Long time no see.
Πεζογραφία
Μεγαλώσαμε.
Αντί να ξερνάμε τα πάθη μας στο πρώτο πρόσωπο
τα κρύβουμε προσεκτικά πίσω από καλογραμμένες ιστορίες,
σκαρώνουμε ανθρώπους που δεν υπάρχουν
ή απλά δεν κάνουμε τίποτε.
Μια φορά κι έναν καιρό, λοιπόν,
ήταν ένα μικρό παιδάκι –
είτε αγόρι είτε κορίτσι, δεν έχει σημασία –
που ήθελε να μεγαλώσει,
έπειτα να ξαναγίνει μικρό,
και πιο μετά
κανείς δεν ξέρει
[Φθινόπωρο 2008]
~
Χριστιάνα
Ήσουν
μόνο μαλακό δέρμα,
λευκό,
γάργαρα σύννεφα μαλλιά με κορνίζα τον ήλιο,
χείλη σαν αφίλητα, πρησμένα απ’ τη γαλήνη του ύπνου
και μάγουλα ροδαλά
σα να μη γνώριζαν τον κόσμο.
Ό,τι δεν ήσουν τ’ απαρνήθηκα
μα η εικόνα αυτή
μέχρι να λειώσει
μέχρι να λειώσω
θα με στοιχειώνει.
[Φθινόπωρο 2008]
~
Palestrina (and the trombones)
I stand here
fascinated by things
that reflect the light
and sound like gold
or golden brown
and by voices
put together with the utmost care
for beauty
or love, or truth, or madness, or faith,
or something like it
in a moment or a series of moments
that cannot be contained –
all these moments are alike.
Hand in hand,
already gone,
distant, out of reach,
or even false,
intoxicated,
like wishes in front of mirrors
that show you only what you wish to see.
[Δεκέμβριος 2008]
~
Ρεπερτόριο
Τώρα που ακόμα και το μέσα
χρυσίζει
μες στο σκοτάδι
καστανόχρυσο, της φύσης,
δεν έχω να πω πολλά –
ποιος θέλει ν’ ακούσει για μαλακές γάτες
και σαπουνόφουσκες
και φωνές που προσπαθούν ν’ ακουστούν
αρκετά δυνατά
αρκετά όμορφα
χωρίς να καταπιούν την αλήθεια τους,
τον πολύτιμο ναρκισσισμό τους –
μιας και δεν είναι σαν τις άλλες...
Κανείς.
Θέλουν ν’ ακούσουν για όλα τ’ άλλα,
τα νανουρίσματα πάνω από κουφάρια ερώτων,
τους φόβους κάτω από κρεββάτια, πάνω από φτερά,
πάνω από μεγάλα μάτια και μπαλόνια,
τους φόβους.
Για χριστουγεννιάτικα δέντρα που λάμπουν –
αλλά μόνο από θυμό και φωτιά –
για συμπλέγματα που έχουν απομείνει μπλεγμένα κάπου
κάπου στις μνήμες από τ’ ανύπαρκτα μαλλιά των κρίνων,
κάπου στο Κύριε και στο Ελέησον,
στις κραυγές που κάθε φορά στολίζουν το θρίαμβο
όλων όσων κατάφεραν να με σύρουν στο πάτωμα
και να μ’ αρέσει.
Ε, λοιπόν, όχι.
[12.12.2008]
~
L' Incoronazione di Poppea
To κόκκινο φουστάνι τελικά υπήρχε από πάντα,
ακόμα και πριν εφευρεθούν τα φουστάνια.
[8.1.2009]
~
E.M.O.S.
Ο βιολιστής που δε μιλά ποτέ
και χαμογελά μονάχα με τα μάτια
γνέθει χρυσάφι
και πάνω στη χρυσή κλωστή
τα δάκτυλά σου
κρεμούν όλα τα χρώματα
του κόσμου.
[13.1.2009]
~
Φωτιά κι αέρας
Βουτάω τα χέρια και το κεφάλι βαθειά στο χιόνι –
ψάχνω εκεί
να βρω τ’ είν’ αυτό που φουσκώνει μέσα μου,
το γράμμα που βγαίνει σελίδα-σελίδα απ’ το στόμα μου
το χωρίς παραλήπτη,
τ’ είν’ αυτές οι λεξεις
οι χωρίς εσύ
και με βλέπω
κάτω εκεί
στον χρυσό καθρέφτη
δεν έχω λιοντάρια στην κοιλιά
μα φουσκώνω σαν αερόστατο
ταϊσμένο φωτιά κι αέρα,
όλο φουσκώνω κι όλο ψηλώνω
και ποιος θα με κατεβάσει,
ποιος θα με κατεβάσει,
ποιος θα με δει εκεί πάνω,
ποιος θα με δει
ποιος θα με δει εκεί πάνω σήμερα –
σήμερα δεν έχει πολλή κίνηση στον ουρανό.
