Μιαν άλλη Ιουλιέττα

Λευκά και μαύρα πανιά, μια Ιουλιέττα καπετάνιος, το ταξίδι του Ταξιδιώτη της Αυγής, ο δρόμος για την άκρη του κόσμου...

My Photo
Όνομα: Αταλάντη Αντωνίου
Τοποθεσία: Derby, Derbyshire, UK

Και τι είν' το εγώ; Γυάλινο άγαλμα! Λίγα κοχύλια που μάζεψα είμ' εγώ, οι άνθρωποι που αγάπησα, ο καιρός που πέρασε, το κρεβάτι που πλάγιασα... Είμαι το ταξίδι μιας ζωής - κι αλλάζει η ρότα μου απ' τον άνεμο. Είμαι όλοι εσείς που παρελαύνετε στα όνειρά μου...

Κυριακή, Μαΐου 20, 2007

A ride, a love affair with music, some existential stuff, and attempts at acceptance.

The ride


I

Ω, μα σε κρατούν κι εσένα απ' τα μαλλιά
τα σύμβολα και τα χρυσοκάστανα χρώματα
και τα φωτοστέφανα
αυτής της μεριάς του κόσμου.

Έχουν μακρυά δάκτυλα
που ξέρουν να χορεύουν,
ή απλώς από χτες σκέφτομαι συνέχεια τα δάκτυλα,
ναι, μπορεί αυτό, χτες, από χτες,
ή απλώς από πάντα,
μα ναι,
από πάντα,
ίσως αλλοιώς,
μα από πάντα...

Έχουν μακρυά δάκτυλα,
λοιπόν,
και σε κρατούν απ' τα μαλλιά
κι ας τά 'χεις κόψει
πολύ κοντά,
σαν το φόρεμά σου.

II

Έχω κι εγώ κοντά φορέματα
αλλά νομίζω πως φορά μακρυά η ψυχή μου –
ή και όχι
μόνο.

Πάντως έχω μακρυά μαλλιά
και με μακρυά μαλλιά μ' ονειρεύομαι,
και, και τα δάκτυλα μπλέκονται σκληρά στο κόκκινο
[εγώ είμαι αυτό, εδώ]
κι αν τυχόν και μ' αφήσουν θέλω να τα φωνάξω πίσω
και ή τολμώ
ή δειλιάζω.

III

Η,
η λατρεία στα μάτια σου
καθώς τον κοιτάς,
[γιατί ναι,
αυτό είναι],
ταΐζει το "κι εσένα"
του πρώτου στίχου.

Πώς καταφέρνουν οι άνθρωποι
να νοιώθουν τόσο μόνοι
με τον ουρανό
και τα τόσα φώτα
και το χορό
πάνω απ' τα χίλιες χιλιάδες κεφάλια τους;

Μόνο τα μαλλιά αλλάζουν.

Ο πόνος είναι,
είναι στο πρόγραμμα.

Μου δείχνεις ένα θαύμα
μέσα στις γυαλάδες
που τρεμοπαίζουν στα μάτια σου
σα ζωγραφιστές.

IV

Βλέπω.

[Εξ άλλου
είμαστε όλοι όλα όσα θα μπορούσαμε να είμαστε.]

Είμαι πολύ δυνατή
αυτές τις μέρες
και χρειάζεται πάντα μια τομή,
ένας
κεραυνός
[κάποτε κόκκινος* σε μαύρο φόντο]
για να πάψουν οι μέρες να είναι αυτές
και να γίνουν κάποιες άλλες.

Κι έτσι
βλέπω
άφοβα

κι επιλέγω λίγο απ' τον πόνο,
ή και λίγο,
λίγο πιο πολύ

αλλά παραμένω
ένα απ' τα εύθραυστα ηρωικά κεφάλια
κάτω απ' τα φώτα

γιατί σήμερα τη νύχτα,
ή μάλλον το πρωί,
μιας και τις νύχτες τις περνάμε αλλοιώς,
κοιτούσα,
κοιτούσα τα δάκτυλα
και τελικά ήμουν ξύπνια,
δεν ονειρευόμουν
όπως νόμιζα.

Έχω...
έχω και μάρτυρα.

