Μιαν άλλη Ιουλιέττα

Λευκά και μαύρα πανιά, μια Ιουλιέττα καπετάνιος, το ταξίδι του Ταξιδιώτη της Αυγής, ο δρόμος για την άκρη του κόσμου...

My Photo
Όνομα: Αταλάντη Αντωνίου
Τοποθεσία: Derby, Derbyshire, UK

Και τι είν' το εγώ; Γυάλινο άγαλμα! Λίγα κοχύλια που μάζεψα είμ' εγώ, οι άνθρωποι που αγάπησα, ο καιρός που πέρασε, το κρεβάτι που πλάγιασα... Είμαι το ταξίδι μιας ζωής - κι αλλάζει η ρότα μου απ' τον άνεμο. Είμαι όλοι εσείς που παρελαύνετε στα όνειρά μου...

Πέμπτη, Νοεμβρίου 23, 2006

Επέστρεψα απ' τη Χάγη με τρία ποιήματα, κάποια απ' αυτά σε μέρη

Στην άδεια αίθουσα πριν την πρόβα


Ι

Η θέση μου μ’ αγκυλώνει
πικρά –
μ’ αυτά τα ύψη δε μ’ ανήκουν.

Μόνο το φιλί σου με φέρνει
πάνω σ’ αυτό το σανίδι –
ο φόβος κυλάει
απ’ τα χείλη
στ’ ακροδάκτυλα των ποδιών μου,
στο ξύλο,
κάτω,
και πιο κάτω στέκουν τα καθίσματα
άδεια, μόνα.

Το ξόρκι θεριεύει:

πίσω απ’ τα κλειστά βλέφαρα
[μόνο]
τα φώτα χαμηλώνουν,
τα καθίσματα
γεμίζουν.

Το φιλί βαθαίνει:

μεταλαμβάνω
φως
μέσα στη νύχτα
κι είναι νύχτα,
η νύχτα μετά το χειροκρότημα –
και πιο κάτω τα καθίσματα
φαντάζουν τώρα
γεμάτα
με την ηχώ μας,
με την ηχώ
μας...


ΙΙ

Η πόρτα ανοίγει
κι εισβάλλει στην αίθουσα
η πραγματικότητα
με τα βήματά της
να χτυπούν σκληρά
το πίσω μέρος απ’ τα γόνατά μου –
να με γκρεμίζουν.

Λυγίζω.
Γρήγορα –
πρέπει εσύ να με κατεβάσεις από ‘δώ
τώρα·
πάτησα πάνω στη σκηνή
γιατί με πρόσταξες,
βούτηξα στ’ άδυτα
των αδύτων
του φόβου μου,
πίσω από την κουρτίνα
των καλυμμένων επιθυμιών,
γιατί μ’ άπλωσες το χέρι...


ΙΙΙ

Με κατεβάζεις·
πατάω πάνω στα διάσπαρτα χρώματα
αυτής της αλληλουχίας
από στιγμές
μετέωρες –

ακούγονται σα γυαλιά που σπάζουν
ανακοινώνοντας την επιστροφή μου
στη θέση μου,




κάτω.


IV

Είμαι μόνη εδώ –
είμαι γι άλλη μια φορά
το μονομελές κοινό
που τρέμει διπλά:
τρέμει στ’ αγκάλιασμα της ομορφιάς
και στον πνιγμό του ανεκπλήρωτου.

~

[18-11-2006, Den Haag.]


Κλισέ
[τα της επιστροφής]


Ι

Σιγοβρέχει απόψε
και μου λείπεις ήδη·
να που κι η πιο πραγματική
απ’ όλες τις πραγματικότητες
ειν’ αφόρητα πολυφορεμένη
καμμιά φορά...