[17.1.2009]
~
Στιγμιότυπο στο πανεπιστήμιο του Λέυντεν
Ανάμεσα στους ανθρώπους,
στη γωνιά με τα τέσσερα λουλούδια
σε κάθε τραπέζι
και τα χρώματα στους τοίχους,
κλείνω τα μάτια και βλέπω την έρημο.
[22.1.2009]
~
Ανεπικοινωνία
Είναι σαν ν’ ανοιγοκλείνω το στόμα
και να βγαίνουν απ’ τα χείλη μου βουβά λουλούδια.
Μέσα σε μια στιγμή
το απόσταγμα σκέψεων, αισθήσεων,
συναισθημάτων,
εικόνων, ήχων, φόβων,
στάσεων λεωφορείων,
ξενυχτιών, σκαλιών πολυκατοικιών,
συζητήσεων, αναμνήσεων,
ευρημάτων, παθημάτων
και λίγης ξεραμένης λεβάντας
που έχει ξεμείνει απ’ το καλοκαίρι σε μια απ’ τις τσέπες της τσάντας μου
δεν έχει φωνή,
δεν έχει σημα
σία,
χορεύει μπροστά σου σα γυμνή σαπουνόφουσκα,
λαμπυρίζει και χάνεται
κάπου κοντά στο τέλος του μποτιλιαρισμένου δρόμου του φεγγαριού
ή μιας απ’ τις γλιστερές άκρες ενός ουράνιου τόξου.
[Φεβρουάριος 2009]
~
Λεξιπαίγνιο
[πατάτα, Μολδαβία, σασμάν, επιχορήγηση, ομότιμος]
Όχι, δεν έχω τις απαντήσεις που ζητήσατε.
Απλώς κατηφορίζω το δρόμο κρατώντας μια αγκαλιά σασμάν
για να τα δώσω στον πρώτο τυχόντα.
Μου είπαν πως αν μ’ αρέσουν τα σασμάν
και χαμογελώ συχνά
θα είναι πιο εύκολο να πάρω την επιχορήγηση –
τρία χρόνια με τυραννάνε γι αυτήν την επιχορήγηση –
για να στήσω επιχείρηση στη Μολδαβία.
Όχι, δεν έχω δει τη Μολδαβία
αλλά είναι η χώρα της πατάτας, ξέρετε, βέβαια,
βέβαια, τόνοι πατάτας –
κι εγώ πατάτες καλλιεργώ αλλά εδώ δε βρίσκω προκοπή,
δε βρίσκω,
ποιος βρίσκει προκοπή εδώ εξ άλλου,
έγιναν οι πατάτες ομότιμες του έρωτα.
[9.3.2009]
~
Die Zukunfterinnerung
Ι.
Εκεί που τελειώνει ο χωματόδρομος
στη δεξιά στροφή που οδηγεί στο πλατύ μονοπάτι δίπλα στο κανάλι
με συνάντησα να κοιμάμαι.
Είχα για μαξιλάρι τις αναμνήσεις ενός γέρου ανθρώπου,
μιας ζωής που γυρνούσε γύρω-γύρω
από ένα καλοκαίρι
και κάθε φορά που έκανε να φύγει πραγματικά
μακρυά,
η έλλειψη σχοινιού που να τη δένει
απ’ το λαιμό
για να μην ξεστρατίσει
την έπνιγε
κι όλο γυρνούσε γύρω-γύρω
από εκεί,
κι όλο γυρνούσε
εκεί.
ΙΙ.
Πετώ πετραδάκια στο κεφάλι μου που κοιμάται
στην άκρη του δρόμου
και μπλέκονται στα μαλλιά μου που έχουν μακρύνει
τόσο πολύ
που περνούν συνέχεια από πάνω τους τα ποδήλατα.
Mοιάζω νά ‘χω χάσει κάτι
και να ονειρεύομαι για να το βρω –
ΙΙΙ.
κι όταν το βρω,
λέει,
θα ξυπνήσω.
[16.3.2009]
~
Αγνωστικισμός
Αν οι υποθέσεις μας πως μες στη ντουλάπα υπάρχει
ένας μεγάλος γαλάζιος μανδύας ικανός να τυλίξει
ολόκληρο τον κόσμο
κι ένα πιατάκι με γάλα για τις περαστικές γάτες
είναι σωστές,
τίποτε δε μας σταματάει στο δρόμο προς τον ουρανό.
Σε περίπτωση όμως που είναι λάθος,
είναι πολύ πιθανόν οι γυριστές σκάλες, οι ανεμόσκαλες, οι κόκκινες σκεπές
κι οι πιο ψηλοί πύργοι των πιο ψηλών κάστρων
να γκρεμίζονται
χωρίς καμμιά προειδοποίηση
ή σκοπό –
το μόνο ίσως παρήγορο είναι πως θα υπάρχει πάντα μια αιτία.
[7.4.2009]
~
Pax vobis, ego sum; nolite timere.
