάσκα που επιπλέει στα νερά πριν βουλιάξει και την κολλάει βίαια στο πρόσωπό της. Κλείνει τα μάτια. Κλείνει τ’ αυτιά. Η Κοκκόνα τραγουδάει. Λαα-σοολ-λαα-μιι... Η Κοκκόνα χαμογελάει. Λαα-σοολ-λαα-μιι...
Δίνει μια γερή στον καθρέφτη. Δε σπάει. Δίνει κι άλλη μια, κι άλλη μια, και δε λέει να σπάσει. Η Κοκκόνα αγγίζει τα χείλη της Ωραίας Ελένης – δεν το βλέπει, μα το ξέρει. Συνεχίζει να χτυπάει τον καθρέφτη με μανία.

«Φύγε», φωνάζει.
«Φύγε, φύγε πια – ΦΥΓΕ!».

Η Κοκκόνα χαϊδεύει τα μαλλιά-βελούδο κι η Ωραία Ελένη κοιτάζει τα λίγο υγρά-λίγο αυστηρά μάτια γαληνεμένη. Δεν το βλέπει, μα το ξέρει.

«ΦΥΓΕ!»

Η Κοκκόνα έχει φτερά που στάζουν πορτοκαλάδα και ήλιο.
Η Ωραία Ελένη τ’ αγγίζει και γλύφει τα δάκτυλά της μεθυσμένη.

Η μικρή που δεν ήθελε να μεγαλώσει κρατάει με τό ‘να χέρι τη μάσκα, και με τ’ άλλο χτυπάει τον καθρέφτη ρυθμικά. Τάτα τα τάτα τα, τα τα-ά τα, τάτατα τα τα τα. Τα φύκια κουνιούνται και τη χαϊδεύουν. Η Κοκκόνα χαϊδεύει τα μαλλιά-βελούδο και τα φύκια κουνιούνται. Η μικρή πιέζει τη μάσκα στο πρόσωπό της μ’ όλη της τη δύναμη, παίρνει φόρα και πέφτει πάνω στον καθρέφτη. Δε φωνάζει πια. Χτυπιέται στον καθρέφτη ξανά και ξανά. Σφίγγει τα μάτια της να μην ανοίξουν και δουν την Κοκκόνα να φιλά τα χείλη της Ωραίας Ελένης που δεν είναι πια σφιγμένα σε μια γραμμούλα μοναστικής αθωότητας κι έχουν μισανοίξει φιλήδονα, λαίμαργα κι αθώα σαν παιδιού μ’ επιλεκτική μνήμη μικρής διάρκειας μπροστά σε παγωτό σοκολάτα...

Όχι, δε θ’ ανοίξει τα μάτια. Μια, δυο, τρεις, χτυπιέται στον καθρέφτη. Πάντα σιχαινόταν τα φύκια κι έτρεμε τη μαύρη θάλασσα. Μια, δυο, πέντε. Ο καθρέφτης λειώνει ξαφνικά λες και του άρεσε ο τελευταίος ρυθμός κι ο αριθμός πέντε, λειώνει σαν πρόθυμο κερί, κερί-παιχνίδι στα χέρια εραστών-κυνηγών της έκστασης υπό τη μορφή της έντασης. Η μικρή που δεν ήθελε να μεγαλώσει βυθίζεται μέσα και τινάζει τα πόδια της να ξεφορτωθεί τις μαύρες σταγόνες και το γλοιώδες γλείψιμο απ’ τα φύκια. Ανοίγει τα χέρια ν’ αγκαλιάσει το λειωμένο καθρέφτη. Στροβιλίζεται μέσα στο ασημένιο υλικό. Η Κοκκόνα φιλά το χέρι της Ωραίας Ελένης αλλ’ αυτή δεν θα το δει, δε θ’ ανοίξει τα μάτια – δε θ’ ανοίξει τα μάτια.
Στροβιλίζεται μέχρι που το ψυχρό κερί ψυχραίνει κι άλλο γύρω της, κι έξαφνα στεριώνει και κοκκαλώνει καθώς μια καμπάνα κάπου μακρυά αναγγέλει ένα γεγονός που δε θα την αγγίξει ποτέ. Όλα είναι πιο μακρυά τώρα. Τα χέρια και τα πόδια της είναι πολύ μακρυά τώρα. Νοιώθει μόνο το πρόσωπό της, το στήθος της, τους ώμους της και τη μάσκα με τα λίγο υγρά - λίγο αυστηρά μάτια. Έχει το τριαντάφυλλο στα μαλλιά της, αλλά δε μαραίνεται πια. Ένα φως σαν ήρεμη μα επιτακτική φωνή αγγίζει με σιγουριά τα μάτια της προστάζοντάς τα ν’ ανοίξουν. Δεν μπορεί ν’ αρνηθεί πια. Η Ωραία Ελένη στέκεται πίσω απ’ την Κοκκόνα και την αγκαλιάζει απ’ τη μέση. Τωρα πια είναι στ’ αλήθεια Ωραία, αλλά δεν έχει σημασία. Η Κοκκόνα βάφει τα χείλη της κοιτάζοντας τον καθρέφτη. Η Κοκκόνα βάφει τα χείλη της κοιτάζοντας την βαθειά στα μάτια. Όλα εκεί έξω γελούν. Η μικρή που δεν ήθελε να μεγαλώσει δεν θα μεγαλώσει ποτέ. Μισανοίγει τα χείλη κι εκπνέει τ’ ακροκέραμο, το εμπάσπερπτώσει και τις αυταπάτες. Ο καθρέφτης θολώνει απ’ το χνώτο και δεν είναι καθρέφτης ποτέ ξανά. Τα μάτια της Κοκκόνας είναι τα πιο όμορφα στον κόσμο. Ο καθρέφτης που δεν είναι πια καθρέφτης έχει όμορφη σκαλιστή κορνίζα, και το πορτραίτο με τη μάσκα μοιάζει ζωντανό – σαν αληθινό.

