Ασημόχαρτο
Σαν κάθε άλλον άνθρωπο κι εγώ
βαφτίζω τον πόνο που νοιώθω πιο αιχμηρό απ’ τους άλλους,
στρέφω το βλέμμα στον ουρανό σιωπηλά
κι η πίκρα που έχει στρογγυλοκαθίσει θαρρείς στα χείλη μου
απευθύνει στα σύννεφα τη μάταιη, γνωστή ερώτηση.
Εκείνα δεν απαντούν, πώς θα μπορούσαν άλλωστε;
Τ’ είναι ο άνεμος και το νερό για μένα να νοιαστούν,
και για τις κόκκινες - σαν κάθε άλλη πληγή - πληγές μου;
Τρέχουν τα σύννεφα, ο ήλιος με θαμπώνει, ξαναγυρνούν,
ανάσα μετά την ανάσα - ησυχία.
Θα έπρεπε ν’ αρχίσω να πληγώνω το χαρτί με τάχα σοφίες,
με συμπεράσματα βαμμένα κόκκινα - σαν τις πληγές - τέκνα μιας ζωής
τάχα διαφορετικής από άλλες - μα όχι, όχι.
Ποιον θα ωφελήσει, και γιατί, τούτη η γνώση η γνωστή,
τα δάκρυα τα δακρυσμένα, οι αραδιασμένες μου αράδες;
Σαν κάθε άλλον άνθρωπο κι εγώ
μοιάζω λιγάκι μ’ ένα ασημόχαρτο που χορεύει φρενιτικά στον αέρα,
ένα γυαλιστερό σκουπίδι που ξεγλιστρά απ’ τη σκούπα του οδοκαθαριστή
άλλοτε για να προσγειωθεί στις λάσπες
κι άλλοτε πάλι για να γίνει λουλούδι ή καράβι, στιγμές να γίνει,
- κι έπειτα να ξεχαστεί - μέσα σε παιδικά, αεικίνητα χέρια.
-----
Σημερινό, χθες έμαθα κάτι πολύ, πολύ άσχημο, ξαφνιάστηκα άσχημα, όμορφες στιγμές που είχα τοποθετήσει σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο στο μέλλον μετατοπίστηκαν έναν ολόκληρο χρόνο αργότερα... Αντί να γράψω άμεσα γι αυτό, για την απώλεια, την απόσταση, το κρύο, έγραψα αυτό. Ο λόγος για τον οποίον το έκανα είναι εμφανής μέσα στο ίδιο το ποίημα, πιστεύω. Η τελευταία εικόνα, η παιδική, το ασημόχαρτο, είναι μνήμη-έμπνευση από ένα παιδικό διήγημα που είχα διαβάσει πολύ μικρή, εκδόσεις Χαρταετός αν δεν κάνω λάθος. Κάπου είχε την ιστορία ενός ασημόχαρτου, τσιγαρόχαρτου. Θυμάμαι μόνο αμυδρά.
βαφτίζω τον πόνο που νοιώθω πιο αιχμηρό απ’ τους άλλους,
στρέφω το βλέμμα στον ουρανό σιωπηλά
κι η πίκρα που έχει στρογγυλοκαθίσει θαρρείς στα χείλη μου
απευθύνει στα σύννεφα τη μάταιη, γνωστή ερώτηση.
Εκείνα δεν απαντούν, πώς θα μπορούσαν άλλωστε;
Τ’ είναι ο άνεμος και το νερό για μένα να νοιαστούν,
και για τις κόκκινες - σαν κάθε άλλη πληγή - πληγές μου;
Τρέχουν τα σύννεφα, ο ήλιος με θαμπώνει, ξαναγυρνούν,
ανάσα μετά την ανάσα - ησυχία.
Θα έπρεπε ν’ αρχίσω να πληγώνω το χαρτί με τάχα σοφίες,
με συμπεράσματα βαμμένα κόκκινα - σαν τις πληγές - τέκνα μιας ζωής
τάχα διαφορετικής από άλλες - μα όχι, όχι.
Ποιον θα ωφελήσει, και γιατί, τούτη η γνώση η γνωστή,
τα δάκρυα τα δακρυσμένα, οι αραδιασμένες μου αράδες;
Σαν κάθε άλλον άνθρωπο κι εγώ
μοιάζω λιγάκι μ’ ένα ασημόχαρτο που χορεύει φρενιτικά στον αέρα,
ένα γυαλιστερό σκουπίδι που ξεγλιστρά απ’ τη σκούπα του οδοκαθαριστή
άλλοτε για να προσγειωθεί στις λάσπες
κι άλλοτε πάλι για να γίνει λουλούδι ή καράβι, στιγμές να γίνει,
- κι έπειτα να ξεχαστεί - μέσα σε παιδικά, αεικίνητα χέρια.
-----
Σημερινό, χθες έμαθα κάτι πολύ, πολύ άσχημο, ξαφνιάστηκα άσχημα, όμορφες στιγμές που είχα τοποθετήσει σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο στο μέλλον μετατοπίστηκαν έναν ολόκληρο χρόνο αργότερα... Αντί να γράψω άμεσα γι αυτό, για την απώλεια, την απόσταση, το κρύο, έγραψα αυτό. Ο λόγος για τον οποίον το έκανα είναι εμφανής μέσα στο ίδιο το ποίημα, πιστεύω. Η τελευταία εικόνα, η παιδική, το ασημόχαρτο, είναι μνήμη-έμπνευση από ένα παιδικό διήγημα που είχα διαβάσει πολύ μικρή, εκδόσεις Χαρταετός αν δεν κάνω λάθος. Κάπου είχε την ιστορία ενός ασημόχαρτου, τσιγαρόχαρτου. Θυμάμαι μόνο αμυδρά.