Επέστρεψα απ' τη Χάγη με τρία ποιήματα, κάποια απ' αυτά σε μέρη
Στην άδεια αίθουσα πριν την πρόβα
Ι
Η θέση μου μ’ αγκυλώνει
πικρά –
μ’ αυτά τα ύψη δε μ’ ανήκουν.
Μόνο το φιλί σου με φέρνει
πάνω σ’ αυτό το σανίδι –
ο φόβος κυλάει
απ’ τα χείλη
στ’ ακροδάκτυλα των ποδιών μου,
στο ξύλο,
κάτω,
και πιο κάτω στέκουν τα καθίσματα
άδεια, μόνα.
Το ξόρκι θεριεύει:
πίσω απ’ τα κλειστά βλέφαρα
[μόνο]
τα φώτα χαμηλώνουν,
τα καθίσματα
γεμίζουν.
Το φιλί βαθαίνει:
μεταλαμβάνω
φως
μέσα στη νύχτα
κι είναι νύχτα,
η νύχτα μετά το χειροκρότημα –
και πιο κάτω τα καθίσματα
φαντάζουν τώρα
γεμάτα
με την ηχώ μας,
με την ηχώ
μας...
ΙΙ
Η πόρτα ανοίγει
κι εισβάλλει στην αίθουσα
η πραγματικότητα
με τα βήματά της
να χτυπούν σκληρά
το πίσω μέρος απ’ τα γόνατά μου –
να με γκρεμίζουν.
Λυγίζω.
Γρήγορα –
πρέπει εσύ να με κατεβάσεις από ‘δώ
τώρα·
πάτησα πάνω στη σκηνή
γιατί με πρόσταξες,
βούτηξα στ’ άδυτα
των αδύτων
του φόβου μου,
πίσω από την κουρτίνα
των καλυμμένων επιθυμιών,
γιατί μ’ άπλωσες το χέρι...
ΙΙΙ
Με κατεβάζεις·
πατάω πάνω στα διάσπαρτα χρώματα
αυτής της αλληλουχίας
από στιγμές
μετέωρες –
ακούγονται σα γυαλιά που σπάζουν
ανακοινώνοντας την επιστροφή μου
στη θέση μου,
κάτω.
IV
Είμαι μόνη εδώ –
είμαι γι άλλη μια φορά
το μονομελές κοινό
που τρέμει διπλά:
τρέμει στ’ αγκάλιασμα της ομορφιάς
και στον πνιγμό του ανεκπλήρωτου.
~
[18-11-2006, Den Haag.]
Κλισέ
[τα της επιστροφής]
Ι
Σιγοβρέχει απόψε
και μου λείπεις ήδη·
να που κι η πιο πραγματική
απ’ όλες τις πραγματικότητες
ειν’ αφόρητα πολυφορεμένη
καμμιά φορά...
ΙΙ
Η βροχή έχει αποφασίσει έναν δικό της ρυθμό·
δε μετρά δευτερόλεπτα,
είναι κάπως πιο γρήγορη από δαύτα
και κάνει το χρόνο μου να κυλάει αργά,
αργά,
με κάνει να ψυθιρίζω
«κάνε να μην περάσουν έτσι σέρνοντας
όλες αυτές οι μέρες...» –
κανείς άνθρωπος τριγύρω,
κανείς άνθρωπος ν’ ακούει...
ΙΙΙ
Η βροχή βαριέται το ρυθμό της,
τον αλλάζει·
αλλάζει και τον ήχο της,
τώρα θυμίζει τζιτζίκια
και καλοκαίρι
κι ας είναι τυπικά χειμερινή
κι επίμονη σαν πωλητής
που μόλις πήρε τη δουλειά...
IV
Δεν ειμ’ εδώ
[
]
δεν ειμ’ εκεί –
δεν είμαι πουθενά.
~
[22-11-2006, waiting for the train at London Luton.]
Ξέσπασμα
Έπιασε να κρυώνει –
λαχταρώ να βυθίσω το πρόσωπό μου
στο στήθος σου π’ ανεβοκατεβαίνει
τώρα
κάτω απ’ τα πορφυρά σκεπάσματα
καθώς κοιμάσαι.