Όταν χτυπάει η πόρτα
μέσα στη νύχτα δίχως τέλος
στο μισογκρεμισμένο σπίτι
στις παρυφές της μισογκρεμισμένης πόλης
– ποιος είναι; –
το «εγώ» δεν είναι αρκετό.
Όταν κι ένα κερί ακόμα
φαντάζει ιδέα αλλόκοτη,
μόνο το «εγώ είμαι, μη φοβάσαι»,
μπορεί ν’ αρχίσει να χαράσσει το σκοτάδι.
[9.4.2009]
~
Εικόνες των ημερών
Κάπου ανάμεσα στα χάλκινα όνειρα ξεχωρίζει μια αναποδογυρισμένη χελώνα.
Κάνω να τη γυρίσω στα πόδια της μα μου γνέφει να μην το κάνω,
είναι καλύτερα έτσι.
Κάπου ανάμεσα στα καφετιά κλαδιά μια πλάτη πεθαίνει και λίγο πιο μπροστά ένα
στόμα ελευθερώνει πεταλούδες
που αναρωτιούνται τι να κάνουν την ελευθερία τους
και πνίγονται μια-μια σ’ αυτήν, σαν άνθρωποι.
Κάπου ανάμεσα στα λεπτά,
σε κάτι αλλοπρόσαλλες, ασύμμετρες υποδιαιρέσεις τους,
είναι κάτι φούσκες από σαπούνι
ή σάλιο,
αλλά η αγάπη είναι δυνατότερη απ’ τις φούσκες
και το αγόρι που ο πατέρας του εφηύρε το αεικίνητο
κάνει κούνια για πάντα πάνω απ’ το κανάλι
και θέλει, για πάντα, να γίνει ο Μπάτμαν όταν μεγαλώσει.
[13.5.2009]
~
αναμνηστικός, -ή, -ό
[λεξιπαίγνιο: αναμνηστικός, στοιχείο, χαρτονόμισμα, ομπρέλλα, καπέλο]
Δε μιλάω τελευταία.
Φτιάχνω μια τέχνη από πολύχρωμα παντελόνια
εμπνευσμένη από αγάλματα ανθρώπων πού ‘χουν για κεφάλια ομπρέλλες
και χρώμα πράσινοκαφέ,
ανάμνηση χαρτονομίσματος,
στα δάκτυλα –
κι όχι μόνο σ’ αυτά.
Δε μιλάω τελευταία.
Κοιμάμαι τυλιγμένη μέσα σε κληματόφυλλα,
κάτω από πιάτα.
Ταιριάζω ανθρώπους στα τέσσερα – ή μήπως ήταν πέντε; – στοιχεία της φύσης,
τραβάω γραμμούλες,
απ’ τη μια τα πρόσωπα, απ’ την άλλη τα στοιχεία,
πάντα με στυλό
ενώ μ’ αρέσουν μόνο τα μολύβια
κι οι πέννες.
Δε μιλάω τελευταία.
Μερικές μέρες φοράω παράξενα καπέλα·
άλλες πάλι κρύβομαι κάτω απ’ αυτά,
κάτω από τούλια και πελώρια υφασμάτινα τριαντάφυλλα,
κάτω από το χαλί μαζί με τη σκόνη,
κάτω από το νερό,
ίσως και κάτω από αναμνηστικά καψίματα σε λευκό δέρμα.
[22.6.2009]
~
LH 3392
Κι αν έπρεπε να μείνω εδώ για πάντα,
στην κοιλιά ενός γιγάντιου σιδερένιου πουλιού
καβάλα στον άνεμο,
στην αρχή θα φώναζα, θα φώναζα –
γιατί, και όχι, και έλα –
κι ύστερα οι ώρες θα περνούσαν
και σιγά-σιγά δε θα ξεχώριζαν απ’ τις μέρες.
Οι άλλοι επιβάτες θα ξεθώριαζαν
σιγά-σιγά,
η μουσική θα μετακόμιζε απ’ τ’ αυτιά στο κεφάλι,
οι αναμνήσεις θ’ αποκαλύπτονταν ως αυτό που είναι –
όλα μου τα πλούτη –
κι ο Θεός θα υπήρχε
εκκωφαντικά,
πετάμε άλλωστε στα σύννεφα,
ή μάλλον όχι, πάνω απ’ αυτά,
κι ο διάδρομος, κοίτα να δείς,
είναι αρκετά φαρδύς και ψηλός για να κάνει κανείς τροχό
(ή μήπως το λένε ρόδα;) –
μα πώς δεν το είχα σκεφτεί ως τώρα;
[3.7.2009]
«Ναι»
Αγαπώ αυτή τη ζεστή πέτρα
που τα δάχτυλά μου γνωρίζουν καλύτερα από κάθε άλλη.
