Η Μούσα μου μου χάρισε έμπνευση χτες - σήμερα το χάραμα
[Thanatos.]
Για τον Ορφέα
[που αν είμαι η πεταλούδα, είναι η φωτιά – αλλά όχι μόνο αυτό, όχι μόνο αυτό...]
I. [Endephantasie]
Θα είναι νύχτα
γιατί ήταν έτσι και στην αρχή του χρόνου.
Θα ξέρω πως βαδίζω προς τα εκεί
όπου όλες οι πατημασιές σβήνονται,
θα το ξέρω σαν μου ζητήσεις να έρθω ξυπόλυτη
μόνο με το λευκό νυχτικό
των κρίνων.
Δεν θ’ αφήσεις πίσω σου στάχτη
δεν θ’ αφήσεις πίσω σου
καμμένη γη.
Δεν θ’ αφήσεις πίσω σου
αίμα,
δεν θ’ αφήσεις πίσω σου
τίποτε,
τίποτε,
ούτε καν τη μνήμη
της μνήμης
μιας σβησμένης ύπαρξης.
Εγώ θα σου δώσω
την τελευταία πνοή
σταγόνα –
όχι μόνο για ν’ αποδείξω
την υποδειγματική μου θέληση,
αλλά και για να κλείσουν οι πύλες
προς τις χωρωδίες των αγγέλων
για πάντα.
Δεν θα μου φτάνει μοναχά το τέλος.
II. [Vernunft]
Ποτέ
δε θα σμίξουν
αυτά τα ζοφερά
κομμάτια των ψυχών μας.
Πώς φυτεύτηκε εκεί ο σπόρος τους
κανείς δεν ξέρει τώρα –
παλιά μονάχα,
όταν έγραφαν μ’ αντάλλαγμα τα μάτια τους
εξιστορούσαν
τέτοια καρβουνιασμένα χρώματα.
Ποτέ
όσο κρατώ τα λογικά μου.
Για την Ερμίνα
[που βρέθηκε κοντά αφού κόπασαν όλα, κι υπέστη τις αιχμηρές λέξεις μου]
III. [Schutz]
Όχι,
δεν είναι για σένα
αυτός ο φόβος –
κι εγώ θα συνέλθω
λέξη τη λέξη
θα έρθω πίσω στον κόσμο
με κάτι που το λέω
ευτυχία
στα χείλη.
IV. [Entschuldigung]
Ίσως να μην έπρεπε
να συρθώ
ως εδώ,
να σε τρομάξω –
λάθος.
Ήθελα όμως να πιάσω
κάτι ανθρώπινο,
να δω αν μπορώ,
να δω πως η ιδέα
δεν είναι πράξη –
ήρθα μόνο γι αυτό.
Μόνο για να ξορκίσω
αυτά τα χρώματα
από τέφρα
και τις κλειστές πύλες –
την απάρνηση
όλων αυτών
που είναι ωραία,
στην ώρα τους,
αυτά τα χρώματα που δε χωρούν
στο Gloria in excelsis –
είναι αλλού,
στην άλλη πλευρά
των αστεριών,
του φεγγαριού,
αλλά δεν είμ’ αυτά,
δεν είμαστε αυτά,
μόνο καμμιά φορά τ’ αφήνουμε,
τα λύνουμε
να δούμε πώς θα έμοιαζε
αν δε φορούσαμε άσπρα...
Καμμιά φορά τ’ αφήνουμε
να φανταστούν πως σμίγουν.
~
[Thanatos II.]
“Prendi questo mio strale
Aprimi il petto e vedrai scritto in core:
Amarilli, Amarilli, Amarailli
è il mio amore.”
Είδα την καρδιά μου
χτες
στα χέρια σου
όσο παλλόταν ρυθμικά
ακόμα –
την είδα με τα μάτια μου
καθώς άδειαζαν
μια για πάντα
από εικόνες
και φως.