~

[Οι λέξεις ήταν: εικόνα, υποτροπή, πόρτα, μυστήριο, τιάρα.]

Το παραπάνω διήγημα είναι απάντηση στο tag της Νερίνας με τις πέντε λέξεις.

Λυπάμαι πολύ που δεν γελάμε, Νερίνα.

~

Αν θέλουν, ο corto, η Ραψωδία, ο RaspK, η Holly Molly και o Θρώγκος ας γράψουν μια ιστορία με τις παρακάτω λέξεις:

φως, Michelangelo, σφαίρα, κλειδί, έλεος.


Κυριακή, Μαρτίου 04, 2007

Μερικά χωσιματικά και κάμποσες υποτροπές

Έννοια
[Διότι είμαι η πρώτη και η τελευταία, είμαι η τιμημένη κι η καταφρονημένη, είμαι η πόρνη και η αγία.]

Να τρέξω μέχρι να θυμηθώ ποια είν' αυτή η εγώ που φοβάσαι,
ποια χρειάστηκε στο νου σου να κρύψεις με μαλακά πέπλα –
καί για να την αγαπήσεις, καί για να την προδώσεις.

Έπειτα να φορέσω το μωβ το βαθύ, το τελετουργικό,
και να φανερωθώ μπροστά σου ολάκερη,
και να σαρώσω τα φτενά και τα φτιασιδωμένα·
να σηκώσω πυρωμένη την άμμο και να σου μπαίνει στα ωραία μάτια,
να σε τυφλώνει για να πονάς –
εσύ που δεν τολμάς να δεις –

να σε τυφλώνει για να δεις.

~

[19-2-2007, Toulon, France.]

-----

Στα μέρη μου

Έχω τα πρωινά να τεντώνομαι
με τό ‘να χέρι στο κλαδί του δέντρου
το πιο καλό για τη χούφτα,
το γερό μα που να χωρά.

Έχω και τ’ άλλο χέρι ν’ αρπάζει απ’ τα μαλλιά τον ήλιο,
να τραβά τις ηλιαχτίδες ως που να πονούν,
να νοιώθουν πως είναι.

Οι άγγελοι απ’ τα μέρη μου βλέπεις αντέχουν τη δαγκωματιά,
κι έχουν γερά μαλλιά-ηλιαχτίδες που και να κρεμιέσαι ασήκωτη
φωτοβολούν,
που σε κρατούν να κάμεις κούνια
και να ουρλιάζεις πως χωρίς αυτές δεν είσαι.

~

[22-2-2007, flying from Marseille to London.]

-----

Νωρίς

Είναι και μερικοί θεοί μικροί
που τους τρομάζουν τ’ άγρια σώματα με το χορό
και τα βαμμένα μάτια·
που τους μεθά η ιδέα του αίματος,
κι όμως τους φέρνει σκοτοδίνες
κι ιλίγγους
σαν αναβλύζει ακόμα ζωντανό
μεσ’ απ’ της πρόθυμης θυσίας
το σκαμμένο αυλάκι.

Μπρος σ’ έναν τέτοιο θεό-γόνο
γονάτισα,
τίναξα πίσω την πυρά από τα μαλλιά μου
κι ανάβλυσα –
ένας τέτοιος θεός τό ‘βαλε στα πόδια,
τ’ ακόμα αγρατζούνιστα,
να φύγει μακρυά απ’ το κόκκινο
μήπως και βρει αλλού άλλων λογιών πιστούς
που να προσφέρουν μοναχά λουλούδια,
και τίποτε να μη γυρεύουν από θαύματα κι αρχαία μάγια.