Είναι η τέλεια πέτρα –
η κάθε πέτρα,
κι η μοναδική πέτρα,
κι αν ακουμπήσεις πάνω της τ’ αυτί σου
ακούς μια βαθειά, φωτεινή φωνή να σου απαντά:
[3.7.2009]
403
Ο εφιάλτης μου είναι μια λεωφόρος Μεσογείων κάτω από έναν αμείλικτο ήλιο
που δεν τελειώνει ποτέ,
με σκιά μόνο πίσω απ’ τις στάσεις των λεωφορείων,
γυναίκες χωρίς ειδικό βάρος
κι άνδρες με το χέρι γερά κολλημένο στην τσέπη.
[28.7.2009]
Σ.
Οι κοπέλες από ρόδινο βελούδο δεν είναι αυτό που νομίζεις
κι είναι λίγες
μα διάσπαρτες παντού.
Κοπέλες που στα μάτια τους μονάχα,
ή κάπου αλλού,
λαμπυρίζει αυτό που διώχνουν απ’ το σώμα τους,
το στόμα τους,
σαν δειλό σινιάλο κυνηγημένου
που ίσως για μια στιγμή τυφλώσει τα μάτια
κάποιου σωτήρα
που την ίδια εκείνη στιγμή θα βρίσκει τη σωτηρία.
Κοπέλες με δύσκολα ή σοβαρά ονόματα
που κάποτε δεν μπορούσαν να προφέρουν,
κοπέλες που άγγιξαν την πέννα μου
μα ποτέ πάνω από μια φορά τη γλώσσα μου
ή τον αναστεναγμό μου
γιατί όταν τρίβεται βελούδο με βελούδο κάποια πράγματα περιττεύουν
ή γιατί είμαι ένα χαζό κορίτσι που μαζεύει μόνο τα χρυσαφιά λουλούδια –
χωρίς αυτό να σημαίνει τελικά πως κανένα τους δεν είναι λουλούδι που μιλά.
[29.7.2009]
O
Αληθινές θελήσεις
λάμπουν σα μάτια φωσφορίζοντα με ακτίνες λέιζερ* στο κατώφλι
τις ακτίνες λέιζερ μιας άλλης γενιάς
που δεν ήξερε
μόνο φανταζόταν
και σαν όλες τις φαντασίες
κι η δική της έμοιαζε με τρισδιάστατη σκακιέρα
ή με χρυσή αιωρούμενη σφαίρα
ή με έρωτα
Χτες δεν κοιμήθηκα
και δεν έχω να σου πω τίποτα
σχεδόν
γιατί πότιζα μαγικό φίλτρο έναν άνθρωπο
που έτυχε να σχετίζεται μαζί μου πάνω σ’ ένα δίχτυ,
μέσα σ’ ένα δίχτυ, πες,
απ’ αυτά που κρέμονται απ’ το ταβάνι του Ηρωδείου
με τα ψεύτικα συντριβάνια και τα ψεύτικα αγάλματα
αλλά μη γελιέσαι
τα δίχτυα δεν παύουν νά ‘ναι δίχτυα
Οι αληθινές θελήσεις λειώνουν σαν καραμέλες
εκτός κι αν έχει έρθει το τέλος
τότε νομίζω απλά δεν υπάρχουν
(*να μην ξεχάσεις να νοιώσεις εδώ μια αίσθηση σκονισμένου, περασμένου μέλλοντος)
[1.9.2009]
Achtentachtig
(β’ πρόσωπο το ανώδυνο)
I.
Δεν είναι ώρα να κλαίμε τώρα.
Υπάρχουν εκατοντάδες ακόμα άγνωστες λέξεις,
τα μαύρα σημάδια στο χαρτί αποκωδικοποιούνται πολύ αργά ακόμα,
κι ο χρόνος τελειώνει.
Το τελευταίο τραίνο για τις Βρυξέλλες φεύγει απ’ την πλατφόρμα 6 σε λίγο,
σε λίγο πιο λίγο.
Δεν είναι ώρα να κλαίμε τώρα.
II.
Ο μπαμπάς σου τα έκανε σαλάτα κι η μαμά σου τη στόλισε με σαντιγύ.
Η δική μου μαμά μ΄ένα κόλπο μαγικό εξαφάνισε όλα τα σοκολατάκια
απ’ όλα τα ντουλάπια του σπιτιού
για να τα εμφανίσει στο μέλλον
μέσα σε καθ’ ένα απ’ τα καπέλα μου.
Εν τάξει, μπορούμε να τ’ αφήσουμε όλ’ αυτά πίσω μας τώρα;
III.
Και δεν αφήνεις τη μουσική να σ’ αγγίξει,
και δεν πυρώνει ο ήλιος στη θέα του γυμνού κορμιού μου.
[Κι όμως,
σα να μου φάνηκε πως είχες αρχίσει να γδύνεσαι λιγάκι για ‘κείνη
κι εγώ είχα μείνει και πάλι γυμνή,
λιγάκι ακόμα πιο γυμνή μπροστά του.]
[26.9.2009]
~
Προς όποιον με διαβάζει ακόμα: μμμ, μιαν αγκαλίτσα, αυτή τη φορά! Πέρασε πολύς καιρός.