ΙΙ

Η βροχή έχει αποφασίσει έναν δικό της ρυθμό·
δε μετρά δευτερόλεπτα,
είναι κάπως πιο γρήγορη από δαύτα
και κάνει το χρόνο μου να κυλάει αργά,
αργά,
με κάνει να ψυθιρίζω
«κάνε να μην περάσουν έτσι σέρνοντας
όλες αυτές οι μέρες...»
κανείς άνθρωπος τριγύρω,
κανείς άνθρωπος ν’ ακούει...


ΙΙΙ

Η βροχή βαριέται το ρυθμό της,
τον αλλάζει·
αλλάζει και τον ήχο της,
τώρα θυμίζει τζιτζίκια
και καλοκαίρι
κι ας είναι τυπικά χειμερινή
κι επίμονη σαν πωλητής
που μόλις πήρε τη δουλειά...


IV

Δεν ειμ’ εδώ

[


]

δεν ειμ’ εκεί –
δεν είμαι πουθενά.

~

[22-11-2006, waiting for the train at London Luton.]


Ξέσπασμα

Έπιασε να κρυώνει –
λαχταρώ να βυθίσω το πρόσωπό μου
στο στήθος σου π’ ανεβοκατεβαίνει
τώρα
κάτω απ’ τα πορφυρά σκεπάσματα
καθώς κοιμάσαι.

Έτσι θέλω να σε σκέφτομαι
κάθε νύχτα:
τυλιγμένο στο βασιλικό μετάξι,
το μυρωμένο απ’ τις κοφτές ανάσες –
στο μετάξι το σχηματισμένο μικρές λακούβες
από τα έκθαμβα δάκτυλα
που βυθίζονται μέσα του
παλεύοντας να πιστέψουν πως όλα τούτα μας συμβαίνουν
όντως –
ξαπλωμένο στ’ απαλό βελούδο των μαξιλαριών
σ’ αυτή τη μόνη στ’ αλήθεια φιλόξενη γωνιά του κόσμου...

Εκεί λαχταρώ να γυρίσω·
εκεί, γιατί στο προσκεφάλι σου
έχω αφήσει τις έξω άκριες απ’ τα χείλη μου,
αυτές που ξέρουν να χαμογελούν –
εκεί, γιατί στη μέσα μεριά του κρεββατιού
έχω αφήσει το κορίτσι σου
που μαθαίνει αχόρταγα τον ήλιο
με μισάνοιχτο στόμα,
μ’ ορθάνοικτα μάτια
και μ’ ακροδάκτυλα που καίνε.

[εδώ είμαι μόνον εγώ, η της απωλείας,
η των σκιών και της μαύρης πέννας...]


Εκεί, εκεί να γυρίσω·
εκεί, γιατί εκεί, μαζί σου, μένει η πλεχτή μου ανεμόσκαλα
πού ‘ναι φτιαγμένη από σκαλιά ατραγούδιστα τραγούδια
κι έχει μέσα στην πλέξη της τα ‘ναι’ σου
και τ’ απαλά, δειλά μας όνειρα
για κάποιον Απόλλωνα
και κάποιαν Αλκμήνη –

[γλυκειά, λατρεμένη παρήχηση –
για πάντα θα σ’ αγαπώ και θα σε φοβάμαι..]


Εκεί, γιατί ‘ναι τυλιγμένη και κρέμεται
στα κάγκελα της μέσα μεριάς
τούτη η σκάλα π’ αψηφά τους νόμους
τους αρπαχτικούς
που με τραβούν από την αγκαλιά σου,
η σκάλα που μας ανεβάζει στους ουρανούς,
στα σύννεφα,
στ’ άστρα,
στους φτερωτούς που αγκαλιάζονται
εις τους αιώνας των αιώνων...
Αμήν.

~

[22-11-2006, on the train from London to Derby.]

Κυριακή, Νοεμβρίου 12, 2006

Για μια υπέροχη φωνή

Για τον Peter Harvey

Λένε
‘ειν’ ελαφρύ να λατρεύεις μιαν εντύπωση’
κι εγώ απλώς χαμογελώ...

