Μιαν άλλη Ιουλιέττα

Λευκά και μαύρα πανιά, μια Ιουλιέττα καπετάνιος, το ταξίδι του Ταξιδιώτη της Αυγής, ο δρόμος για την άκρη του κόσμου...

My Photo
Όνομα: Αταλάντη Αντωνίου
Τοποθεσία: Derby, Derbyshire, UK

Και τι είν' το εγώ; Γυάλινο άγαλμα! Λίγα κοχύλια που μάζεψα είμ' εγώ, οι άνθρωποι που αγάπησα, ο καιρός που πέρασε, το κρεβάτι που πλάγιασα... Είμαι το ταξίδι μιας ζωής - κι αλλάζει η ρότα μου απ' τον άνεμο. Είμαι όλοι εσείς που παρελαύνετε στα όνειρά μου...

Σάββατο, Νοεμβρίου 19, 2005

Ασημόχαρτο

Σαν κάθε άλλον άνθρωπο κι εγώ
βαφτίζω τον πόνο που νοιώθω πιο αιχμηρό απ’ τους άλλους,
στρέφω το βλέμμα στον ουρανό σιωπηλά
κι η πίκρα που έχει στρογγυλοκαθίσει θαρρείς στα χείλη μου
απευθύνει στα σύννεφα τη μάταιη, γνωστή ερώτηση.

Εκείνα δεν απαντούν, πώς θα μπορούσαν άλλωστε;
Τ’ είναι ο άνεμος και το νερό για μένα να νοιαστούν,
και για τις κόκκινες - σαν κάθε άλλη πληγή - πληγές μου;
Τρέχουν τα σύννεφα, ο ήλιος με θαμπώνει, ξαναγυρνούν,
ανάσα μετά την ανάσα - ησυχία.

Θα έπρεπε ν’ αρχίσω να πληγώνω το χαρτί με τάχα σοφίες,
με συμπεράσματα βαμμένα κόκκινα - σαν τις πληγές - τέκνα μιας ζωής
τάχα διαφορετικής από άλλες - μα όχι, όχι.
Ποιον θα ωφελήσει, και γιατί, τούτη η γνώση η γνωστή,
τα δάκρυα τα δακρυσμένα, οι αραδιασμένες μου αράδες;

Σαν κάθε άλλον άνθρωπο κι εγώ
μοιάζω λιγάκι μ’ ένα ασημόχαρτο που χορεύει φρενιτικά στον αέρα,
ένα γυαλιστερό σκουπίδι που ξεγλιστρά απ’ τη σκούπα του οδοκαθαριστή
άλλοτε για να προσγειωθεί στις λάσπες
κι άλλοτε πάλι για να γίνει λουλούδι ή καράβι, στιγμές να γίνει,
- κι έπειτα να ξεχαστεί - μέσα σε παιδικά, αεικίνητα χέρια.

-----

Σημερινό, χθες έμαθα κάτι πολύ, πολύ άσχημο, ξαφνιάστηκα άσχημα, όμορφες στιγμές που είχα τοποθετήσει σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο στο μέλλον μετατοπίστηκαν έναν ολόκληρο χρόνο αργότερα... Αντί να γράψω άμεσα γι αυτό, για την απώλεια, την απόσταση, το κρύο, έγραψα αυτό. Ο λόγος για τον οποίον το έκανα είναι εμφανής μέσα στο ίδιο το ποίημα, πιστεύω. Η τελευταία εικόνα, η παιδική, το ασημόχαρτο, είναι μνήμη-έμπνευση από ένα παιδικό διήγημα που είχα διαβάσει πολύ μικρή, εκδόσεις Χαρταετός αν δεν κάνω λάθος. Κάπου είχε την ιστορία ενός ασημόχαρτου, τσιγαρόχαρτου. Θυμάμαι μόνο αμυδρά.