Μεγαλώσαμε.
Αντί να ξερνάμε τα πάθη μας στο πρώτο πρόσωπο
τα κρύβουμε προσεκτικά πίσω από καλογραμμένες ιστορίες,
σκαρώνουμε ανθρώπους που δεν υπάρχουν
ή απλά δεν κάνουμε τίποτε.
Μια φορά κι έναν καιρό, λοιπόν,
ήταν ένα μικρό παιδάκι –
είτε αγόρι είτε κορίτσι, δεν έχει σημασία –
που ήθελε να μεγαλώσει,
έπειτα να ξαναγίνει μικρό,
και πιο μετά
κανείς δεν ξέρει
[Φθινόπωρο 2008]
~
Χριστιάνα
Ήσουν
μόνο μαλακό δέρμα,
λευκό,
γάργαρα σύννεφα μαλλιά με κορνίζα τον ήλιο,
χείλη σαν αφίλητα, πρησμένα απ’ τη γαλήνη του ύπνου
και μάγουλα ροδαλά
σα να μη γνώριζαν τον κόσμο.
Ό,τι δεν ήσουν τ’ απαρνήθηκα
μα η εικόνα αυτή
μέχρι να λειώσει
μέχρι να λειώσω
θα με στοιχειώνει.
[Φθινόπωρο 2008]
~
Palestrina (and the trombones)
I stand here
fascinated by things
that reflect the light
and sound like gold
or golden brown
and by voices
put together with the utmost care
for beauty
or love, or truth, or madness, or faith,
or something like it
in a moment or a series of moments
that cannot be contained –
all these moments are alike.
Hand in hand,
already gone,
distant, out of reach,
or even false,
intoxicated,
like wishes in front of mirrors
that show you only what you wish to see.
[Δεκέμβριος 2008]
~
Ρεπερτόριο
Τώρα που ακόμα και το μέσα
χρυσίζει
μες στο σκοτάδι
καστανόχρυσο, της φύσης,
δεν έχω να πω πολλά –
ποιος θέλει ν’ ακούσει για μαλακές γάτες
και σαπουνόφουσκες
και φωνές που προσπαθούν ν’ ακουστούν
αρκετά δυνατά
αρκετά όμορφα
χωρίς να καταπιούν την αλήθεια τους,
τον πολύτιμο ναρκισσισμό τους –
μιας και δεν είναι σαν τις άλλες...
Κανείς.
Θέλουν ν’ ακούσουν για όλα τ’ άλλα,
τα νανουρίσματα πάνω από κουφάρια ερώτων,
τους φόβους κάτω από κρεββάτια, πάνω από φτερά,
πάνω από μεγάλα μάτια και μπαλόνια,
τους φόβους.
Για χριστουγεννιάτικα δέντρα που λάμπουν –
αλλά μόνο από θυμό και φωτιά –
για συμπλέγματα που έχουν απομείνει μπλεγμένα κάπου
κάπου στις μνήμες από τ’ ανύπαρκτα μαλλιά των κρίνων,
κάπου στο Κύριε και στο Ελέησον,
στις κραυγές που κάθε φορά στολίζουν το θρίαμβο
όλων όσων κατάφεραν να με σύρουν στο πάτωμα
και να μ’ αρέσει.
Ε, λοιπόν, όχι.
[12.12.2008]
~
L' Incoronazione di Poppea
To κόκκινο φουστάνι τελικά υπήρχε από πάντα,
ακόμα και πριν εφευρεθούν τα φουστάνια.
[8.1.2009]
~
E.M.O.S.
Ο βιολιστής που δε μιλά ποτέ
και χαμογελά μονάχα με τα μάτια
γνέθει χρυσάφι
και πάνω στη χρυσή κλωστή
τα δάκτυλά σου
κρεμούν όλα τα χρώματα
του κόσμου.
[13.1.2009]
~
Φωτιά κι αέρας
Βουτάω τα χέρια και το κεφάλι βαθειά στο χιόνι –
ψάχνω εκεί
να βρω τ’ είν’ αυτό που φουσκώνει μέσα μου,
το γράμμα που βγαίνει σελίδα-σελίδα απ’ το στόμα μου
το χωρίς παραλήπτη,
τ’ είν’ αυτές οι λεξεις
οι χωρίς εσύ
και με βλέπω
κάτω εκεί
στον χρυσό καθρέφτη
δεν έχω λιοντάρια στην κοιλιά
μα φουσκώνω σαν αερόστατο
ταϊσμένο φωτιά κι αέρα,
όλο φουσκώνω κι όλο ψηλώνω
και ποιος θα με κατεβάσει,
ποιος θα με κατεβάσει,
ποιος θα με δει εκεί πάνω,
ποιος θα με δει
ποιος θα με δει εκεί πάνω σήμερα –
σήμερα δεν έχει πολλή κίνηση στον ουρανό.