Θα μπορούσα,
βέβαια,
να το είχα ονειρευτεί.

[Μάλιστα το έκανα,
αργότερα,
δεν κοιμόμουν
όμως,
απλώς το έκανα
μόνη.

Ωραία ήταν.]

Δεν θα σήμαινε κάτι διαφορετικό,
υποθέτω,
αν υποθέσουμε πως σήμαινε κάτι
έτσι κι αλλοιως,
φυσικά.

Φυσικά.

*όχι εγώ, εδώ

V

Αναρωτιέμαι αν θέλεις
να αλλάξει
για λίγο
το β' πρόσωπο,
μιας και βλέπω.

Δεν με προβληματίζει
το να μη με διαβάζει
το εσύ μου,
πάντως.

Λες;
Μμ...
γιατί όχι;

VI

Αλλαγή του εσύ.

Τι θέλεις τώρα;





Πιθανόν τίποτε, ναι.

[Μπορείς να υποθέσεις,
με αρκετή σιγουριά μάλιστα,
πως μέσα στα παραπάνω κενά
υπάρχουν μυριάδες
αυτοπροστατευτικές σκέψεις
και αμυντικοί μηχανισμοί,
φρούρια σε λειτουργία,
καταπέλτες,
στρατιές σε πλήρη ανάπτυξη
που οδηγούν στο
"πιθανόν τίποτε"
θριαμβευτικά...]

*γέλια*

VII

Oh,
I've already told you,
haven't I?

[β' πληθυντικό, εδώ, ναι;]

Yeah, I did,

but,
thank you for the ride
once more,
anyway.

VIII

Εισπνοή.





Εκπνοή.

~

[30-4-2007, London.]

Για την πάπια και το κουμέλι.

-----

Ερωτικό

Η μουσική
τρυπώνει κάτω απ' τα σκεπάσματα.

Δεν ακούω –
η ομορφιά ορμά στο στήθος μου
σχίζοντας την ακινησία,
σχίζοντας το περίβλημα ενός σφιχτοδεμένου εγώ,
σχίζοντας τα σκοτάδια και τους φόβους,
το φως και τις ελπίδες,
τα ρούχα
που είναι πάντα πολλά παραπάνω από απλώς ρούχα,
σχίζοντας
την όποια πραγματικότητα.

Μια κοφτή ανάσα
σηματοδοτεί
τη στιγμή της πρόσκρουσης.

Δεν ακούω –
πολλές ανάσες ξοδεύονται
γι αυτή την ομορφιά.

Δεν ακούω –
δεν θα μπορούσε άλλωστε
μία αίσθηση
να είναι αρκετή.

~

[1-5-2007, London.]

-----

Αποδοχή

Τώρα
είναι η ώρα που σηκώνω το βάρος
της καθαρής όρασης.

Δεν παραπονιέμαι
στ' αλήθεια.

~

[5-5-2007, London.]

-----

Όλες οι πιθανές απαντήσεις
[or "Did I just say 42?"]

I. Φόβος

Μόνο φοβάμαι,
απλά φοβάμαι,
μήπως έτσι,
μήπως σ' αυτό το δρόμο
με τους πολλούς ανθρώπους,
μ' εμένα για σταθερό σημείο,
με τον ακίνητο πυρήνα
αναστηλωμένο
σ' όλο του το
ποταπό μεγαλείο
μέσα μου,
δεν μάθω ποτέ
ξανά
συνήθειες,
υγρές μυρωδιές,
μηχανικές κινήσεις,
ασυναίσθητες εκφράσεις,
και
μήπως δεν με παρατηρήσει κανείς
αρκετά –
οι περισσότεροι δε θυμούνται
έτσι κι αλλοιώς,
δε θυμούνται
την ακρούλα του δείκτη
του δεξιού χεριού μου
και τον αντίχειρά μου
να την πιλατεύει
σε στιγμές
αμηχανίας,
ή απλά σ' όλες τις στιγμές,
δε θυμούνται
το λίκνισμα
πριν τον ύπνο...

Η ελεύθερη βούληση
είναι πάντα εκεί,
στην επόμενη ανάσα
και στο επόμενο κβάντο φωτός –
αμείλικτη.