Σάββατο, Νοεμβρίου 12, 2005

Ένα απόσπασμα

Καθώς οι υπόλοιποι βασιλιάδες και βασίλισσες περίμεναν σιωπηλοί να ανακοινωθεί η έναρξη του συμβουλίου, η Νέιντα αισθανόταν όλο και περισσότερο πως περνούσε απόλυτα απαρατήρητη. Ο θρόνος της, ένας θρόνος πλατινένιος με περίτεχνα σκαλίσματα και σκούρα κόκκινα μαξιλάρια, ολόιδιος με τους υπόλοιπους δεκαπέντε που ήταν τοπουθετημένοι κυκλικά στη μεγαλοπρεπή στην μεγαλοπρεπή αίθουσα, της φαινόταν όλο και πιο μαλακός... Ένοιωθε πως βούλιαζε μέσα του, πως τα πάντα γύρω της γίνονταν όλο και πιο θολά, ή μάλλον όχι, πως η ίδια γινόταν θολή, διάφανη, ίσως και αόρατη. Τότε ήταν που είδε το πρόσωπό του. Τα μάτια της καρφώθηκαν πάνω του. Στεκόταν εκεί - ήταν έξω από τη βασιλική αίθουσα και της έγνεφε. Διάβασε τα χείλη του. "Έλα τώρα." Όλο και περισσότερο φως έμπαινε απ' το θολωτό γυάλινο τοίχο της αίθουσας - οι κουρτίνες ήταν ανοιχτές. Όλα έγιναν λευκά, κατάλευκα, όλα ήταν φώς, κι εκείνη αόρατη, μέχρι που ένοιωσε για μια στιγμή το χέρι του στο χέρι της.
Περπατούσαν δίπλα δίπλα στο πέτρινο ανηφορικό δρομάκι. Μιλούσαν δυνατά και γελούσαν κάτω απ' το φως του μεσημεριάτικου ήλιο. Αυτός βάδιζε, αγέρωχος όπως πάντα, και ντυμένος στα μαύρα, με μόνη εξαίρεση το κόκκινο πετράδι στο φυλαχτό που κρεμόταν στο λαιμό του, κι η Νέιντα η Λευκή ένοιωθε εκείνο το γνώριμο μούδιασμα στα δάχτυλά της που επέμεναν όπως σε κάθε τους συνάντηση να το αγγίξουν...
Είχαν ήδη απομακρυνθεί αρκετά από τα φωτεινά παλάτια του Άσθελ κι ανηφόριζαν σε μια κατάφυτη βουνοπλαγιά γεμάτη κρυστάλλινα ρυάκια. Σε μια στιγμή η Νέιντα σοβάρεψε απότομα. Σταμάτησε να περπατά, κοίταξε βαθειά μες στα μάτια του και μιλώντας πια στη δική του γλώσσα τον ρώτησε τι ήθελε απ' αυτήνμ και προς τα πού πήγαιναν. Εκείνος δεν απάντησε, μα συνέχισε να περπατά με γρήγορο βήμα, κι η νεαρή βασίλισσα τον ακολούθησε. "Κοίτα", της είπε. Σ' ένα πλάτωμα λίγα μέτρα μακρυά τους, βρισκόταν ένας λιλιπούτειος καταρράχτης, κι απ' τα νερά είχε γεννηθεί μια ασημένια λίμνη που με τη σειρά της γεννούσε όλα εκείνα τα ρυάκια που στόλιζαν τη δασωμένη βουνοπλαγιά. Ο μαυροφορεμένος άνδρας ψιθύρισε δυο τρεις άγνωστες - ακόμα και για τη Νέιντα - λέξεις, και αφουγκράστηκε τον άνεμο. Όταν έφτασαν στην όχθη της λίμνης βούτηξε τις χούφτες του στο νερό και τις έτεινε στη Νέιντα. "Πιες", είπε, "δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο για σένα".
Πριν ακόμα η βασίλισσα προλάβει σηκώσει το κεφάλι, κι ενώ τα χείλη της ήταν ακόμα βρεμμένα απ' το νερό, ο αγέρωχος άνδρας μετατράπηκε σε λευκό δυνατό φως κι απλώς εξαφανίστηκε. Η λάμψη του του χάθηκε σιγά σιγά ανάμεσα στα δέντρα. Η Λευκή βασίλισσα έμεινε για λίγο ακίνητη κι έπειτα άρχισε να κατηφορίζει προς την κρυστάλλινη αίθουσα του Συμβουλίου. Ο ήλιος είχε αρχίσει να χαμηλώνει. Σκεφτόταν τν ποινή που την περίμενε στην επιστροφή της. Είχε φύγει απ' το συμβούλιο χωρίς να πει λέξη, πιθανότατα μπροστά στα έκπληκτα μάτια των υπολοιπων βασιλισσών και βασιλιάδων του Λον. Είχε αγνοήσει τις φωνές τους που τη ρωτούσαν πού πήγαινε - κάτι τέτοιο θα ρωτούσαν - και γιατί έφευγε πριν καν το συμβούλιο των Δεκαέξι αρχίσει. Στην πραγματικότητα δεν τις είχε καν ακούσει. Έψαχνε να βρει κάποια δικαιολογία καθώς δεν μπορούσε να τους μιλήσει για τον μυστηριώδη άνδρα και την αναπόφευκτη έλξη που ασκούσε πάνω της. Ήξερε πως δεν θα κέρδιζε τίποτα λέγοντας την αλήθεια. Δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα.