[17.1.2009]
~
Στιγμιότυπο στο πανεπιστήμιο του Λέυντεν
Ανάμεσα στους ανθρώπους,
στη γωνιά με τα τέσσερα λουλούδια
σε κάθε τραπέζι
και τα χρώματα στους τοίχους,
κλείνω τα μάτια και βλέπω την έρημο.
[22.1.2009]
~
Ανεπικοινωνία
Είναι σαν ν’ ανοιγοκλείνω το στόμα
και να βγαίνουν απ’ τα χείλη μου βουβά λουλούδια.
Μέσα σε μια στιγμή
το απόσταγμα σκέψεων, αισθήσεων,
συναισθημάτων,
εικόνων, ήχων, φόβων,
στάσεων λεωφορείων,
ξενυχτιών, σκαλιών πολυκατοικιών,
συζητήσεων, αναμνήσεων,
ευρημάτων, παθημάτων
και λίγης ξεραμένης λεβάντας
που έχει ξεμείνει απ’ το καλοκαίρι σε μια απ’ τις τσέπες της τσάντας μου
δεν έχει φωνή,
δεν έχει σημα
σία,
χορεύει μπροστά σου σα γυμνή σαπουνόφουσκα,
λαμπυρίζει και χάνεται
κάπου κοντά στο τέλος του μποτιλιαρισμένου δρόμου του φεγγαριού
ή μιας απ’ τις γλιστερές άκρες ενός ουράνιου τόξου.
[Φεβρουάριος 2009]
~
Λεξιπαίγνιο
[πατάτα, Μολδαβία, σασμάν, επιχορήγηση, ομότιμος]
Όχι, δεν έχω τις απαντήσεις που ζητήσατε.
Απλώς κατηφορίζω το δρόμο κρατώντας μια αγκαλιά σασμάν
για να τα δώσω στον πρώτο τυχόντα.
Μου είπαν πως αν μ’ αρέσουν τα σασμάν
και χαμογελώ συχνά
θα είναι πιο εύκολο να πάρω την επιχορήγηση –
τρία χρόνια με τυραννάνε γι αυτήν την επιχορήγηση –
για να στήσω επιχείρηση στη Μολδαβία.
Όχι, δεν έχω δει τη Μολδαβία
αλλά είναι η χώρα της πατάτας, ξέρετε, βέβαια,
βέβαια, τόνοι πατάτας –
κι εγώ πατάτες καλλιεργώ αλλά εδώ δε βρίσκω προκοπή,
δε βρίσκω,
ποιος βρίσκει προκοπή εδώ εξ άλλου,
έγιναν οι πατάτες ομότιμες του έρωτα.
[9.3.2009]
~
Die Zukunfterinnerung
Ι.
Εκεί που τελειώνει ο χωματόδρομος
στη δεξιά στροφή που οδηγεί στο πλατύ μονοπάτι δίπλα στο κανάλι
με συνάντησα να κοιμάμαι.
Είχα για μαξιλάρι τις αναμνήσεις ενός γέρου ανθρώπου,
μιας ζωής που γυρνούσε γύρω-γύρω
από ένα καλοκαίρι
και κάθε φορά που έκανε να φύγει πραγματικά
μακρυά,
η έλλειψη σχοινιού που να τη δένει
απ’ το λαιμό
για να μην ξεστρατίσει
την έπνιγε
κι όλο γυρνούσε γύρω-γύρω
από εκεί,
κι όλο γυρνούσε
εκεί.
ΙΙ.
Πετώ πετραδάκια στο κεφάλι μου που κοιμάται
στην άκρη του δρόμου
και μπλέκονται στα μαλλιά μου που έχουν μακρύνει
τόσο πολύ
που περνούν συνέχεια από πάνω τους τα ποδήλατα.
Mοιάζω νά ‘χω χάσει κάτι
και να ονειρεύομαι για να το βρω –
ΙΙΙ.
κι όταν το βρω,
λέει,
θα ξυπνήσω.
[16.3.2009]
~
Αγνωστικισμός
Αν οι υποθέσεις μας πως μες στη ντουλάπα υπάρχει
ένας μεγάλος γαλάζιος μανδύας ικανός να τυλίξει
ολόκληρο τον κόσμο
κι ένα πιατάκι με γάλα για τις περαστικές γάτες
είναι σωστές,
τίποτε δε μας σταματάει στο δρόμο προς τον ουρανό.
Σε περίπτωση όμως που είναι λάθος,
είναι πολύ πιθανόν οι γυριστές σκάλες, οι ανεμόσκαλες, οι κόκκινες σκεπές
κι οι πιο ψηλοί πύργοι των πιο ψηλών κάστρων
να γκρεμίζονται
χωρίς καμμιά προειδοποίηση
ή σκοπό –
το μόνο ίσως παρήγορο είναι πως θα υπάρχει πάντα μια αιτία.
[7.4.2009]
~
Pax vobis, ego sum; nolite timere.