Ίσως να επέλεξα
αυτόν το δρόμο
γιατί κανείς δεν επέλεξε
τον άλλο
δίπλα μου,
μισό ή ένα κεφάλι ψηλότερος
δίπλα μου,
κανείς που να τον αγαπούν όλα τα χρώματα,
κανείς με τέτοια χέρια και τέτοιο κεφάλι,
κανένας –
πάλι γίνεσαι εσύ
ο 'κανένας'
και δεν σε λένε καν
Οδυσσέα,
όχι Οδυσσέα...

γίνεσαι εσύ ο κανένας
γιατί είμαι
εγώ,
εγώ,
άνθρωπος.

ΙΙ. Εκλογίκευση

Έλεγα λοιπόν
[δηλαδή έλεγα κάτι άλλο,
έλεγα για μία ακόμη πιθανότητα,
μία ακόμη παραλλαγή
πάνω στο ίδιο θέμα,
μία ακόμη οπτική γωνία,
πιο τραγική απ' αυτήν εδώ
τη συγκρατημένη,
την ισορροπημένη,
την λίγο πιο στεγνή
αλλά και λίγο λιγότερο
αιματηρά εγωιστική –
αλλά καταλαβαίνεις,
πρέπει να προσθέσω
κι άλλες παραλλαγές
αν θέλω να είμαι,
αν θέλω να είμαι
'καλυμμένη']
πως μάλλον επέλεξα αυτόν το δρόμο
γιατί το δείγμα 'εαυτός'
είναι μικρό,
πολύ μικρό
για ν' αποδειχτεί οτιδήποτε,
κι ακόμα και να ήταν αρκετό,
γιατί να επιχρυσώσω
ένα ένστικτο
κι όχι κάποιο άλλο;

Από την άλλη
ίσως απλά να φοβάμαι –
ένας ακόμη φόβος,
ένας ακόμη
άνθρωπος.

ΙΙΙ. Γενίκευση

Όλοι θέλουμε
το μπαμπά
ή
τη μαμά μας.

Όλοι θέλουμε
τη σκοτεινή τρύπα
με την ησυχία
και
τη φυλακή
όπου μας αγαπούν
και ξέρουν στ' αλήθεια
καλύτερα.

Όλοι θέλουμε
να είναι δύο οι δρόμοι
και να διαλέξουμε τον μοναδικό
σωστό
θριαμβικά.

Τέτοιες χάρες πολυτελείας,
τέτοιες γλυκειές, νωθρές,
κι αχ τόσο έντονες
ηδονές,
όμως,
ξεπληρώνονται με σκληρή, επίπονη, δύσκολη,
ανεπιθύμητη
σοφία,
την οποία μετά αγαπούμε
γιατί είμαστε
εμείς,
εμείς,
άνθρωποι.

[Από την άλλη
όλοι θέλουμε ν' ανέβουμε στην κορυφή
και να μας κοιτούν στα μάτια με δέος
κι αγάπη –
βλέπεις, πάντα υπάρχουν
άλλοι
και αγάπη,
και η αέναη επιθυμία για την αυθεντία,
κάποιου άλλου
ή τη δική μας,

για τη μία απάντηση.]

IV. Συμπέρασμα

Χρειάζεται ν' αγαπάς τον πόνο
με παράλογο, πορφυρό πάθος
για ν' αγαπάς τον κόσμο
μέσα στον οποίο κάποτε
τελειώνεις,
τον κόσμο με την πανέμορφη,
αβάσταχτη
αυστηρότητα,
τον κόσμο
που δεν έχει νόημα

να συγχωρέσεις,
ν' αγκαλιάσεις,
να καταραστείς –
μόνο να τον λατρέψεις έχει νόημα,
ο καθ' ένας έχει δικαίωμα να λατρεύει
ό,τι θέλει
αρκεί να μην απαιτεί
συγχώρεση,
αγκαλιά,
κατάρα,

τίποτε.

Έχω όλες τις πιθανές απαντήσεις,
δεν έχω μία απάντηση...

Τώρα ήρθαμε,
ήρθα,
ως εδώ.

Εξ άλλου οι άνθρωποι
αγαπούν τόσο τις συμμετρίες
που τις βρίσκουν παντού,
ή απλώς υπάρχουν παντού,
δεν ξέρω, σου λέω.