Δεν έφτανε μόνο να σχίσεις το στήθος μου
με τ’ ασημένιο μαχαίρι,
δεν έφτανε να δεις εκεί
πάνω στη μεμβράνη
που τυλίγει
το πιο κόκκινο απ’ τα κόκκινα
τη χαραγμένη αλήθεια.
Έπρεπε να την αγγίξεις
με τα σκληρά, μακρυά, επιδέξια δάκτυλα
και να τα βάψεις στο χρώμα της –
έπρεπε να την ξεκολλήσεις αδίστακτα
από ‘κει που τη φώλιασε ο Κόσμος,
η τύχη [;],
δυο ζευγάρια μέλη
που κάποτ’ ενώθηκαν για λίγο
και να πιεις βαθειά την ουσία της –
την ουσία μου,
τους χειμώνες με τα στολισμένα δέντρα,
την τροπική αρμονία,
τις ζωντανές σκάλες που χτίζονται καθώς ανεβαίνουν,
το χρόνο που είν’ ο Θεός,
τον Θεό που είν’ ο χρόνος,
τις φτιαχτές λέξεις,
το παιδικό σεντονάκι του ύπνου,
το καυτό νερό
και τ’ αδηφάγα κύμματα...
Έπρεπε να τη στραγγίξεις βαθειά·
να κυλήσω ζεστή
σε γενναίες γουλιές
μες στο λαιμό από βελούδο
κι έπειτα να βάψεις τα χείλη μου
με τα δικά σου –
να σφραγίσεις
το τέλος.
[Τέτοια δώρα μόνον εγώ μπορώ να χαρίσω.]
~
[8-11-2006, Derby, UK]
Για τον Ορφέα
[που αν είμαι η πεταλούδα, είναι η φωτιά – αλλά όχι μόνο αυτό, όχι μόνο αυτό...]
I. [Endephantasie]
Θα είναι νύχτα
γιατί ήταν έτσι και στην αρχή του χρόνου.
Θα ξέρω πως βαδίζω προς τα εκεί
όπου όλες οι πατημασιές σβήνονται,
θα το ξέρω σαν μου ζητήσεις να έρθω ξυπόλυτη
μόνο με το λευκό νυχτικό
των κρίνων.
Δεν θ’ αφήσεις πίσω σου στάχτη
δεν θ’ αφήσεις πίσω σου
καμμένη γη.
Δεν θ’ αφήσεις πίσω σου
αίμα,
δεν θ’ αφήσεις πίσω σου
τίποτε,
τίποτε,
ούτε καν τη μνήμη
της μνήμης
μιας σβησμένης ύπαρξης.
Εγώ θα σου δώσω
την τελευταία πνοή
σταγόνα –
όχι μόνο για ν’ αποδείξω
την υποδειγματική μου θέληση,
αλλά και για να κλείσουν οι πύλες
προς τις χωρωδίες των αγγέλων
για πάντα.
Δεν θα μου φτάνει μοναχά το τέλος.
II. [Vernunft]
Ποτέ
δε θα σμίξουν
αυτά τα ζοφερά
κομμάτια των ψυχών μας.
Πώς φυτεύτηκε εκεί ο σπόρος τους
κανείς δεν ξέρει τώρα –
παλιά μονάχα,
όταν έγραφαν μ’ αντάλλαγμα τα μάτια τους
εξιστορούσαν
τέτοια καρβουνιασμένα χρώματα.
Ποτέ
όσο κρατώ τα λογικά μου.
Για την Ερμίνα
[που βρέθηκε κοντά αφού κόπασαν όλα, κι υπέστη τις αιχμηρές λέξεις μου]
III. [Schutz]
Όχι,
δεν είναι για σένα
αυτός ο φόβος –
κι εγώ θα συνέλθω
λέξη τη λέξη
θα έρθω πίσω στον κόσμο
με κάτι που το λέω
ευτυχία
στα χείλη.
IV. [Entschuldigung]
Ίσως να μην έπρεπε
να συρθώ
ως εδώ,
να σε τρομάξω –
λάθος.