Έτσι θέλω να σε σκέφτομαι
κάθε νύχτα:
τυλιγμένο στο βασιλικό μετάξι,
το μυρωμένο απ’ τις κοφτές ανάσες –
στο μετάξι το σχηματισμένο μικρές λακούβες
από τα έκθαμβα δάκτυλα
που βυθίζονται μέσα του
παλεύοντας να πιστέψουν πως όλα τούτα μας συμβαίνουν
όντως –
ξαπλωμένο στ’ απαλό βελούδο των μαξιλαριών
σ’ αυτή τη μόνη στ’ αλήθεια φιλόξενη γωνιά του κόσμου...
Εκεί λαχταρώ να γυρίσω·
εκεί, γιατί στο προσκεφάλι σου
έχω αφήσει τις έξω άκριες απ’ τα χείλη μου,
αυτές που ξέρουν να χαμογελούν –
εκεί, γιατί στη μέσα μεριά του κρεββατιού
έχω αφήσει το κορίτσι σου
που μαθαίνει αχόρταγα τον ήλιο
με μισάνοιχτο στόμα,
μ’ ορθάνοικτα μάτια
και μ’ ακροδάκτυλα που καίνε.
[εδώ είμαι μόνον εγώ, η της απωλείας,
η των σκιών και της μαύρης πέννας...]
Εκεί, εκεί να γυρίσω·
εκεί, γιατί εκεί, μαζί σου, μένει η πλεχτή μου ανεμόσκαλα
πού ‘ναι φτιαγμένη από σκαλιά ατραγούδιστα τραγούδια
κι έχει μέσα στην πλέξη της τα ‘ναι’ σου
και τ’ απαλά, δειλά μας όνειρα
για κάποιον Απόλλωνα
και κάποιαν Αλκμήνη –
[γλυκειά, λατρεμένη παρήχηση –
για πάντα θα σ’ αγαπώ και θα σε φοβάμαι..]
Εκεί, γιατί ‘ναι τυλιγμένη και κρέμεται
στα κάγκελα της μέσα μεριάς
τούτη η σκάλα π’ αψηφά τους νόμους
τους αρπαχτικούς
που με τραβούν από την αγκαλιά σου,
η σκάλα που μας ανεβάζει στους ουρανούς,
στα σύννεφα,
στ’ άστρα,
στους φτερωτούς που αγκαλιάζονται
εις τους αιώνας των αιώνων...
Αμήν.
~
[22-11-2006, on the train from London to Derby.]
Ι
Η θέση μου μ’ αγκυλώνει
πικρά –
μ’ αυτά τα ύψη δε μ’ ανήκουν.
Μόνο το φιλί σου με φέρνει
πάνω σ’ αυτό το σανίδι –
ο φόβος κυλάει
απ’ τα χείλη
στ’ ακροδάκτυλα των ποδιών μου,
στο ξύλο,
κάτω,
και πιο κάτω στέκουν τα καθίσματα
άδεια, μόνα.
Το ξόρκι θεριεύει:
πίσω απ’ τα κλειστά βλέφαρα
[μόνο]
τα φώτα χαμηλώνουν,
τα καθίσματα
γεμίζουν.
Το φιλί βαθαίνει:
μεταλαμβάνω
φως
μέσα στη νύχτα
κι είναι νύχτα,
η νύχτα μετά το χειροκρότημα –
και πιο κάτω τα καθίσματα
φαντάζουν τώρα
γεμάτα
με την ηχώ μας,
με την ηχώ
μας...
ΙΙ
Η πόρτα ανοίγει
κι εισβάλλει στην αίθουσα
η πραγματικότητα
με τα βήματά της
να χτυπούν σκληρά
το πίσω μέρος απ’ τα γόνατά μου –
να με γκρεμίζουν.
Λυγίζω.
Γρήγορα –
πρέπει εσύ να με κατεβάσεις από ‘δώ
τώρα·
πάτησα πάνω στη σκηνή
γιατί με πρόσταξες,
βούτηξα στ’ άδυτα
των αδύτων
του φόβου μου,
πίσω από την κουρτίνα
των καλυμμένων επιθυμιών,
γιατί μ’ άπλωσες το χέρι...
ΙΙΙ
Με κατεβάζεις·
πατάω πάνω στα διάσπαρτα χρώματα
αυτής της αλληλουχίας
από στιγμές
μετέωρες –
ακούγονται σα γυαλιά που σπάζουν
ανακοινώνοντας την επιστροφή μου
στη θέση μου,
κάτω.