Οι άνθρωποι
θέλουν τόσο να βγάζουν όλα νόημα
που βρίσκουν νόημα
ακόμα και στο να μη βγάζει τίποτα νόημα.

Κάπως έτσι
παλεύω έως θανάτου
για ένα παιδικό μου όνειρο
αλλάζοντάς το,
κάπως έτσι
σ' αγαπώ,
κάπως έτσι
με προδίδω
για να με σώσω,
γιατί η ζωή νικάει πάντα,
γιατί έτσι,
γιατί μπορεί,
γιατί όχι;

Η ζωή νικάει τον εαυτό –
δεν είναι τουλάχιστον ενδιαφέρον που ακόμα ελπίζω
πως ο νικημένος εαυτός
θα νικήσει το θάνατο;

Πάντως δεν είναι ούτε πιο παράλογο
ούτε πιο σκληρό
απ' τον έρωτα.

Εξ άλλου
τ' αρχαία μάγια
δίνουν όλες τις πιθανές απαντήσεις –

δεν δίνουν μία απάντηση.

~

[6-5-2007, London.]

-----

Όσο καλύτερα μπορώ


Ι

Έχω γεμίσει πολλά συρτάρια
μ' ευτυχισμένα τέλη,
ευτυχισμένες ζωές
σε παράλληλα σύμπαντα.

Καμμιά φορά θέλουν να πάρουν αέρα
κι ας μυρίζει λεβάντα εκεί μέσα –
έχω γεμίσει τα συρτάρια λεβάντα,
τη μάζεψα με τα χέρια
από κάτι θάμνους
κοντά στη θάλασσα,
χρόνια πριν...

ΙΙ

Κρατάω σφιχτα
ένα χέρι
που θα μ' αφήσει
σε λιγάκι.

Κι εγώ θ' αφήσω
χαρά πίσω μου,
συμμετρία,
για όλους αυτούς
που βιάζονται να μισήσουν
τον κόσμο...

Θα παίξω το ρόλο μου
χωρίς σφιγμένα χείλη –
μόν' ίσως να μου ξεφύγουν
μερικά δάκρυα.

Υπόσχομαι να είναι όμορφα,
χωρίς τον παραμικρό σπασμό.

Αν έχει ήλιο θα λαμπυρίζουν
υγρά,
κι αν βρέχει θα ταξιδεύουν
προς το χώμα
μαζί με τ' άλλο νερό –

αν κάνει κρύο
θα μ' αγκαλιάζει ο αέρας,
κι αν κάνει ζέστη
θα μου μυρίζει λεβάντα
και θα κάθομαι σ' ένα ζεστό πεζούλι
στην άκρη της μνήμης.

~

[7-5-2007, London.]

-----

Αποδοχή, μα όχι τέλεια ακόμα

Είναι απαλά εδώ,
σα να ξαπλώνεις πάνω στο νερό
την ώρα που πέφτει ο ήλιος.

Δεν τολμάς να ζητήσεις
τίποτε παραπάνω.

Βυθίζεις τ' αυτιά σου στο νερό
κι ακούς τους μυστικούς ψιθύρους
απ' τα βάθη
και τα χρόνια.

Τα βάθη δεν είναι δικά σου,
ούτε τα χρόνια.

Το νερό γλιστράει ανάμεσα στα δάκτυλά σου,
ανάμεσα απ' τα δάκτυλά σου...

Τα βάθη δεν είναι δικά σου,
ούτε τα χρόνια.

Στιγμές-στιγμές μόνο
αχ και να 'χες ένα χέρι – τ' αριστερό – αγκαλιά
κάτω απ' τη μέση,
κι ένα – το δεξί – κάτω απ' το κεφάλι...

Στιγμές-στιγμές μόνο
αχ και να μπορούσες
να κοιμηθείς
εκεί...

Ανοίγεις τα μάτια
στον ήλιο –
η ομορφιά του δικαιώνει
το αχ και το κύμμα
που παίρνει να σηκώνεται.

Τα βάθη δεν είναι δικά σου,
ούτε τα χρόνια.

~

[20-5-2007, London.]