και σου χαρίζω τούτα τα χαμόγελα
και, και μύρια ζωντανά, λευκά ανθάκια
που μεγαλώνουν
πίνοντας την αγκαλιασμένη με τον ήχο πνοή σου
που γλιστρά σα βαρειά σταγόνα βροχής σε φίνο μετάξι
και προσγειώνεται θαρρείς σε μια θάλασσα από βαθύ βελούδο –
κι όλ’ αυτά κάπου μέσα σ’ αυτό τ’ ανεπαίσθητο,
το για κάποιους αόρατο,
το στ’αλήθεια σχεδόν διάφανο κομμάτι μου
που πάλλεται μαζί με τον αέρα που προστάζεις.

~

[10-11-2006, Derby, UK.]

Είναι υπέροχος, υπέροχος. Το ξέρω πως ακούγομαι like some silly fangirl, αλλά έτσι έχει η κατάσταση. Είμαι ον έμμονο. Κάποτε, όταν θα νοιώσω έτοιμη music-wise, θα τον γνωρίσω.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 08, 2006

Η Μούσα μου μου χάρισε έμπνευση χτες - σήμερα το χάραμα

[Thanatos.]

Για τον Ορφέα
[που αν είμαι η πεταλούδα, είναι η φωτιά – αλλά όχι μόνο αυτό, όχι μόνο αυτό...]

I. [Endephantasie]

Θα είναι νύχτα
γιατί ήταν έτσι και στην αρχή του χρόνου.

Θα ξέρω πως βαδίζω προς τα εκεί
όπου όλες οι πατημασιές σβήνονται,
θα το ξέρω σαν μου ζητήσεις να έρθω ξυπόλυτη
μόνο με το λευκό νυχτικό
των κρίνων.

Δεν θ’ αφήσεις πίσω σου στάχτη
δεν θ’ αφήσεις πίσω σου
καμμένη γη.
Δεν θ’ αφήσεις πίσω σου
αίμα,
δεν θ’ αφήσεις πίσω σου
τίποτε,
τίποτε,
ούτε καν τη μνήμη
της μνήμης
μιας σβησμένης ύπαρξης.

Εγώ θα σου δώσω
την τελευταία πνοή
σταγόνα –
όχι μόνο για ν’ αποδείξω
την υποδειγματική μου θέληση,
αλλά και για να κλείσουν οι πύλες
προς τις χωρωδίες των αγγέλων
για πάντα.

Δεν θα μου φτάνει μοναχά το τέλος.

II. [Vernunft]

Ποτέ
δε θα σμίξουν
αυτά τα ζοφερά
κομμάτια των ψυχών μας.

Πώς φυτεύτηκε εκεί ο σπόρος τους
κανείς δεν ξέρει τώρα –
παλιά μονάχα,
όταν έγραφαν μ’ αντάλλαγμα τα μάτια τους
εξιστορούσαν
τέτοια καρβουνιασμένα χρώματα.

Ποτέ
όσο κρατώ τα λογικά μου.

Για την Ερμίνα
[που βρέθηκε κοντά αφού κόπασαν όλα, κι υπέστη τις αιχμηρές λέξεις μου]

III. [Schutz]

Όχι,
δεν είναι για σένα
αυτός ο φόβος –
κι εγώ θα συνέλθω
λέξη τη λέξη
θα έρθω πίσω στον κόσμο
με κάτι που το λέω
ευτυχία
στα χείλη.

IV. [Entschuldigung]

Ίσως να μην έπρεπε
να συρθώ
ως εδώ,
να σε τρομάξω –
λάθος.

Ήθελα όμως να πιάσω
κάτι ανθρώπινο,
να δω αν μπορώ,
να δω πως η ιδέα
δεν είναι πράξη –
ήρθα μόνο γι αυτό.