Ήθελα όμως να πιάσω
κάτι ανθρώπινο,
να δω αν μπορώ,
να δω πως η ιδέα
δεν είναι πράξη –
ήρθα μόνο γι αυτό.
Μόνο για να ξορκίσω
αυτά τα χρώματα
από τέφρα
και τις κλειστές πύλες –
την απάρνηση
όλων αυτών
που είναι ωραία,
στην ώρα τους,
αυτά τα χρώματα που δε χωρούν
στο Gloria in excelsis –
είναι αλλού,
στην άλλη πλευρά
των αστεριών,
του φεγγαριού,
αλλά δεν είμ’ αυτά,
δεν είμαστε αυτά,
μόνο καμμιά φορά τ’ αφήνουμε,
τα λύνουμε
να δούμε πώς θα έμοιαζε
αν δε φορούσαμε άσπρα...
Καμμιά φορά τ’ αφήνουμε
να φανταστούν πως σμίγουν.
~
[Thanatos II.]
“Prendi questo mio strale
Aprimi il petto e vedrai scritto in core:
Amarilli, Amarilli, Amarailli
è il mio amore.”
Είδα την καρδιά μου
χτες
στα χέρια σου
όσο παλλόταν ρυθμικά
ακόμα –
την είδα με τα μάτια μου
καθώς άδειαζαν
μια για πάντα
από εικόνες
και φως.
Δεν έφτανε μόνο να σχίσεις το στήθος μου
με τ’ ασημένιο μαχαίρι,
δεν έφτανε να δεις εκεί
πάνω στη μεμβράνη
που τυλίγει
το πιο κόκκινο απ’ τα κόκκινα
τη χαραγμένη αλήθεια.
Έπρεπε να την αγγίξεις
με τα σκληρά, μακρυά, επιδέξια δάκτυλα
και να τα βάψεις στο χρώμα της –
έπρεπε να την ξεκολλήσεις αδίστακτα
από ‘κει που τη φώλιασε ο Κόσμος,
η τύχη [;],
δυο ζευγάρια μέλη
που κάποτ’ ενώθηκαν για λίγο
και να πιεις βαθειά την ουσία της –
την ουσία μου,
τους χειμώνες με τα στολισμένα δέντρα,
την τροπική αρμονία,
τις ζωντανές σκάλες που χτίζονται καθώς ανεβαίνουν,
το χρόνο που είν’ ο Θεός,
τον Θεό που είν’ ο χρόνος,
τις φτιαχτές λέξεις,
το παιδικό σεντονάκι του ύπνου,
το καυτό νερό
και τ’ αδηφάγα κύμματα...
Έπρεπε να τη στραγγίξεις βαθειά·
να κυλήσω ζεστή
σε γενναίες γουλιές
μες στο λαιμό από βελούδο
κι έπειτα να βάψεις τα χείλη μου
με τα δικά σου –
να σφραγίσεις
το τέλος.
[Τέτοια δώρα μόνον εγώ μπορώ να χαρίσω.]
~
[8-11-2006, Derby, UK]
1 Comments:
Γλυκειά μου, πραγματικά με αγγίζουν πολύ βαθειά αυτά που γράφεις, όπως τα γράφεις, αλλά και τα ίδια τα πράγματα που έζησες... Ως ποιήματα είναι εξαίσια, το καθένα σου κόβει την ανάσα, είναι τόσο γεμάτα και παράλληλα αυθόρμητα, δεν έχω λόγια να σου περιγράψω τα αισθήματα που μου αφήνουν χωρίς να γίνω ακατανόητη (ίσως και έχω γίνει ήδη). Νοιώθω μονάχα την ανάγκη να ξορκίσω κι εγώ τους δαίμονες από μέσα μου, αυτούς τους κακούς που γεννήθηκαν έπειτα, αφού τελειώσαν όλα... μια σύντομη απάντηση ως συγγνώμη... (http://rhapsodystories.blogspot.com/2006/11/faiblesse.html)
Δημοσίευση σχολίου
<< Home