~

[21-2-2007, flying from Marseille to London.]

-----

Εγωιστικόν

Εγώ είμαι μόνο εγώ
ειμαιμονοεγώ
μόνο εγώ.

Κι όταν
πονάς
μπορώ μόνο να φαντάζομαι δυνατά
πως πονάς,
και να πονώ,
κι όταν πονώ
ραγίζει ραγίζει ο Θεός κι αυτοκτονούν με τη σειρά τ’ αστέρια.

Όταν – να τώρα – αυτό το μπάσταρδο εγώ
επικρατεί
τ’ ουρανού, των ωραίων ποιητών και του Bach,
τότε
θέλω να πνίξω να πνίξω
τον κόσμο,

γιατί κυλιέται η ανάσα σου
με τη δική της σφιχτά
στα σεντόνια μας,
γιατί σ’ ακούει,
κι ας μη μπορεί στ’ αλήθεια να σ’ ακούσει,
είν’ εκεί να σ’ ακούει –

κι εγώ είμαι μόνο εγώ
ειμαιμονοεγώ
μόνο εγώ,
μόνο εδώ.

~

[21-2-2007, on the train from London to Derby.]

-----

Good afternoon, sir.

It can only be good, reading two books at a time.

Please, do forgive my intrusion –
but keep in mind that I did mean to intrude.
I tend to act on my own when the saviour of the heathens
proves insufficient;
could you blame the sun for acting on its own?

I am as much of a phenomenon
as is the sun –
just add some free will
[which is mine to give away, anyway]
and take away a few °C.

I have no answers
and my questions tend to come with tears,
or screams, or pitch-black-empty eyes,
but I still think this savage garden
they say I once caused
is quite impressive.

I mean...
Just look how beautiful some killers can be;
listen to J. S. Bach’s fugues,
and remember – or even imagine –
how it is to drink the tears
of the fairest eyes in the verse,
never knowing about the stabbing knife
that tends to follow.

Atalante,
wearing the robes of Ennoia.

~

[21-2-2007, flying from Marseille to London.]

I gave this to the man who was sitting next to me on the plane. He was reading two books simultaneously, well, not exactly, but reading some Descartes, then leaving the book open and reading some of a historical novel, then reading Descartes again... I liked that.

He thanked me for giving him my poem-note. He looked very-very British, in his late 40ies and quite pleasant. I don't even know his name. After he read the poem, we talked about lots of things; not in depth, though.

Yes, I'm one of these people who would give a poem to a total stranger. I've done it before.


-----

Κέλομαι σε

Μ’ άφησες με εικόνες από μαλλιά ξανθωπά κυμματιστά στα μάτια,
μ’ άφησες να κοιτώ με λαχτάρα τα κοριτσάκια που τά ‘χουνε λυμμένα τούτα τα μαλλιά
και δεν ξέρουν τους κόμπους και την ψυχή που δένεται.

Την ξέρεις καλά συ τη σιωπή·
την παίζεις στα δάκτυλα τα τόσο επιδέξια,
σύμμαχο την έχεις
δυνατό και φοβερό,
με μεγάλα τα μάτια.

Βουλωμένα τ’ αυτιά σου απ’ τη χάρη και την ομορφιά,
τι ν’ ακούσεις;

Κέλομαι σε...

Τι ν’ ακούσεις;
Βλέπω τα ημερολόγια που γεμίζουν τα δίχτυα των ψυχών της δεύτερης χιλιετίας
να μιλούν στους απόντες,
και τρέμω και σκοτεινιάζω,
και τρέμω και κλαίγω,
και βλέπω και τους άλλους να κατατρώγονται οι σάρκες τους
και να διαλέγουν την οργή αντί τα δάκρυα,
και τι να πω;
Να πω πως λάθος πράττουν που γίνοντ’ αιχμηροί σαν γίνεται ο κόσμος γύρω συμπαγής,
για να μπαίνουν;

Κέλομαι σε...

Απ’ αυτόν που κατάλαβε τα βάθη και τα σκοτάδια μου
και τους φάρους και τις σκάλες μου
και τα στριφνά τα μονοπάτια μου
δεν περίμενα,
δεν περίμενα τούτα τα τ’ αγκάθια.

Λευκή θα με κάνεις, διάφανη θα με κάνεις·
διάφανη να περνάν όλα από μέσα ως ευχήθηκα,
και μήτε να σ’ ευχαριστήσω δεν θα μπορώ
μια που συχνάζεις στα ελαφρυά και στα εύκολα.