Μόνο για να ξορκίσω
αυτά τα χρώματα
από τέφρα
και τις κλειστές πύλες –
την απάρνηση
όλων αυτών
που είναι ωραία,
στην ώρα τους,

αυτά τα χρώματα που δε χωρούν
στο Gloria in excelsis –
είναι αλλού,
στην άλλη πλευρά
των αστεριών,
του φεγγαριού,
αλλά δεν είμ’ αυτά,
δεν είμαστε αυτά,
μόνο καμμιά φορά τ’ αφήνουμε,
τα λύνουμε
να δούμε πώς θα έμοιαζε
αν δε φορούσαμε άσπρα...

Καμμιά φορά τ’ αφήνουμε
να φανταστούν πως σμίγουν.


~


[Thanatos II.]

“Prendi questo mio strale
Aprimi il petto e vedrai scritto in core:
Amarilli, Amarilli, Amarailli
è il mio amore.”


Είδα την καρδιά μου
χτες
στα χέρια σου
όσο παλλόταν ρυθμικά
ακόμα –

την είδα με τα μάτια μου
καθώς άδειαζαν
μια για πάντα
από εικόνες
και φως.

Δεν έφτανε μόνο να σχίσεις το στήθος μου
με τ’ ασημένιο μαχαίρι,
δεν έφτανε να δεις εκεί
πάνω στη μεμβράνη
που τυλίγει
το πιο κόκκινο απ’ τα κόκκινα
τη χαραγμένη αλήθεια.

Έπρεπε να την αγγίξεις
με τα σκληρά, μακρυά, επιδέξια δάκτυλα
και να τα βάψεις στο χρώμα της –
έπρεπε να την ξεκολλήσεις αδίστακτα
από ‘κει που τη φώλιασε ο Κόσμος,
η τύχη [;],
δυο ζευγάρια μέλη
που κάποτ’ ενώθηκαν για λίγο
και να πιεις βαθειά την ουσία της –
την ουσία μου,
τους χειμώνες με τα στολισμένα δέντρα,
την τροπική αρμονία,
τις ζωντανές σκάλες που χτίζονται καθώς ανεβαίνουν,
το χρόνο που είν’ ο Θεός,
τον Θεό που είν’ ο χρόνος,
τις φτιαχτές λέξεις,
το παιδικό σεντονάκι του ύπνου,
το καυτό νερό
και τ’ αδηφάγα κύμματα...

Έπρεπε να τη στραγγίξεις βαθειά·
να κυλήσω ζεστή
σε γενναίες γουλιές
μες στο λαιμό από βελούδο
κι έπειτα να βάψεις τα χείλη μου
με τα δικά σου –
να σφραγίσεις
το τέλος.

[Τέτοια δώρα μόνον εγώ μπορώ να χαρίσω.]



~

[8-11-2006, Derby, UK]

Πέμπτη, Νοεμβρίου 02, 2006

Ποιήματα του τελευταίου δεκαπενθημέρου

Αυτοπεποίθηση

Βάφω τα μαλλιά μου
στο χρώμα της επιθυμίας μου,
κονταίνω τη φούστα μου
ως εκεί που μου υπαγορεύει η χαρά μου,
κι ευθύς ρόδο με βαφτίζει ο κόσμος,
και να π’ ανθίζουν οι αγκαλιές,
να που διψούν τα βλέμματα...

~

Νηνεμία

Σήμερα γύρω μου βασιλεύει η ησυχία
και μ’ ανησυχεί...

Ταξιδεύω για την αγκαλιά σου,
για τις έντεκα νύχτες και τις έντεκα μέρες μας,
κι όμως μέσα μου τίποτε δε σαλεύει·
ο έρωτάς μου δε σκιρτά.

Θά ‘ναι που πάγωσε ο χρόνος
κι έγινε λείος κι ακίνητος
ως που να σε συναντήσω –
θά ‘ναι που μάχεται να μοιάσει μαζί του κι η ψυχή μου.

~

Πατίνα

Το πέρασμα του χρόνου
δεν έκλεψε την παιδική χαρά απ’ τα μάτια σου –
είν’ εκεί, ακόμα εκεί,
κι όσο περνάει απ’ το χέρι μου
θα της προσφέρω μαγιάτικα στεφάνια πλεγμένα παιχνίδια
να μένει.