-----

Αυτό είναι ένα αποσπασματάκι από ένα βιβλίο που γράφω εδώ και καιρό. Έχω δύο να τρέχουν, ένα fantasy (αυτό) και ένα dark fantasy, με λίγο από horror. Φυσικά τρέχουν εντελώς ανοργάνωτα και ασυνάρτητα. Κεφάλαια από δω κι από κει, άλλα τοποθετημένα στην αρχή χρονικά, άλλα στη μέση, άλλα κοντά στο τέλος. Τον σκελετό της ιστορίας τον έχω σκεφτεί σχεδόν όλο, αλλά μου έρχεται πάντα έμπνευση για επί μέρους σκηνές. Αυτό π.χ. είναι το τέλος ενός κεφαλαίου που βρίσκεται σχετικά κοντά στην αρχή. Το έδειξα στον Dain χτες, και μιας και του άρεσε, μιας και μου είπε να του δώσω λίγη παραπάνω σημασία, αποφάσισα να του δώσω, και να ποστάρω εδώ το απόσπασμα το οποίο του είχα δείξει.
Η βασική ιστορία μπλέκει έναν κόσμο ο οποίος συνυπάρχει με τον δικό μας, όντας ταυτόχρονα το παρελθόν του δικού μας - γενικά οι κόσμοι στους οποίους δουλεύω είναι αρκετά ονειρικοί, δεν έχουν γραμμικό χωροχρόνο, έχουν άλλες διαστάσεις κτλ. Ο δικός μας κόσμος, ή μάλλον το παρόν, που μοιάζει αρκετά με το δικό μας παρόν, προσεγγίζεται μέσα από την οπτική γωνία των ανθρώπων του παρελθόντος/άλλης διάστασης, οι οποίοι είναι εξοικειωμένοι με τη μαγεία, όχι την κλασσική μαγεία των fireball, αλλά κάτι πιο ονειρικό. Γι αυτούς το τώρα είναι απλά το "Αλλοτινό", και εμείς (;) οι "Αλλοτινοί".
Όταν ξεκίνησα να το γράφω, ήθελα η κεντρική ιδέα να είναι "ξυπνήστε ρε, κι ο δικός μας κόσμος είναι πραγματικά, ουσιαστικά μαγικός, όμορφος, πολυδιάστατος...", αλλά τώρα τείνω να πιστεύω πως αυτό δεν θα είναι αρκετό σαν concept. Αν θέλω όντως να βγάλω κάτι από την ιστορία, πρέπει να την δυναμώσω. Υπάρχει αρκετά καλοφτιαγμένος κόσμος από πίσω (ο κόσμος της Νέιντα ), αλλά θέλει πολύ δουλειά ακόμα. Επίσης θέλει να μάθω να γράφω γραμμικά, δεν γίνεται δουλειά έτσι, με σκόρπια κεφάλαια ή αποσπάσματα κεφαλαίων.