Τα της Χάγης μέχρι σήμερα [από 10-12 έως 16-12-2006]
Αυτοκριτική
Επιχείρησα πάλι να μιλήσω
για το τι θέλω,
τι με πονά που δεν είναι κομμάτι μου,
τι με πονά...
Τίποτα.
Ό,τι δεν έχω αγγίξει
είναι που δεν το θέλω ικανά,
ή που το θέλω λιγότερο
απ' όσο βαθειά το φοβάμαι.
Τ' άλλα όλα είναι δικαιολογίες,
φίλαυτες αγκαλιές,
χαϊδευτικά παράπονα.
Αρκετά μ' αυτές·
ώρα για πράξεις.
~
[10-12-2006, The Hague, The Netherlands.]
-----
Λίγη ελπίδα στο τέλος
Αναρωτιέμαι
αν βλέπουμε μονάχα
ως εκεί που μπορούμε να φτάσουμε
ή και πιο πέρα.
Γιατί πιο πέρα;
Κι όμως,
πιο πέρα απ' τα διόδια της φαντασίας μου
στεκόσουν,
ταίριαζες με το φως που είχα κλείσει απ' έξω απ' τις κουρτίνες,
ήσουν απ' άλλη γη εσύ,
συμπληρωματικός των σκιών –
συμπληρωματικός των σκοτεινών φασμάτων της μόνης γης που μου επέτρεπα να πατώ,
της δικής μου.
Ποτέ στο φως εγώ,
ποτέ στο μπαλκόνι,
ποτέ στο μεσημέρι –
είχε περάσει καιρός από τότε που κατάπινα ήλιο,
ζουζούνια
και τον ζεστό, ψημμένο αέρα
στη ράχη του ποδηλάτου μου...
τ ρ α γ ο υ δ ώ ν τ α ς.
Σε είδα όμως
ανάμεσα απ' τις γρίλλιες,
κι είδες κι εσύ
τα θέλω,
τα φοβάμαι
και τα μπορεί
που ξέφευγαν σα μυρωδιές απ' άνθη νυχτερινά, ακούσιες,
και σαν αλυσοδεμένη πρόθεση,
τρυπώντας το μαύρο βελούδο
που φύτρωσε και τύλιξε σαν τ' αναρριχώμενο τείχος
μιας άλλης παραμυθένιας, σελίδινης ύπαρξης,
ωραίας και κοιμωμένης –
κι όχι σπανίως κοιμωμένης κι ενίοτε ωραίας –
όσα δεν μπόρεσα να φτάσω,
όσα δεν πρόλαβα,
κι όσα αγάπησα με δειλία.
Ίσως γι αυτό,
ίσως γι αυτό πιο πέρα.
Μα τώρα τι;
Είναι παιδικό το ποδήλατο πια,
μικρό,
με καλαθάκι,
και δε χωράω –
μα στη γη μου
που ποτίζει πια τη δική σου σαν βαθυκόκκινο νερό που καίει
σε λευκό, συννεφένιο πανί
δεν επιτρέπεται η ανημποριά.
~
[14-12-2006, The Hague, The Netherlands.]
Επιχείρησα πάλι να μιλήσω
για το τι θέλω,
τι με πονά που δεν είναι κομμάτι μου,
τι με πονά...
Τίποτα.
Ό,τι δεν έχω αγγίξει
είναι που δεν το θέλω ικανά,
ή που το θέλω λιγότερο
απ' όσο βαθειά το φοβάμαι.
Τ' άλλα όλα είναι δικαιολογίες,
φίλαυτες αγκαλιές,
χαϊδευτικά παράπονα.
Αρκετά μ' αυτές·
ώρα για πράξεις.
~
[10-12-2006, The Hague, The Netherlands.]
-----
Λίγη ελπίδα στο τέλος
Αναρωτιέμαι
αν βλέπουμε μονάχα
ως εκεί που μπορούμε να φτάσουμε
ή και πιο πέρα.
Γιατί πιο πέρα;
Κι όμως,
πιο πέρα απ' τα διόδια της φαντασίας μου
στεκόσουν,
ταίριαζες με το φως που είχα κλείσει απ' έξω απ' τις κουρτίνες,
ήσουν απ' άλλη γη εσύ,
συμπληρωματικός των σκιών –
συμπληρωματικός των σκοτεινών φασμάτων της μόνης γης που μου επέτρεπα να πατώ,
της δικής μου.
Ποτέ στο φως εγώ,
ποτέ στο μπαλκόνι,
ποτέ στο μεσημέρι –
είχε περάσει καιρός από τότε που κατάπινα ήλιο,
ζουζούνια
και τον ζεστό, ψημμένο αέρα
στη ράχη του ποδηλάτου μου...
τ ρ α γ ο υ δ ώ ν τ α ς.
Σε είδα όμως
ανάμεσα απ' τις γρίλλιες,
κι είδες κι εσύ
τα θέλω,
τα φοβάμαι
και τα μπορεί
που ξέφευγαν σα μυρωδιές απ' άνθη νυχτερινά, ακούσιες,
και σαν αλυσοδεμένη πρόθεση,
τρυπώντας το μαύρο βελούδο
που φύτρωσε και τύλιξε σαν τ' αναρριχώμενο τείχος
μιας άλλης παραμυθένιας, σελίδινης ύπαρξης,
ωραίας και κοιμωμένης –
κι όχι σπανίως κοιμωμένης κι ενίοτε ωραίας –
όσα δεν μπόρεσα να φτάσω,
όσα δεν πρόλαβα,
κι όσα αγάπησα με δειλία.
Ίσως γι αυτό,
ίσως γι αυτό πιο πέρα.
Μα τώρα τι;
Είναι παιδικό το ποδήλατο πια,
μικρό,
με καλαθάκι,
και δε χωράω –
μα στη γη μου
που ποτίζει πια τη δική σου σαν βαθυκόκκινο νερό που καίει
σε λευκό, συννεφένιο πανί
δεν επιτρέπεται η ανημποριά.
~
[14-12-2006, The Hague, The Netherlands.]