Κέλομαι σε...

Οι που δεν καταλαβαίνουν δεν είναι κίνδυνος –
εμείς είμαστε.

~

[24-2-2007, UK.]

-----

Περί παραθύρων

Τα παράθυρα είναι αυτά με το φως.
Τα παράθυρα είναι από σένα.
Τα παράθυρα πριν ήταν στην οθόνη –
ακόμα κι όταν η οθόνη ήταν δίπλα στο παράθυρο.

Τά παράθυρα είναι αυτά στην οθόνη.
Σκέπτομαι τη ζεστασιά κι ασυναίσθητα σκέπτομαι εσένα
αλλά κάνω λάθος,
κι αμέσως μετά σκέπτομαι τη γάτα μου τη Luna,
ασυναίσθητα,
ασυναίσθητα,
αλλά δεν είναι σ’ αυτή τη χώρα,
ούτε στο σπίτι μας είναι, εδώ που τα λέμε –
ω, άλλο ένα ‘μας’ που δεν είναι,
πώς δεν τό ‘χε πάρει το μάτι μου; –
Όχι, όχι στο δικό μας σπίτι,
δεν εννοώ αυτό,
αυτό που ήταν μόνο στα σεντόνια
και στα...
στα παράθυρα,
στα μεγάλα παράθυρα,
αυτά με το φως.
Στο άλλο εμείς, στο άλλο εμείς:
το πιο παλιό.

Τέλος πάντων,
μετά τη Luna θέλω κάτι να χαϊδέψω
κι έτσι πηγαίνω στο κεντρικό
παράθυρο – παράθυρο –
του messenger
και χαϊδεύω τα εικονίδια
στη λίστα.

~

[3-3-2007, UK.]

-----

Όλα είναι


I

Το χειρότερο είναι το μεταίχμιο πριν τον ύπνο,
είναι πολύ γλυκό, πολύ γλυκό, γλυκό-γλυκό
γιατί νομίζω πως θα πάω σπίτι, σπίτι μου –
αλλά δεν είν’ εκεί.
Το σπίτι, εσύ...

II

Όχι, είναι που δεν μπορώ πια να λατρεύω
και να χαϊδεύω αγγελικά φτερά –
μου στέρησες αυτό το δικαίωμα
με τις πράξεις σου
κι έμειναν μόνο πούπουλα
στα πορφυρά σεντόνια που αποφεύγω ακόμα και στα όνειρα,
κι έμεινα κι εγώ ν’ αναρωτιέμαι:
αφού δεν ήσουν φτερωτός τελικά,
γιατί τόσα πούπουλα

και πώς κατάφερε χτες ένα και μου μπήκε στο στόμα
καθώς ανέπνεα κολλητά στο μαξιλάρι
κλαίγοντας,
πνίγοντας τ’ όνομα που ήταν σπίτι, σπίτι, σπίτι μου;

III

Το χειρότερο είναι πως είσαι ακόμα
το β’ ενικό πρόσωπο.

IV

Είναι που δεν έχω πια τη φωτογραφία του μικρού με τις ξανθές μπούκλες
στο πορτοφόλι μου,
το γιο μας μέσα μου,
το κινητό σου στην τσάντα μου,
το γιο μας μέσα μου...

V

Μπορεί να είναι που ζητάω συνέχεια συγγνώμη
και που φοβάμαι πως με ξέχασε κι η μούσα του Rossetti,
κι οι ισπανοί με τις εξαίσιες προφορές τους –
ή μάλλον που φοβάμαι
πως με ξεχνώ κι εγώ.

VI

Όχι όχι,
μάλλον είναι που τα παράθυρα άλλαξαν θέση
μέσα μου
με σένα,
και πώς να ξαναλλάξουν
χωρίς;

VII

Ή μάλλον είναι τα πρόσωπα που βρίσκω όμορφα,
αν και σπανίζουν.

VIII

Είναι που σπίτι μου είναι
τα γράμματα,
οι παρομοιώσεις,
και το enter.

Enter, enter:
κλικ, κλικ.

IX

Είναι που ο πατέρας μου μου θυμίζει εσένα
τώρα που έφυγες –
πριν μου θύμιζες εσύ τον πατέρα μου
που δεν είχε λέει φύγει
και μου μάθαινε για τ’ αστέρια
που είναι ήλιοι
και τους ήλιους
που δεν είναι πια,
αλλά είναι στα μάτια μας.

X

Είναι που το ‘ρε γαμώτο’
μου ακούγεται σαν τονικότητα
και θέλω να γελάσεις,
να γελάμε –
σε α’ πληθυντικό πρόσωπο.

~

[3-3-2007, UK.]