Όταν χτυπάει η πόρτα
μέσα στη νύχτα δίχως τέλος
στο μισογκρεμισμένο σπίτι
στις παρυφές της μισογκρεμισμένης πόλης
– ποιος είναι; –
το «εγώ» δεν είναι αρκετό.
Όταν κι ένα κερί ακόμα
φαντάζει ιδέα αλλόκοτη,
μόνο το «εγώ είμαι, μη φοβάσαι»,
μπορεί ν’ αρχίσει να χαράσσει το σκοτάδι.
[9.4.2009]
~
Εικόνες των ημερών
Κάπου ανάμεσα στα χάλκινα όνειρα ξεχωρίζει μια αναποδογυρισμένη χελώνα.
Κάνω να τη γυρίσω στα πόδια της μα μου γνέφει να μην το κάνω,
είναι καλύτερα έτσι.
Κάπου ανάμεσα στα καφετιά κλαδιά μια πλάτη πεθαίνει και λίγο πιο μπροστά ένα
στόμα ελευθερώνει πεταλούδες
που αναρωτιούνται τι να κάνουν την ελευθερία τους
και πνίγονται μια-μια σ’ αυτήν, σαν άνθρωποι.
Κάπου ανάμεσα στα λεπτά,
σε κάτι αλλοπρόσαλλες, ασύμμετρες υποδιαιρέσεις τους,
είναι κάτι φούσκες από σαπούνι
ή σάλιο,
αλλά η αγάπη είναι δυνατότερη απ’ τις φούσκες
και το αγόρι που ο πατέρας του εφηύρε το αεικίνητο
κάνει κούνια για πάντα πάνω απ’ το κανάλι
και θέλει, για πάντα, να γίνει ο Μπάτμαν όταν μεγαλώσει.
[13.5.2009]
~
αναμνηστικός, -ή, -ό
[λεξιπαίγνιο: αναμνηστικός, στοιχείο, χαρτονόμισμα, ομπρέλλα, καπέλο]
Δε μιλάω τελευταία.
Φτιάχνω μια τέχνη από πολύχρωμα παντελόνια
εμπνευσμένη από αγάλματα ανθρώπων πού ‘χουν για κεφάλια ομπρέλλες
και χρώμα πράσινοκαφέ,
ανάμνηση χαρτονομίσματος,
στα δάκτυλα –
κι όχι μόνο σ’ αυτά.
Δε μιλάω τελευταία.
Κοιμάμαι τυλιγμένη μέσα σε κληματόφυλλα,
κάτω από πιάτα.
Ταιριάζω ανθρώπους στα τέσσερα – ή μήπως ήταν πέντε; – στοιχεία της φύσης,
τραβάω γραμμούλες,
απ’ τη μια τα πρόσωπα, απ’ την άλλη τα στοιχεία,
πάντα με στυλό
ενώ μ’ αρέσουν μόνο τα μολύβια
κι οι πέννες.
Δε μιλάω τελευταία.
Μερικές μέρες φοράω παράξενα καπέλα·
άλλες πάλι κρύβομαι κάτω απ’ αυτά,
κάτω από τούλια και πελώρια υφασμάτινα τριαντάφυλλα,
κάτω από το χαλί μαζί με τη σκόνη,
κάτω από το νερό,
ίσως και κάτω από αναμνηστικά καψίματα σε λευκό δέρμα.
[22.6.2009]
~
LH 3392
Κι αν έπρεπε να μείνω εδώ για πάντα,
στην κοιλιά ενός γιγάντιου σιδερένιου πουλιού
καβάλα στον άνεμο,
στην αρχή θα φώναζα, θα φώναζα –
γιατί, και όχι, και έλα –
κι ύστερα οι ώρες θα περνούσαν
και σιγά-σιγά δε θα ξεχώριζαν απ’ τις μέρες.
Οι άλλοι επιβάτες θα ξεθώριαζαν
σιγά-σιγά,
η μουσική θα μετακόμιζε απ’ τ’ αυτιά στο κεφάλι,
οι αναμνήσεις θ’ αποκαλύπτονταν ως αυτό που είναι –
όλα μου τα πλούτη –
κι ο Θεός θα υπήρχε
εκκωφαντικά,
πετάμε άλλωστε στα σύννεφα,
ή μάλλον όχι, πάνω απ’ αυτά,
κι ο διάδρομος, κοίτα να δείς,
είναι αρκετά φαρδύς και ψηλός για να κάνει κανείς τροχό
(ή μήπως το λένε ρόδα;) –
μα πώς δεν το είχα σκεφτεί ως τώρα;
[3.7.2009]
«Ναι»
Αγαπώ αυτή τη ζεστή πέτρα
που τα δάχτυλά μου γνωρίζουν καλύτερα από κάθε άλλη.