Οι σκέψεις για την αρχή και το τέλος
που εισέβαλλαν ξανά και ξανά στις νύχτες σου,
κάθε φορά σαν και την πρώτη
από τότε που τους άνοιξες την πόρτα
[είν΄αυτό θαρρώ το τίμημά μας,
είναι που κοιμόμαστε αγκαλιά με τη μεγάλη ερώτηση],
οι πονεμένες στιγμές
που σε βρήκαν να προσπαθείς να στήσεις ύπνο κι όνειρα στο σκληρό πάτωμα,
τα μισά βλέμματα αυτών που δεν μπόρεσαν απ’ την αρχή να σ’ αναγνωρίσουν,
η λογιών-λογιών δίψα και πείνα,
τ’ αδίστακτα γυμνάσια της ακριβής αγάπης
πού έφτασε αργά
μέσ’ απ’ τα ζιζάνια και τ’ αγριόχορτα,
μεσ’ απ’ την άγια ξεχασμένη τρύπα στο φράχτη της χαμένης ελπίδας,
μα και τόσο νωρίς, νωρίς,
[μιας κι είναι πάντα νωρίς για τέτοια ανήμερα θεριά να φτάνουν]
δε θόλωσαν τ’ απαράμιλλο βλέμμα...

μόνο το ‘κάναν πιο βαθύ
και τού ‘δωσαν τον πορφυρό μανδύα της πέρα φωτιάς
να τρομάζει τους πολλούς δειλούς
και να τραβάει κοντά τους λίγους άλλους,
αυτούς που φοβούνται μα χαμογελούν αυθάδικα στα δόντια του φόβου
για να του δείξουν τα δικά τους,
κι ας μην ειν΄ακονισμένα και γυαλισμένα –
τού ‘δωσαν τον πορφυρό μανδύα απ’ τα μέρη αυτών που μένουν για πάντα
να ξεκρεμάει τις πλαστικές, ψεύτικες μάσκες απ’ τα πρόσωπα κάποιων
και να φυτεύει αναρριχώμενες πεταλούδες
στα στήθη κάποιων άλλων.

~

Φεύγω

Έχουν αδειάσει όλα,
το πρόσωπό μου απέμεινε ανέκφραστο
να κοιτάζει το βρώμικο, γκρίζο πάτωμα.
Δεν έχει τίποτε για μένα η πέννα,
δεν έχει τίποτε για μένα κανένας προορισμός
πέρα απ’ αυτόν που αφήνω πίσω,
κανένα όνειρο σε μοναχικό κρεββάτι.

Δεν έχουν τίποτε να μου δώσουν –

αγκυλώνει αυτή η φυγή,
γδέρνουν αυτές ράγες,
είναι σκληρός ο κόσμος σήμερα,
χωρίζει τις νύχτες των ερωτευμένων,
σπάζει τις ενωμένες ανάσες,
ξεμπλέκει τα μπλεγμένα μέλη...

Δεν έχω τίποτε να δώσω σ’ αυτό το χαρτί –

όλα όσα τραγουδώ είναι να γίνουν ευθύς σύννεφα
κι αυτό το τραίνο με τα θολά παράθυρα μου κρύβει τον ουρανό,
το παγωμένο μου πρόσωπο δεν βρίσκει το δρόμο για τη σύσπαση,
ο πονεμένος λαιμός μου δε βρίσκει το δρόμο για το λυγμό,
τα δάκρυα δε βρίσκουν το δρόμο για τον κρύο αέρα που θα τα στέγνωνε
χαρίζοντάς μου μια κάποια λύτρωση...

Είχα να γευτώ τέτοιο τίποτε
απ’ όταν θαρρούσα πως δε θα σ’ άκουγα ποτέ
να λατρεύεις μια-μια τις ανάσες μου,
από τότε που δεν τολμούσα να σ’ ονειρευτώ
να φυλάς με φιλιά τα όνειρά μου.

~