Χτεσινοβραδυνό
Μιαν άλλη Ελένη
[ήμουν κι εγώ στη Δίκη της Τροίας]
Στα πλαστά μάτια του χρισμένου αρχαγγέλου της μίας και μόνης ώρας
καθρεφτίζονται τα χρυσά μαλλιά σ’ όλη τους τη γύμνια,
τα πολυτραγουδισμένα μαλλιά-γλώσσες που δε γνώρισαν ποτέ τη ντροπή·
καθρεφτίζεται το χρυσό κεφάλι
με το λαιμό που περιφρονεί τους ανθρώπους –
καθρεφτίζεται εκείνη που άγγιξε με τα χείλη της τη Μεγάλη Θεά στον καθρέφτη
εκείνη που ήπιε τ’ ασήμι που δεν μπόρεσε παρά να βαφτεί τη μορφή της
και δε γεύτηκε κρύο,
γεύτηκε ένα φιλί που έμοιαζε με κόκκινη κερένια σφραγίδα
λειωμένη απ’ τα ζεστά, πεινασμένα χέρια των θερινών βράχων.
Στα πλαστά μάτια του χρισμένου αρχαγγέλου της μίας και μόνης ώρας
καίει η μία και μόνη φλόγα που κατατρώει κι αψηφά:
καίει εκείνη.
«Εκείνη...»,
ψιθυρίζουν όλοι·
μόνο η άλλη σωπαίνει.
Η Άλλη,
μιαν άλλη Ελένη:
εκείνη που τα γόνατά της λύνονται
σιγά-σιγά,
που τα σφιγμένα της δάκτυλα λύνονται
σιγά-σιγά,
που οι κόμποι των αναστεναγμών της λύνονται
σιγά-σιγά,
σιγά-σιγά...
σα γρίφος βγαλμένος από σκοτεινή συνωμοσία που ‘χει περάσει
μέσα απ’ τα χίλια χρωματισμένα κρύσταλλα των χίλιων αιώνων.
Τη βλέπω –
κι έχει στο στήθος της μιαν οργή μελανή, σιγανή, μυστική,
μιαν οργή που δε μοιάζει σε τίποτε με τα βαμμένα πορφυρά λοφία των φρουρών,
με ‘κείνη την άγρια, ζωηρή τους μανία που όλο σβήνει,
‘κείνη που όλο την ξεχνούν μεμιάς καθώς ξερνούν γροθιές φωτιάς
σαν άλλοι δράκοι.
Μένει ακίνητη –
κι έχει σκιές πίσω απ’ τα μάτια·
δεν ακουμπά πουθενά,
θυμάται μόνο τους ήχους των ονείρων ψηλαφιστά
και περιμένει σιωπηλά την ετυμηγορία
που ακόμα να ‘ρθει...
-----
28-9-2006, Derby, UK.
Το ποίημα έχει να κάνει με τη Δίκη της Τροίας και κάποια άλλα ποιήματα της Ραψωδίας.
[Σ' ευχαριστώ για την έμπνευση, ερμίνα.]
[ήμουν κι εγώ στη Δίκη της Τροίας]
Στα πλαστά μάτια του χρισμένου αρχαγγέλου της μίας και μόνης ώρας
καθρεφτίζονται τα χρυσά μαλλιά σ’ όλη τους τη γύμνια,
τα πολυτραγουδισμένα μαλλιά-γλώσσες που δε γνώρισαν ποτέ τη ντροπή·
καθρεφτίζεται το χρυσό κεφάλι
με το λαιμό που περιφρονεί τους ανθρώπους –
καθρεφτίζεται εκείνη που άγγιξε με τα χείλη της τη Μεγάλη Θεά στον καθρέφτη
εκείνη που ήπιε τ’ ασήμι που δεν μπόρεσε παρά να βαφτεί τη μορφή της
και δε γεύτηκε κρύο,
γεύτηκε ένα φιλί που έμοιαζε με κόκκινη κερένια σφραγίδα
λειωμένη απ’ τα ζεστά, πεινασμένα χέρια των θερινών βράχων.
Στα πλαστά μάτια του χρισμένου αρχαγγέλου της μίας και μόνης ώρας
καίει η μία και μόνη φλόγα που κατατρώει κι αψηφά:
καίει εκείνη.
«Εκείνη...»,
ψιθυρίζουν όλοι·
μόνο η άλλη σωπαίνει.
Η Άλλη,
μιαν άλλη Ελένη:
εκείνη που τα γόνατά της λύνονται
σιγά-σιγά,
που τα σφιγμένα της δάκτυλα λύνονται
σιγά-σιγά,
που οι κόμποι των αναστεναγμών της λύνονται
σιγά-σιγά,
σιγά-σιγά...
σα γρίφος βγαλμένος από σκοτεινή συνωμοσία που ‘χει περάσει
μέσα απ’ τα χίλια χρωματισμένα κρύσταλλα των χίλιων αιώνων.
Τη βλέπω –
κι έχει στο στήθος της μιαν οργή μελανή, σιγανή, μυστική,
μιαν οργή που δε μοιάζει σε τίποτε με τα βαμμένα πορφυρά λοφία των φρουρών,
με ‘κείνη την άγρια, ζωηρή τους μανία που όλο σβήνει,
‘κείνη που όλο την ξεχνούν μεμιάς καθώς ξερνούν γροθιές φωτιάς
σαν άλλοι δράκοι.
Μένει ακίνητη –
κι έχει σκιές πίσω απ’ τα μάτια·
δεν ακουμπά πουθενά,
θυμάται μόνο τους ήχους των ονείρων ψηλαφιστά
και περιμένει σιωπηλά την ετυμηγορία
που ακόμα να ‘ρθει...
-----
28-9-2006, Derby, UK.
Το ποίημα έχει να κάνει με τη Δίκη της Τροίας και κάποια άλλα ποιήματα της Ραψωδίας.
[Σ' ευχαριστώ για την έμπνευση, ερμίνα.]
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου
<< Home