Είναι η τέλεια πέτρα –
η κάθε πέτρα,
κι η μοναδική πέτρα,
κι αν ακουμπήσεις πάνω της τ’ αυτί σου
ακούς μια βαθειά, φωτεινή φωνή να σου απαντά:
[3.7.2009]
403
Ο εφιάλτης μου είναι μια λεωφόρος Μεσογείων κάτω από έναν αμείλικτο ήλιο
που δεν τελειώνει ποτέ,
με σκιά μόνο πίσω απ’ τις στάσεις των λεωφορείων,
γυναίκες χωρίς ειδικό βάρος
κι άνδρες με το χέρι γερά κολλημένο στην τσέπη.
[28.7.2009]
Σ.
Οι κοπέλες από ρόδινο βελούδο δεν είναι αυτό που νομίζεις
κι είναι λίγες
μα διάσπαρτες παντού.
Κοπέλες που στα μάτια τους μονάχα,
ή κάπου αλλού,
λαμπυρίζει αυτό που διώχνουν απ’ το σώμα τους,
το στόμα τους,
σαν δειλό σινιάλο κυνηγημένου
που ίσως για μια στιγμή τυφλώσει τα μάτια
κάποιου σωτήρα
που την ίδια εκείνη στιγμή θα βρίσκει τη σωτηρία.
Κοπέλες με δύσκολα ή σοβαρά ονόματα
που κάποτε δεν μπορούσαν να προφέρουν,
κοπέλες που άγγιξαν την πέννα μου
μα ποτέ πάνω από μια φορά τη γλώσσα μου
ή τον αναστεναγμό μου
γιατί όταν τρίβεται βελούδο με βελούδο κάποια πράγματα περιττεύουν
ή γιατί είμαι ένα χαζό κορίτσι που μαζεύει μόνο τα χρυσαφιά λουλούδια –
χωρίς αυτό να σημαίνει τελικά πως κανένα τους δεν είναι λουλούδι που μιλά.
[29.7.2009]
O
Αληθινές θελήσεις
λάμπουν σα μάτια φωσφορίζοντα με ακτίνες λέιζερ* στο κατώφλι
τις ακτίνες λέιζερ μιας άλλης γενιάς
που δεν ήξερε
μόνο φανταζόταν
και σαν όλες τις φαντασίες
κι η δική της έμοιαζε με τρισδιάστατη σκακιέρα
ή με χρυσή αιωρούμενη σφαίρα
ή με έρωτα
Χτες δεν κοιμήθηκα
και δεν έχω να σου πω τίποτα
σχεδόν
γιατί πότιζα μαγικό φίλτρο έναν άνθρωπο
που έτυχε να σχετίζεται μαζί μου πάνω σ’ ένα δίχτυ,
μέσα σ’ ένα δίχτυ, πες,
απ’ αυτά που κρέμονται απ’ το ταβάνι του Ηρωδείου
με τα ψεύτικα συντριβάνια και τα ψεύτικα αγάλματα
αλλά μη γελιέσαι
τα δίχτυα δεν παύουν νά ‘ναι δίχτυα
Οι αληθινές θελήσεις λειώνουν σαν καραμέλες
εκτός κι αν έχει έρθει το τέλος
τότε νομίζω απλά δεν υπάρχουν
(*να μην ξεχάσεις να νοιώσεις εδώ μια αίσθηση σκονισμένου, περασμένου μέλλοντος)
[1.9.2009]
Achtentachtig
(β’ πρόσωπο το ανώδυνο)
I.
Δεν είναι ώρα να κλαίμε τώρα.
Υπάρχουν εκατοντάδες ακόμα άγνωστες λέξεις,
τα μαύρα σημάδια στο χαρτί αποκωδικοποιούνται πολύ αργά ακόμα,
κι ο χρόνος τελειώνει.
Το τελευταίο τραίνο για τις Βρυξέλλες φεύγει απ’ την πλατφόρμα 6 σε λίγο,
σε λίγο πιο λίγο.
Δεν είναι ώρα να κλαίμε τώρα.
II.
Ο μπαμπάς σου τα έκανε σαλάτα κι η μαμά σου τη στόλισε με σαντιγύ.
Η δική μου μαμά μ΄ένα κόλπο μαγικό εξαφάνισε όλα τα σοκολατάκια
απ’ όλα τα ντουλάπια του σπιτιού
για να τα εμφανίσει στο μέλλον
μέσα σε καθ’ ένα απ’ τα καπέλα μου.
Εν τάξει, μπορούμε να τ’ αφήσουμε όλ’ αυτά πίσω μας τώρα;
III.
Και δεν αφήνεις τη μουσική να σ’ αγγίξει,
και δεν πυρώνει ο ήλιος στη θέα του γυμνού κορμιού μου.
[Κι όμως,
σα να μου φάνηκε πως είχες αρχίσει να γδύνεσαι λιγάκι για ‘κείνη
κι εγώ είχα μείνει και πάλι γυμνή,
λιγάκι ακόμα πιο γυμνή μπροστά του.]
[26.9.2009]
~
Προς όποιον με διαβάζει ακόμα: μμμ, μιαν αγκαλίτσα, αυτή τη φορά! Πέρασε πολύς καιρός.