IV
Είμαι μόνη εδώ –
είμαι γι άλλη μια φορά
το μονομελές κοινό
που τρέμει διπλά:
τρέμει στ’ αγκάλιασμα της ομορφιάς
και στον πνιγμό του ανεκπλήρωτου.
~
[18-11-2006, Den Haag.]
Κλισέ
[τα της επιστροφής]
Ι
Σιγοβρέχει απόψε
και μου λείπεις ήδη·
να που κι η πιο πραγματική
απ’ όλες τις πραγματικότητες
ειν’ αφόρητα πολυφορεμένη
καμμιά φορά...
ΙΙ
Η βροχή έχει αποφασίσει έναν δικό της ρυθμό·
δε μετρά δευτερόλεπτα,
είναι κάπως πιο γρήγορη από δαύτα
και κάνει το χρόνο μου να κυλάει αργά,
αργά,
με κάνει να ψυθιρίζω
«κάνε να μην περάσουν έτσι σέρνοντας
όλες αυτές οι μέρες...» –
κανείς άνθρωπος τριγύρω,
κανείς άνθρωπος ν’ ακούει...
ΙΙΙ
Η βροχή βαριέται το ρυθμό της,
τον αλλάζει·
αλλάζει και τον ήχο της,
τώρα θυμίζει τζιτζίκια
και καλοκαίρι
κι ας είναι τυπικά χειμερινή
κι επίμονη σαν πωλητής
που μόλις πήρε τη δουλειά...
IV
Δεν ειμ’ εδώ
[
]
δεν ειμ’ εκεί –
δεν είμαι πουθενά.
~
[22-11-2006, waiting for the train at London Luton.]
Ξέσπασμα
Έπιασε να κρυώνει –
λαχταρώ να βυθίσω το πρόσωπό μου
στο στήθος σου π’ ανεβοκατεβαίνει
τώρα
κάτω απ’ τα πορφυρά σκεπάσματα
καθώς κοιμάσαι.
Έτσι θέλω να σε σκέφτομαι
κάθε νύχτα:
τυλιγμένο στο βασιλικό μετάξι,
το μυρωμένο απ’ τις κοφτές ανάσες –
στο μετάξι το σχηματισμένο μικρές λακούβες
από τα έκθαμβα δάκτυλα
που βυθίζονται μέσα του
παλεύοντας να πιστέψουν πως όλα τούτα μας συμβαίνουν
όντως –
ξαπλωμένο στ’ απαλό βελούδο των μαξιλαριών
σ’ αυτή τη μόνη στ’ αλήθεια φιλόξενη γωνιά του κόσμου...
Εκεί λαχταρώ να γυρίσω·
εκεί, γιατί στο προσκεφάλι σου
έχω αφήσει τις έξω άκριες απ’ τα χείλη μου,
αυτές που ξέρουν να χαμογελούν –
εκεί, γιατί στη μέσα μεριά του κρεββατιού
έχω αφήσει το κορίτσι σου
που μαθαίνει αχόρταγα τον ήλιο
με μισάνοιχτο στόμα,
μ’ ορθάνοικτα μάτια
και μ’ ακροδάκτυλα που καίνε.
[εδώ είμαι μόνον εγώ, η της απωλείας,
η των σκιών και της μαύρης πέννας...]
Εκεί, εκεί να γυρίσω·
εκεί, γιατί εκεί, μαζί σου, μένει η πλεχτή μου ανεμόσκαλα
πού ‘ναι φτιαγμένη από σκαλιά ατραγούδιστα τραγούδια
κι έχει μέσα στην πλέξη της τα ‘ναι’ σου
και τ’ απαλά, δειλά μας όνειρα
για κάποιον Απόλλωνα
και κάποιαν Αλκμήνη –
[γλυκειά, λατρεμένη παρήχηση –
για πάντα θα σ’ αγαπώ και θα σε φοβάμαι..]
Εκεί, γιατί ‘ναι τυλιγμένη και κρέμεται
στα κάγκελα της μέσα μεριάς
τούτη η σκάλα π’ αψηφά τους νόμους
τους αρπαχτικούς
που με τραβούν από την αγκαλιά σου,
η σκάλα που μας ανεβάζει στους ουρανούς,
στα σύννεφα,
στ’ άστρα,
στους φτερωτούς που αγκαλιάζονται
εις τους αιώνας των αιώνων...
Αμήν.
~
[22-11-2006, on the train from London to Derby.]
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου
<< Home